Με επισκέφθηκε κάποτε ένας Αγιορείτης Ιερομόναχος, πού είχε έρθει στη Ρωσία για έρανο. Καθίσαμε στον προθάλαμο του κελιού μου. "Προσευχήσου για μένα, πάτερ", άρχισε να μου λέει, "γιατί κοιμάμαι πολύ και τρώγω πολύ...". Καθώς μιλούσε, αισθάνθηκα να με τυλίγει μια θερμότητα, πού έβγαινε από μέσα του. Του είπα, λοιπόν: "Ούτε τρως πολύ, ούτε κοιμάσαι πολύ. Μήπως, όμως, υπάρχει μέσα σου κάτι το ξεχωριστό;". Τον παρακάλεσα να περάσει στο κελί μου.
Προχωρώντας μπροστά του, για ν’ ανοίξω την πόρτα, παρακαλούσα νοερά τον Θεό να χαρίσει στην πεινασμένη ψυχή μου ωφέλεια από τον Αγιορείτη Ιερομόναχο, αν πραγματικά ήταν γνήσιος δούλος Του, επειδή ακριβώς παρατήρησα σ’ αυτόν κάτι το ξεχωριστό. Καθίσαμε πάλι για να συζητήσουμε, μέσα στο κελί μου αυτή τη φορά. “Κάνε έλεος”, άρχισα να τον παρακαλώ, “και δίδαξε με την προσευχή! Εσύ ζεις στη μοναδική μοναχική πολιτεία της γής, ανάμεσα σε χιλιάδες μοναχούς.
Σ’ εκείνο τον τόπο και ανάμεσα σε τόσο πλήθος μοναχών θα βρίσκονται οπωσδήποτε μεγάλοι εργάτες της προσευχής, γνώστες της μυστικής της ενέργειας και διδάσκαλοι της, όπως ήταν ό άγιος Γρηγόριος ό Σιναΐτης, ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς και πολλοί άλλοι φωστήρες τού “Άθωνα”.
Ό ιερομόναχος αμέσως συμφώνησε να με διδάξει. Και, ώ, τί φρίκη! Όλος έξαψη, άρχισε να μου δείχνει τον τρόπο της φαντασιοκοπικής προσευχής για τον όποιο μιλήσαμε παραπάνω. Μα τί φοβερή έξαψη ήταν εκείνη! Είχαν φουντώσει και το αίμα του και ή φαντασία του μέσα στην αυταρέσκεια του και τον αυτοθαυμασμό του, μέσα στην αυταπάτη του και την πλάνη του.
Αφού τον άφησα να εκφραστεί, άρχισα λίγο-λίγο να εκθέτω τη διδασκαλία των αγίων πατέρων για την προσευχή, υποδεικνύοντας του σχετικά έργα από τη Φιλοκαλία και παρακαλώντας τον να μου εξηγήσει αύτη τη διδασκαλία. Ό Αγιορείτης έπεσε σε τέλεια αμηχανία. Διαπίστωσα πώς είχε πλήρη άγνοια της διδασκαλίας των πατέρων για την προσευχή!
Στη συνέχεια, λοιπόν, του λέω: “Πρόσεξε, γέροντα! Στο σπίτι όπου θα εγκατασταθείς, στην Πετρούπολη, να μείνεις οπωσδήποτε στον κάτω όροφο, όχι στον πάνω”. “Γιατί;”, απόρησε. “Γιατί μπορεί ξαφνικά να σε αρπάξουν άγγελοι, για να σε μεταφέρουν από την Πετρούπολη στον Άθωνα. “Αν σε μεταφέρουν, λοιπόν, από τον πάνω όροφο και, φτάνοντας στον Άθωνα, σε αφήσουν να πέσεις, θα σκοτωθείς. Αν, όμως, σε μεταφέρουν από τον κάτω όροφο, τότε, πέφτοντας, μόνο θα τραυματιστείς”. “Πραγματικά”, αποκρίθηκε ό Αγιορείτης, “πολλές κιόλας φορές, όταν προσευχόμουνα, ζωηρή μου ερχόταν ή σκέψη ότι άγγελοι θα με άρπαζαν και θα με πήγαιναν στον ‘Άθωνα!”.
