Θα θυμόμαστε το παρόν στο εγγύς μέλλον; Του Νικόλαου Λεβέντη. H σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα και οι διάλογοι που λαμβάνουν χώρα εντός αυτής θέτουν τις βάσεις λύσεως μελλοντικών προβλημάτων και προβληματισμών, αν έχουμε την τιμιότητα να θυμόμαστε τα μαθήματα που απλόχερα μας παρέχει.
1) Πολλές φορές, εξ αφορμής της σοβούσας πανδημικής κρίσης, τονίστηκε ότι για κάθε θέμα πρέπει να μιλούν μόνο οι επαΐοντες. Κι όμως, ενώ η εν λόγω θέση είναι ορθή, λησμονείται όταν τίθενται εκκλησιαστικά και θεολογικά ζητήματα, αφού τότε όλοι έχουν άποψη.
Πράγματι μόνο οι ειδικοί πρέπει να αρθρώνουν λόγο επί του εκάστοτε ειδικού ζητήματος της στιγμής. Επομένως, στο εγγύς μέλλον, κανένας δημοσιογράφος, φυσικός, ιατρός, λογιστής κ.λπ. δεν θα πρέπει να αρθρώνει λόγο για ζητήματα εκκλησιαστικά και θεολογικά, ει μόνο μόνον αν τυγχάνει να έχει πιστοποιημένες γνώσεις και επί αυτών.
Το «να ακούμε μόνο τους ειδικούς» σημαίνει ότι για τα περί του μαθήματος των θρησκευτικών, της σωτηρίας της ψυχής, του τι εστί αμαρτία και πως ξεφεύγουμε αυτής, περί προβληματισμών της θεολογικής επιστήμης, του τρόπου τέλεσης και του περιεχομένου των ιερών μυστηρίων, περί των σχέσεων Εκκλησίας-Κράτους, περί της μετά θάνατον ζωής κ.λπ. δεν θα δίνετε χώρος και δεν αφιερώνεται χρόνος, στον οιονδήποτε χωρίς γνώση θέλει να έχει γνώμη επί των εκκλησιαστικών και θεολογικών ζητημάτων. Διότι αν ο ιατρός και ο δημοσιογράφος έχουν άποψη για τα εκκλησιαστικο-θεολογικά, δεν μπορεί να αρνούνται στον ιερέα και τον θεολόγο να έχουν λόγο επί των δικών τους επαγγελμάτων.
Τώρα που μάθαμε το «καθείς στο είδος του» πρέπει να το διατηρήσουμε!
2) Είναι αλήθεια πως αν η Εκκλησία μέσω των θεολόγων, των ιερών και των ιεραρχών της εκφράσει κατ’ ακρίβειαν τις θέσεις της στα ποικίλα ζητήματα που ταλανίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο θα μείνει ένα ελάχιστο πλήρωμα πιστών, ένα ευσεβές υπόλοιπο. Γι’ αυτό, η διοικούσα Εκκλησία, σκεπτόμενη φιλάνθρωπα, προσπαθεί να κερδίσει όσο το δυνατόν περισσότερους στην πίστη παρουσιάζοντας την Αλήθεια της με λόγο και τρόπο που να μην επιφέρει συγκρούσεις σε πολιτικό, κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο.
Έτσι, οι συνοδικοί αρχιερείς μας προσπαθούν να βοηθήσουν τον μέσο άνθρωπο να κατανοήσει την εκκλησιαστική διδασκαλία και το μεγαλείο της χριστιανικής πίστης, κάνοντας χρήση του κατ’ οικονομίαν, δηλαδή μιας προσέγγισης που:
α) λαμβάνει υπόψη τις συνθήκες της κάθε στιγμής, και χωρίς να αλλοιώνει το δόγμα της προσαρμόζεται σ’ αυτές και
β) επιτρέπει και στους αμέθεκτους πίστεως και ακατήχητους χριστιανούς να συνδεθούν με την μητέρα τους Εκκλησία.
