Στὴν σημερινὴ κυρίως ἐποχὴ ὁ ἄνθρωπος, καθὼς ὅλο καὶ περισσότερο ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεό, ἔχασε τὸ πρόσωπό του, τὴν προσωπικότητά του καὶ κατήντησε ἕνα ὂν ἀπρόσωπο, ἕνα νούμερο, ἕνα ρομπότ, μαζοποιήθηκε καὶ ἀπὸ τὴν προσωπικὴ ζωὴ πέρασε στὸν ἀτομισμό. Ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ζωὴ μεταπήδησε στὴν σαρκικὴ καὶ ἡδονική. Ἀπὸ τὴν ἐλευθερία πέρασε στὴν δουλεία –«πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστιν τῆς ἁμαρτίας» (Ἰωάν. 8, 34)– ἢ στὴν αὐθαιρεσία, ἀπὸ τὴν ἀγάπη στὸ μῖσος, ἀπὸ τὸ λογικὸ στὸ παράλογο, ἀπὸ τὸ φυσιολογικὸ στὸ παρὰ φύση καὶ ἀπὸ τὴν κοινωνία στὴν τραγικὴ καὶ θανατηφόρο μοναξιά. Κι αὐτὸ γιατὶ τὸ πρόσωπο, ὡς φορέας τοῦ λογικοῦ, τοῦ βουλητικοῦ καὶ τῆς ἐλευθερίας, σχετίζεται μὲ τὸν Δημιουργό του Θεό, μὲ τὸν συνάνθρωπο καὶ τὴν κτίση. Οἱ σχέσεις αὐτὲς ὁρίζουν τὴν ἔννοια τοῦ προσώπου καὶ ἀναδεικνύουν τὸν ἄνθρωπο σὲ προσωπικότητα.
Ὁ ἀγώνας αὐτὸς τοῦ ἀνθρώπου γιὰ ὑπέρβαση τῆς ἀτομικότητος δικαιώνεται μέσα στὸ μυστήριο τοῦ γάμου. Ἐκεῖ δίνεται ἡ δυνατότητα τῆς ὑπερβάσεως τοῦ ἀτομισμοῦ καὶ τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ. Ἐκεῖ πραγματοποιεῖται ἡ ἀγαπητικὴ κοινωνία τῶν δύο προσώπων, τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικός, μέσα ἀπὸ τὴν κατάργηση τῆς ἀτομικότητός τους. Ἄλλωστε, τὴν ρίζα τοῦ γάμου βρίσκουμε στὴν Γένεση, ἐκεῖ ὅπου φανερώνεται ἡ ὑπέρβαση τῆς θλίψεως καὶ τῆς μοναξιᾶς καὶ ἡ πραγματοποίηση τῆς κοινωνίας καὶ συνεργασίας: «Οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον μόνον· ποιήσωμεν αὐτῷ βοηθὸν κατ᾽ αὐτόν […] ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς» (Γεν. 2, 18. 1, 27). Δὲν ὁμιλεῖ ἐδῶ ὁ Θεὸς γιὰ ἄλλες ἀνάγκες, σαρκικές, ὑλικές κ.λπ., ἀλλὰ γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῆς ἀκοινωνησίας καὶ τῆς ἀποξενώσεως. Οὔτε δημιούργησε δύο ἀνθρώπους τοῦ ἰδίου φύλου, γιὰ νὰ ἐπιτευχθῇ αὐτὴ ἡ ὑπέρβαση, ἀλλὰ δημιούργησε ἄνδρα καὶ γυναίκα.
Στὸν γάμο δίνεται ἡ συγκεκριμένη δυνατότητα νὰ ἀσκηθῇ ἡ ζωὴ ὡς ἀγάπη καὶ ἡ ἀγάπη ὡς ζωή. Ἡ συζυγική ἀγάπη εἶναι ἡ ὑπέρβαση τῆς διακρίσεως καὶ τῆς ἀντιθέσεως ἀρσενικοῦ καὶ θηλυκοῦ, ποὺ στὸ ἐπίπεδο τοῦ νοθευμένου καὶ περιστασιακοῦ ἔρωτος καὶ μάλιστα τοῦ σέξ, γίνεται ἀπελπιστικὰ τραγικὴ καὶ θανατηφόρος. Εἶναι, ἂν θέλετε, ἡ ἀπάντηση στὸ ψευδοπρόβλημα τῆς ἰσότητος ἢ ἀνισότητος τῶν φύλων, αὐτῶν τῶν χωρισμένων, αλλοτριωμένων ἀτόμων, ποὺ τὸ χάσμα ἀνάμεσά τους μεγαλώνει μὲ τὴν κάθε εἴδους κυριαρχία τοῦ ἑνὸς πρὸς τὸν ἄλλον.