Όπως αποκαλύφθηκε, φορούσε κατάσαρκα σιδερένιες αλυσίδες, δεν κοιμόταν σχεδόν καθόλου, έτρωγε ελάχιστα και ένιωθε το σώμα του τόσο ζεστό, πού τον χειμώνα δεν χρειαζόταν χοντρά ρούχα.
Στο τέλος της συζητήσεως μας σκέφτηκα να τού φερθώ με τον εξής τρόπο: Άρχισα να τον παρακαλώ να δοκιμάσει, νηστευτής και αγωνιστής καθώς ήταν, τη μέθοδο πού μάς έχουν παραδώσει οι άγιοι πατέρες, σύμφωνα με την όποια ό νους, εντελώς απαλλαγμένος από κάθε ρεμβασμό, βυθίζεται όλος με προσοχή στα λόγια της προσευχής, κλείνεται και συμμαζεύεται μέσα στα λόγια της προσευχής, όπως λέει ό όσιος Ιωάννης ό Σιναΐτης.
Τότε και ή καρδιά συνήθως συντρέχει τον νου με το ψυχοσωτήριο αίσθημα της λύπης για τις αμαρτίες. «Όταν ό νους προσεύχεται χωρίς περισπασμό, προσεκτικά και επίμονα, πιέζει και συντρίβει την καρδιά», λέει ό όσιος Μάρκος ό Ασκητής. «Και μια καρδιά γεμάτη συντριβή και ταπείνωση, ό θεός δεν θα την εξουθενώσει». “Όταν, λοιπόν, δοκιμάσεις εσύ αυτή τη μέθοδο”, είπα στον Αγιορείτη, “τότε πληροφόρησε κι εμένα για τούς εμπειρικούς καρπούς της, μια και στη δική μου εξωστρεφή ζωή δεν ταιριάζει τέτοια προσευχητική άσκηση”. Ό Ιερομόναχος πρόθυμα δέχτηκε την πρόταση μου.
Υστερ’ από λίγες μέρες έρχεται και μου λέει: “Τί μου έκανες!”. “Τί;”. “Να, μόλις προσπάθησα να προσευχηθώ με προσοχή, συγκεντρώνοντας τον νου μου στα λόγια της προσευχής, όλα τα οράματα μου χάθηκαν και δεν ξαναπαρουσιάστηκαν”.
Στις επόμενες συζητήσεις μας δεν είχε πια, όπως στην πρώτη μας συνάντηση, αυτοπεποίθηση και παρρησία, χαρακτηριστικά των ανθρώπων πού βρίσκονται σε αυταπάτη, νομίζοντας ότι είναι άγιοι ή τουλάχιστον προχωρημένοι στην πνευματική ζωή. Ζήτησε, μάλιστα, και τη φτωχή μου συμβουλή. Όταν τού σύστησα να μην ξεχωρίζει εξωτερικά από τούς υπόλοιπους μοναχούς, γιατί έτσι οδηγείται στην υψηλοφροσύνη, έβγαλε από πάνω του τις αλυσίδες και μού τις έδωσε.
Ένα μήνα αργότερα ήρθε πάλι και μού είπε πώς ή σωματική του θερμότητα είχε υποχωρήσει, πώς ένιωθε πια την ανάγκη να φοράει ζεστά ρούχα και πώς κοιμόταν πολύ περισσότερο. Δεν παρέλειψε, πάντως, να επισημάνει ότι και πολλοί άλλοι Αγιορείτες, από κείνους μάλιστα πού φημίζονταν για την αγιότητα τους, χρησιμοποιούσαν την ίδια μέθοδο προσευχής πού χρησιμοποιούσε κι αυτός, διδάσκοντας την συνάμα και σε άλλους.