3) Πώς να μιλήσεις στον σύγχρονο άνθρωπο που είναι γεμάτος επιθυμίες και πάθη, εγωισμό και αλαζονεία, που η γλώσσα του είναι μεγαλύτερη από το μπόι του, και να του πεις να είναι εγκρατής, να ζει όπως έζησαν οι άγιοι και οι αγίες της Εκκλησίας μας, να μην επιτρέπει στον εαυτό του να χρησιμοποιεί το σώμα του ως πορνείο, να επιδιώκει την καθαρότητα της καρδίας του, να προσεύχεται όπως αρμόζει σε ζηλωτή του Θεού;
Πώς να πεις στον σύγχρονο βολεμένο στη ζωή του άνθρωπο ότι πρέπει να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να εγκαταλείψει τα του κόσμου, ότι σπίτι, αυτοκίνητο, εργασία, χρήματα και λοιπές ανέσεις, όλα πρέπει να είναι έτοιμος να τα αφήσει για χάρη αυτού που ονομάζει Κύριο του;
Πώς να κατανοήσει ο σύγχρονος άνθρωπος ότι ο Θεός θρέφει και προστατεύει όσους του δίνονται ολοκληρωτικά, ότι οι νόμοι του Θεού είναι πάνω από των ανθρώπων, ότι για καθετί που πράττει θα δώσει λόγο, ότι η αλαζονική λογική οδηγεί στην καταστροφή; Δυστυχώς, δεν αντέχει να τα ακούσει αυτά ο σύγχρονος άνθρωπος.
Όσοι, όμως, δέχονται αυτά τα λόγια και ζουν σύμφωνα με αυτά είναι το αληθινό ποίμνιο του Θεού! «Άραγε, είμαι αληθινά δούλος και ζηλωτής Θεού;» ας ρωτήσει καθένας τον εαυτό του.
4) Αλλάζουν οι καιροί, ώστε ίσως να μην μακριά η δια νόμου τιμωρία όσων πιστών τολμούν να ανταλλάσσουν χριστιανικές ευχές στο δημόσιο χώρο ή να επιτελούν το σημείο του σταυρού στο άκουσμα της καμπάνας ή να λιτανεύουν τις ιερές εικόνες και τα ιερά σκηνώματα των αγίων της Εκκλησίας. Ίσως σύντομα όλα αυτά να περιορισθούν στην ιδιωτική σφαίρα, ώστε να μην θίγονται όσοι δεν αποδέχονται ως Κύριο τους τον Χριστό. Κι όσοι νομίζουν πως ο σύγχρονος άνθρωπος θα αντιδράσει, πως οι πολίτες δεν θα δεχτούν να συρρικνωθεί η χριστιανικότητα και η ελευθερία τους, γελιούνται οικτρά.
Με την πάροδο του χρόνου, μακάρι να κάνω λάθος, οι Χριστιανοί θα είναι πιο δύσκολα ανεκτή κοινότητα, από άλλες ομάδες ανθρώπων. Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι με περισσή ευκολία ένας κατ΄ ουσίαν Χριστιανός, όχι στα χαρτιά μόνο, υβρίζεται και εμπαίζεται από τον πολιτικό και δημοσιογραφικό όχλο, ο οποίος καθορίζει τις αντιδράσεις του μέσου ανθρώπου, που αναμασά όσα ακούει ανάλογα με τον πολιτικό-ιδεολογική του τοποθέτηση. Δυστυχώς, απονοηματοδοτούμε τις αξίες και τις αρχές μας, διασπούμε το απόλυτο, εκκοσμικεύουμε την πίστη μας, εγκλωβιζόμαστε από την πολιτική ορθότητα και τους ανθρώπινους νόμους.
Η θεόσδοτη ελευθερία του ανθρώπου υποτάσσεται στο κοσμικό δημιούργημα της ελέω ιδεολογικοπολιτικών αποφάσεων ορισθείσας ελευθερίας, ενός πλαισίου δράσης που αιχμαλωτίζει τον άνθρωπο, που ορίζει «τι» και «πως» θα το πει και θα το πράξει, για να μην υποστεί τις συνέπειες της εκτός επιτρεπόμενων ορίων δράσης του.
5) Εντοπίζεται, ακόμα, στην εποχή μας έντονη ρητορική μίσους κατά της Εκκλησίας στο σύνολό της. Όμως, απουσιάζουν άνθρωποι του νομικο-πολιτικού χώρου που να καταδικάζουν τις εκάστοτε επιθέσεις. Εύκολα συκοφαντούν, εύκολα επιρρίπτουν ευθύνες, εύκολα εμπαίζουν, προσέρχονται σε διάλογο μετά της Εκκλησίας με εκ των προτέρων αρνητικά σχηματισθείσες απόψεις, εκβιάζουν την προσαρμογή των ιερουργούντων σε νέα κοινωνικά δεδομένα κ.ά. και ρουθούνι δεν ανοίγει.