Ἐπίσης στὸν γάμο ἔχουμε τὴν ἀνθρώπινη αὔξηση. Πραγματώνεται, δηλαδή, τὸ τοῦ Θεοῦ «αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε» (Γεν. 1, 28) καὶ ἡ τελείωση στὴν ἀγαπητικὴ θυσία. Σὲ αὐτὴ τὴν ἀγαπητικὴ θυσία καὶ ἀντιθυσία προσφέρεις τὰ πάντα καὶ τὸ «ἔχειν» καὶ τὸ «εἶναι». Γίνεται ἕνα ἀμοιβαῖο ἄδειασμα τοῦ διεστραμμένου «ἐγὼ» τῶν συζύγων, οἱ ὁποῖοι θυσιάζονται ἀπὸ ἀγάπη, πρῶτα ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον καὶ ὕστερα καὶ οἱ δύο ὁμοῦ γιὰ τὰ παιδιά τους καὶ γιὰ τὸν Θεό. Αὐτὸς ὁ νόμος τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ καρδιὰ τοῦ γάμου.
Ὡστόσο, ἡ κρίση ποὺ διέρχεται σήμερα ὁ γάμος δὲν εἶναι ἄσχετη μὲ τὴν ἀλλοτρίωση τῆς ἀληθείας τοῦ Μυστηρίου. Τὸ Μυστήριο τοῦ γάμου εἶναι Μυστήριο φανερώσεως καὶ πραγματώσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀληθείας καὶ σκοπεύει στὴν ὄντως ἀγάπη. Δὲν εἶναι μέσο γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῶν θρησκευτικῶν ἁπλῶς ἀναγκῶν τοῦ λαοῦ οὔτε γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση ὁρισμένων σκοπιμοτήτων, ὅπως οἰκονομικῶν, σαρκικῶν κ.λπ.. Ὅμως, ἐπειδὴ δυστυχῶς ἔτσι κατανοήθηκε, γι᾽ αὐτὸ εἰσήχθη στὴν Ὀρθόδοξο κοινωνία τῆς Ἑλλάδος καὶ ὁ θεσμὸς τοῦ πολιτικοῦ γάμου καὶ τοῦ συμφώνου συμβιώσεως.
Μετὰ ἀπὸ ὅσα προαναφέρθηκαν γίνεται ἀπόλυτα κατανοητὸ ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑφίσταται γάμος ὁποιασδήποτε μορφῆς μεταξὺ ἀτόμων τοῦ ἰδίου φύλου, ὅσα νομοσχέδια καὶ ἐὰν ψηφισθοῦν ὑπὲρ αὐτοῦ. Αὐτὸ εἶναι ἁπλῶς μία παρὰ φύσιν συνύπαρξη δύο ἀτόμων, κάτι τὸ ὁποῖο δὲν ὑπῆρξε μέχρι σήμερα ὡς «νόμιμος» γάμος σὲ κανένα λαό, σὲ καμμία θρησκεία καὶ σὲ κανένα μέρος τῆς γῆς.
Ἡ ὁμοφυλοφιλία εἶναι ἀπορριπτέα θεολογικῶς, κανονικῶς καὶ ἐκκλησιαστικῶς, ὅπως διεξοδικὰ ἀναπτύξαμε καὶ ἀποδείξαμε σὲ προηγούμενα ἄρθρα μας. Δὲν εἶναι ἕνα ἁπλὸ ἁμάρτημα, ἀλλὰ ἀποτελεῖ ὕβρη ἐναντίον τοῦ Δημιουργοῦ μας Θεοῦ, ἐφ᾽ ὅσον διαστρέφει τὴν φύση τοῦ δημιουργήματός Του, τοῦ ἀνθρώπου.
Βεβαίως, ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐπιλέγῃ τὸ πῶς νὰ πορευθῇ στὴν ζωή του. Θὰ πρέπει, ὅμως, νὰ εἶναι ἔτοιμος νὰ ὑποστῇ καὶ τὶς συνέπειες τῆς κάθε ἐπιλογῆς του καὶ ἐδῶ στὴν γῆ καὶ μετὰ τὸν θάνατό του στὴν αἰώνια ζωή. Ἐὰν ἐπιλέξῃ τὸν δρόμο τῆς ὁμοφυλοφιλίας, ἐπιλέγει τὴν διακοπὴ τῶν σχέσεών του μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν Δημιουργό του Θεὸ ἀφ᾽ ἑνὸς καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου, ἀπορρίπτοντας τὴν φυσιολογικὴ ὁδὸ τῆς τεκνοποιήσεως, πρέπει νὰ ἀποδεχθῇ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν ζωή του θὰ παραμείνῃ χωρὶς τέκνα.
Αὐτή εἶναι, ἀγαπητοί μου, ἡ πραγματικότητα ὡς πρὸς τὸ θέμα αὐτὸ καὶ ὅσοι ἐπικαλοῦνται τὴν ἀγάπη εἶναι ἀπαραίτητο νὰ γνωρίζουν ὅτι ἀγάπη ἄνευ ἀληθείας δὲν ὑπάρχει.
Ἂς συνέλθουμε πρὶν εἶναι ἀργά.