Είναι εντυπωσιακό! Ό όσιος Συμεών ό Νέος Θεολόγος, πού έζησε πριν από οκτώ περίπου αιώνες, έλεγε ότι με την προσεκτική προσευχή ασχολούνται πολύ λίγοι.
Ό Όσιος Γρηγόριος ό Σιναΐτης (6 Απριλίου), πού έζησε τον 14ο αιώνα, όταν πήγε στον Άθωνα, βρήκε τούς πολυάριθμους μοναχούς του να επιδίδονται σε σωματικές ασκήσεις και να προσεύχονται προφορικά ή μελωδικά, μην έχοντας την παραμικρή γνώση για τη νοερά προσευχή.
Ό Όσιος Νείλος Σόρσκι (7 Απριλίου), πού έζησε από τα μέσα του 15ου ως τις αρχές του 16ου αιώνα και πού επίσης επισκέφθηκε τον Άθωνα, γράφει ότι στην εποχή του ό αριθμός των εργατών της προσεκτικής προσευχής ήταν εντελώς ασήμαντος.
Ό στάρετς Παΐσιος Βελιτσκόφσκι (15 Νοεμβρίου) το 1747 πήγε από τη Μολδαβία στο Άγιον Όρος, όπου πέρασε απ’ όλες σχεδόν τις μονές και τις σκήτες. Συζήτησε με πολλούς γέροντες κοινά παραδεκτούς ως έμπειρους και αγιασμένους.
Όταν, Όμως, άρχισε να τούς ρωτά για τα έργα των άγιων πατέρων πού ασχολήθηκαν με τη νοερά προσευχή, αποδείχθηκε πώς αγνοούσαν όχι μόνο την ύπαρξη τέτοιων κειμένων, αλλά και τα ονόματα των ιερών συγγραφέων τους. Τότε δεν είχε εκδοθεί ακόμα ή Φιλοκαλία στην ελληνική γλώσσα. Ή πρώτη έκδοση της έγινε το 1782 στη Βενετία.
Ή προσεκτική προσευχή απαιτεί αυταπάρνηση, και ελάχιστοι είναι εκείνοι πού αποφασίζουν ν’ απαρνηθούν τον εαυτό τους. Όποιος αυτοσυγκεντρώνεται με προσοχή, όποιος στέκεται αμήχανος μπροστά στην αμαρτωλότητα του, όποιος αποφεύγει την πολυλογία και, γενικά, τον εντυπωσιασμό και τον θεατρινισμό, αυτός φαίνεται περίεργος, προβληματικός και σε όλα μειονεκτικός, σ’ όσους δεν γνωρίζουν την κρυφή εργασία του.
Είναι εύκολο, άραγε, να αποδεσμευτεί κανείς από τη γνώμη του κόσμου; Και πώς να γνωρίσει ό κόσμος τον εργάτη της αληθινής προσευχής, αφού αγνοεί εντελώς αυτή την άσκηση;
Ωστόσο, σαν να μη φτάνει αυτό, έχουμε και τον αύταπατημένο εργάτη της προσευχής! Δεν τρώει, δεν πίνει, δεν κοιμάται, τον χειμώνα ντύνεται μ’ ένα ράσο μόνο, φοράει αλυσίδες, βλέπει οράματα. Όλους τούς διδάσκει και όλους τούς ελέγχει με θρασύτητα και με προπέτεια, χωρίς λογική και χωρίς ειρμό, μέσα σε μιαν εμπαθή έξαψη και εξαιτίας αυτής της θλιβερής, της ολέθριας εξάψεως. Άγιος και μόνο!