Ο άνθρωπος, όμως, προσαρμόζεται στα του Θεού, και όχι το ανάποδο. Ο Θεός δεν αλλάζει θέσεις, είναι αμετακίνητος και αναλλοίωτος. Ούτε η πίστη είναι βιτρίνα καταστήματος, ώστε να επιλέγουμε όσα μας αρέσουν. Συχνά δε προβάλλεται η θέση ότι «όλοι Χριστιανοί είμαστε!», και με άλλοθι αυτή επιτελούνται όλες οι κεκαλυμμένες επιθέσεις στην Εκκλησία και την διδασκαλία της. Η αλήθεια είναι ότι όποιος δεν ζει, δεν στοχάζεται, δεν δρα, δεν ομιλεί όπως ο Χριστός λειτουργεί αντί-χριστα.
Άραγε, που είναι τα αντανακλαστικά της Πολιτείας;
6) Η Εκκλησία κατανοεί την αμαρτία, αλλά δεν την αποδέχεται. Κι, όμως, ο σημερινός άνθρωπος έχει την απαίτηση να αποδεχτεί η Εκκλησία ως φυσικό δικαίωμά του το να αμαρτάνει. Μεθ’ ευλογίας αμαρτία είναι ανήκουστο! H πνευματική νωθρότητα του ανθρώπου τον καθιστά έρμαιο της κοσμικής λογικής. Μα ο Θεός προσεγγίζεται διά της αποταγής της κοσμικής λογικής.
Διά της απάρνησης του εαυτού εγκαταλείπεται η αμαρτία, και διά της υποταγής του ανθρώπου, με την θέλησή του, στο χριστιανικώς και εκκλησιαστικώς ζην ο κτιστός άνθρωπος χαριτώνεται. Έτσι, επιτρέπουμε στον Θεό να επιφέρει την καλή αλλοίωση του ανθρώπου.
Μήπως υπάρχει τρόπος να επιτευχθεί κάτι το ανάλογο εκτός της Εκκλησίας, του σώματος των πιστών;
Όχι! Ούτε οι θετικιστικοί ούτε οι τεχνολογικοί τομείς επιστημών το μπορούν. Επομένως, πρέπει κάποτε ο άνθρωπος να μάθει τη θέση του, να ξεκινήσει να μετρά τα λόγια του και να μην νηπιάζει πνευματικά.
7) Τα φαινόμενα αήθειας και δυσσέβειας επεκτείνονται και στο χώρο του σχολείου. Είναι φυσική συνέχεια της μεταμοντέρνας αποδόμησης της κοινωνίας μας, της καλλιέργειας αντίχριστων προτύπων και της αδιαφορίας των γονιών ως προς το ήθος -ας πάψουμε πιά να συγχέουμε το ήθος με τον ηθικισμό- των παιδιών τους, βίαια φαινόμενα να πλήττουν και τον χώρο της εκπαίδευσης. Πάντοτε κατηγορούμε τους καθηγητές, δικαίως δεδομένης της θέσεως και της ηλιακής ωριμότητάς των, αλλά λησμονούμε την ασέβεια και την αγένεια των νέων της χώρας μας, οι οποίοι χωρίς ίχνος ντροπής επιτίθενται και προσβάλλουν τους δασκάλους τους, τους εκκλησιαστικούς ηγέτες, τους γονείς τους, αλλά και κάθε αρχή που φροντίζει για την διαμόρφωση του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς τους σε υγιή πλαίσια. Για να αναλάβουν οι δάσκαλοι τη μόρφωση των νέων μας, πρέπει κάποτε οι γονείς και οι λοιποί φορείς κοινωνικοποίησης να φροντίσουν για το ήθος τους.
Η προβολή χριστιανικών προτύπων, κατά τη γνώμη μου, μπορεί να συμβάλλει προς αυτή την κατεύθυνση.
8) Tα εκκλησιαστικο-θεολογικά ζητήματα για να προσεγγιστούν αξιοπρεπώς χρειάζεται οι δημοσιογραφούντες και δημοσιολογούντες να αναζητούν πληροφορίες επί αυτών, αντί να μας παρέχουν απλόχερα την άποψη τους, η οποία συχνά αντιβαίνει το Κανονικό Δίκαιο, διαστρεβλώνει το Δόγμα -καιρός πιά να μάθουμε τη διάκριση Δόγματος και δογματισμού-, δεν σέβεται την Εκκλησιαστική Ιστορία. Άνευ γνώσεως έστω βασικών στοιχείων του τρόπου σκέψης και λειτουργίας της Εκκλησίας και της Θεολογίας καμία γνώμη δεν θα έπρεπε να εκφέρεται, διότι ενέχει ο κίνδυνος παροχής ψευδών ή εσφαλμένων πληροφοριών λόγω πλημμελούς κατανόησης του θέματος.
