Ο Νεομάρτυς Νικόλαος καταγόταν από το χωριό Ψάρι της Κορινθίας. Οι γονείς του ονομάζονταν Ιωάννης και Καλή και ήταν ευσεβείς και φιλόθεοι.
Ο Άγιος, σε ηλικία 12 ετών, έμεινε ορφανός από πατέρα. Έτσι έφυγε στη Σηλυβρία, όπου αργότερα νυμφεύθηκε και απέκτησε παιδιά. Από εκεί μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και ασκούσε το επάγγελμα του πλανόδιου παντοπώλη.
Κατηγορήθηκε από Αγαρηνούς συναδέλφους του ότι εξύβρισε τη θρησκεία του Μωάμεθ. Γι’ αυτό συνελήφθη, επί της βασιλείας του σουλτάνου Σουλεϊμάν Α’ (1520 – 1566) και οδηγήθηκε στον κριτή. Ο Άγιος Νικόλαος ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό και έλεγξε τη θρησκεία των Τούρκων ως ψευδή. Δεν υπέκυψε στα βασανιστήρια και τις κολακείες. Έτσι τον έριξαν πρώτα στην πυρά και ύστερα τον αποκεφάλισαν. Ήταν το έτος 1554 μ.Χ.
Ακολουθία του μάρτυρος συνέγραψε ο Ιερομόναχος Δαμασκηνός, ο μετέπειτα Επίσκοπος Λιτής και Ρενδίνης, την οποία αργότερα εξέδωσε και ο Μητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων Ιεζεκιήλ.