Από τον παλιό καιρό παρουσιάζονται στην κοινωνία των ανθρώπων κάτι τέτοιοι, πού παραπλανούν και παρασύρουν πολλούς. «Ανέχεστε», γράφει ό απόστολος Παύλος στους χριστιανούς της Κορίνθου, «όποιον σάς καταπιέζει, οποίον σάς εκμεταλλεύεται, όποιον σάς εξαπατά, όποιον σάς παριστάνει τον σπουδαίο, όποιον σάς χαστουκίζει».
Ό ίδιος, προσθέτει, όταν βρισκόταν στην Κόρινθο, δεν μπορούσε να φερθεί με θρασύτητα και σκληρότητα- ή συμπεριφορά του ήταν σφραγισμένη με τη σεμνότητα, «με την πραότητα και την επιείκεια του Χριστού».
Οι περισσότεροι από τούς ασκητές της Δυτικής Εκκλησίας, πού προβάλλονται ως κορυφαίοι άγιοι από την ίδια -μετά την αποκοπή της από την Ανατολική Εκκλησία και την εγκατάλειψη της από το Άγιο Πνεύμα-, προσεύχονταν με τον τρόπο πού ανέφερα και έβλεπαν οράματα, προφανώς ψεύτικα. Αυτοί οι δήθεν άγιοι βρίσκονταν στην πιο φρικτή δαιμονική πλάνη.
Ή πλάνη αναπτύσσεται φυσικά στο έδαφος της βλασφημίας, όπως είναι ή διαστρέβλωση της δογματικής πίστεως από τους αιρετικούς. Το βίωμα των Λατίνων ασκητών, το αγκαλιασμένο με την πλάνη, χαρακτηριζόταν πάντοτε από την παράφορα, τον φανατισμό, πού ήταν συνέπεια της εξαιρετικής και εμπαθούς εξάψεως τους.
Σε τέτοια κατάσταση βρισκόταν ό Ιγνάτιος Λογιόλα, ιδρυτής τού τάγματος των Ιησουϊτών μοναχών. Ή φαντασία του ήταν τόσο ευέξαπτη και ικανή, πού, όπως ό ίδιος βεβαίωνε, έφτανε μόνο να το ήθελε και να προκαλούσε έντονη αυθυποβολή, και αμέσως παρουσιάζονταν μπροστά στα μάτια του, ανάλογα με την επιθυμία του, είτε ό παράδεισος είτε ή κόλαση.
Ή εμφάνιση τού παραδείσου και της κολάσεως δεν γινόταν μόνο με την ενέργεια της ανθρώπινης φαντασίας, ή όποια δεν επαρκεί γι` αυτό, αλλά και με την ενέργεια των δαιμόνων. Αυτοί ένωναν την πλούσια ενέργεια τους με την ισχνή ανθρώπινη ενέργεια, προσθέτοντας ενέργεια στην ενέργεια, συμπληρώνοντας την ενέργεια με ενέργεια, με παραχώρηση, βέβαια, της ελεύθερης βουλήσεως του άνθρωπου, πού διάλεξε και ακολούθησε την οδό του ψεύδους.
Είναι γνωστό ότι στους αληθινά αγίους του Θεού τα οράματα χαρίζονται μόνο με την ευδοκία και τη χάρη τού Θεού, όχι με τη θέληση και την οποιαδήποτε προσωπική προσπάθεια του άνθρωπου και χαρίζονται απροσδόκητα, πολύ σπάνια και σε περιπτώσεις ιδιαίτερης ανάγκης, σύμφωνα με τη θαυμαστή βούληση του Θεού και ποτέ στην τύχη
Σ.ι.Μ.: Ό διαβόητος Ιγνάτιος Λογιόλα (1491-1556) Ίδρυσε το τάγμα του το 1539. Συνέγραψε τα μυστικιστικά έργα Πνευματικό ημερολόγιο και Πνευματικές ασκήσεις. Από τούς παπικούς τιμάται ως άγιος (31 Ιουλίου).
ΑΓΙΟΥ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΜΠΡΙΑΝΤΣΑΝΙΝΩΦ