Επιπλέον, χρειάζεται εξοικείωση με το εκκλησιαστικό λεξιλόγιο, όπως άλλωστε και με την τερμινολογία κάθε χώρου. Ενώ δεν πρέπει να διαφύγει την προσοχής μας η σημασία της τοποθέτησης του δημοσιογράφου ή του δημοσιολογούντος «στα παπούτσια του άλλου». Με άλλα λόγια, πρέπει ο κρίνων να βάλει τον εαυτό του στη θέση του κρινόμενου (γνώση της θέσης και του ρόλου του προσώπου), και μέσα από αυτή την οπτική, και με βάση τις γνώσεις που η πραγμάτευση κάθε θέματος απαιτεί, αλλά και λαμβάνοντας υπόψη το ιστορικο-πολιτικο-κοινωνικο-πολιτισμικό συγκείμενο της εποχής, να προχωρήσει στην αξιολόγηση του ζητήματος ή του προσώπου.
Πιστέψτε με ένας τέτοιος άνθρωπος θα έχαιρε της εκτίμησης όλων, ακόμα και όσων διαφωνούν με τις απόψεις του, γιατί θα είχε προβεί σε σοβαρή έρευνα και θα είχε σταθεί στο ύψος τους λειτουργηματικού επαγγέλματός του. Όμως, αντ’ αυτών, φαινόμενα προπαγάνδας, διασποράς ψευδών ειδήσεων και συκοφαντίας κατακλύζουν τόσο τις σελίδες εφημερίδων και ιστοσελίδων, όσο και τηλεοπτικά προγράμματα.
Ας θυμόμαστε πάντως ότι: σεβασμός, τιμιότητα, ενσυναίσθηση, εγκυκλοπαιδική μόρφωση και καλλιέργεια είναι μερικά μόνο από τα αναγκαία προσόντα ενός αξιόλογου επαγγελματία και αξιοπρεπούς ανθρώπου που τολμά να δημοσιογραφεί ή/και δημοσιολαλεί.
Ίσως ήρθε η στιγμή πιά η ράβδος των ιεραρχών μας να χτυπήσει τις ράχες των λογικών προβάτων που ξεστρατίζουν. Το ποσοστό της αποστασίας διαρκώς αυξάνεται, η Αλήθεια της Εκκλησίας τίθεται εσκεμμένα στο περιθώριο της επιστημονικής σκέψης, η Εκκλησία εργαλειοποιείται σε πολιτικό επίπεδο, η θρησκευτική εμπειρία και έκφραση περιορίζονται στην ιδιωτική σφαίρα, η ρητορική μίσους και η προπαγάνδα μαίνονται ακατάπαυστα εναντίον της, τα ανθρώπινα δικαιώματα βρίσκονται σε κατάσταση υπερτροφίας, προωθείται η δημιουργία μιας πανανθρώπινης θρησκείας του ανθρωπισμού, δηλαδή μιας παγανιστικής θρησκείας που προσκυνά και υμνεί τον αμαρτωλό άνθρωπο.
Ουσιαστικά, πρόκειται μια απάνθρωπη πίστη, που κρατά τον άνθρωπο δέσμιο στα πάθη και τους λογισμούς, που τον καλεί να λατρεύει ως είδωλα τα δημιουργήματά του, που τον αποχαυνώνει, ώστε να μην μπορεί να συλλογιστεί τις συνέπειες του τρόπου ζωής και σκέψης του τόσο στο παρόν όσο και εσχατολογικά, που επιχειρεί να θεοποιήσει την ανθρωπότητα μέσω των δημιουργημάτων της, και όχι μέσω του χριστιανικώς ή δικαίως ζην.
Θα θυμόμαστε το παρόν στο εγγύς μέλλον; Όχι! Σίγουρα όχι! Δεν έχουμε την εντιμότητα να το κάνουμε ούτε το ήθος για να το υπηρετήσουμε.
Νικόλαος Λεβέντης, θεολόγος
Φωτογραφία: Giannis Papanikos