Του Πρωτοπρεσβυτέρου Θεόδωρου Ζήση
Ὁμότιμου Καθηγητὴ Α.Π.Θ.
1. Η Κωνσταντινούπολη εγκαταλείπει την Ορθόδοξη Παράδοση και αναγνωρίζει εκκλησιαστικότητα στους αιρετικούς.
Ο συνοδικός θεσμός δεν έπαυσε ποτέ να λειτουργεί στη ζωή της Εκκλησίας. Και μετά τις θεωρούμενες από όλους επτά οικουμενικές συνόδους, με τελευταία την Ζ´ της Νικαίας (787), και τις μετά ταύτα θεωρούμενες από πολλούς ως Η´ και Θ´, την επί Μ. Φωτίου δηλαδή το 879 και την επί Αγίου Γρηγορίου Παλαμά του 1341/1351, συνήλθαν πολλές σύνοδοι με ευρύτερη η μικρότερη σύνθεση και με σπουδαίο συνοδικό έργο.
᾽Ακόμη και κατά την Τουρκοκρατία και σε όλη την διάρκεια του 19ου αιώνος πάμπολλες σύνοδοι, με την συμμετοχή τις περισσότερες φορές και των πατριαρχών Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων ως και ιεραρχών από τα πρεσβυγενή αυτά πατριαρχεία, αντιμετώπισαν τα ανακύψαντα θέματα στην ζωή της Εκκλησίας, ιδιαίτερα τον προσηλυτισμό Ορθοδόξων πιστών από παπικούς και προτεστάντες ιεραποστόλους. Δεν έπαυσε πάντως η Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, υπό καθεστώς δουλείας και αιχμαλωσίας, να οργανώνει με την δέουσα ιεροπρέπεια τα της διοικήσεως και της λατρείας της. Πλην της Αγίας και Μεγάλης Ρωσίας, όλες σχεδόν οι ορθόδοξες χώρες ήσαν υπό τον Οθωμανικό ζυγό.
Η παρακμή των Οθωμανών και η δημιουργία νέων κρατών, με την παραχώρηση αυτοκεφαλίας στις κατά τόπους εκκλησίες, εμείωσαν το ποίμνιο της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως και περιόρισαν την δικαιοδοσία της, έδωσαν όμως νέα δυναμική στα νέα ορθόδοξα κράτη να οργανώσουν ελεύθερα τα του εκκλησιαστικού βίου και να λαμπρύνουν την Ορθόδοξη πίστη και ζωή. Οι μεταξύ τους βέβαια ανταγωνισμοί και εθνοφυλετισμοί, που έφθασαν κάποιες φορές και μέχρι των πολεμικών συγκρούσεων, παρεμπόδιζαν την έκφραση της ενότητας των αυτοκεφάλων εκκλησιών και έδιναν την εικόνα μιάς διεσπασμένης Εκκλησίας, μολονότι δεν υπήρχε τίποτε που να τις χωρίζει στο δόγμα, στη λατρεία και στην διοίκηση. Η μετά τους βαλκανικούς πολέμους και τον α´ παγκόσμιο πόλεμο σταθεροποίηση της πολιτικής καταστάσεως δεν διήρκεσε πολύ, διότι ακολούθησαν η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 στη Ρωσία, που έθεσε την μεγαλύτερη και πιο δυνατή ορθόδοξη χώρα και την Εκκλησία της σε σκληρό αντιχριστιανικό διωγμό, δέσμια της κομμουνιστικής δικτατορίας και θηριωδίας, κατάσταση που επεκτάθηκε σε λίγο και στις άλλες βαλκανικές χώρες, πλην της Ελλάδος. Ήλθε κατόπιν η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, με τα εκατομμύρια των Ελλήνων προσφύγων που εγκατέλειψαν τις πατρογονικές τους εστίες και απογύμνωσαν από ποίμνιο την ήδη αποδυναμωμένη από τις αυτοκεφαλίες «Εκκλησία των του Χριστού πενήτων», που έγινε τώρα φτωχότερη.
Στην Δύση, που δεν γνώρισε την ισλαμική τυραννία και δικτατορία, ο Παπισμός γεμάτος υπερηφάνεια και αυτοπεποίθηση συγκάλεσε το 1870 την Α´ Βατικάνειο Σύνοδο ως Οικουμενική, και εδογμάτισε το πρωτείο και το αλάθητο του πάπα, ενώ οι Προτεστάντες διηρημένοι και διεσπασμένοι οργάνωσαν από το τέλος του 19ου αιώνος την Οικουμενική Κίνηση που οδήγησε στην εξωτερική τους έστω ενότητα στο λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών». Μέσα σ᾽ αυτές τις παγκόσμιες και διαχριστιανικές διεργασίες θελήσαμε και οι Ορθόδοξοι να δώσουμε το παρόν, για να μην είμαστε δήθεν απομονωμένοι και αποδυναμωμένοι, αλλά όλος μαζί ο χριστιανικός κόσμος, ενωμένος και δυνατός, να αντιμετωπίσουμε την διπλή απειλή του αθειστικού Κομμουνισμού και του επιθετικού Ισλάμ. Εγκαταλείψαμε έτσι την παραδοσιακή αντιμετώπιση των Δυτικών ως αιρετικών, αλλά και ως πολιτικά και πολιτιστικά πιο επικίνδυνων από το Ισλάμ, και αρχίσαμε να ερωτοτροπούμε με την Δύση με την περίφημη οικουμενιστική εγκύκλιο του 1920, που απέστειλε το Οικουμενικό Πατριαρχείο «Προς τας απανταχού Εκκλησίας του Χριστού», ονομάζοντας για πρώτη φορά σε συνοδικό έγγραφο τους αιρετικούς Παπικούς και Προτεστάντες ως «εκκλησίες»[1].
Κοντεύουν να κλείσουν από τότε εκατό χρόνια, και η αντιπαραδοσιακή αυτή και εκκλησιολογικά απαράδεκτη εκτροπή της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως να μεταμορφώσει τις αιρέσεις σε «εκκλησίες», να χορηγήσει με συνοδικό έγγραφο εκκλησιαστικότητα στους αιρετικούς, αποκτά τώρα με την «Σύνοδο» της Κρήτης πανορθόδοξη συνοδική κατοχύρωση με το προβληματικό κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», που διαιρεί και διχάζει την Εκκλησία. Η αιχμάλωτη τώρα στον Οικουμενισμό της Δύσεως Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως προσπαθεί να παρασύρει και να πείσει τις άλλες ορθόδοξες τοπικές εκκλησίες, ως προκαθημένη και ως Μητέρα Εκκλησία των νεωτέρων αυτοκεφάλων εκκλησιών, ότι οι καιροί άλλαξαν, ότι η Πατερική Παράδοση και οι Ιεροί Κανόνες, που απαγορεύουν την κοινωνία με τους αιρετικούς και τις συμπροσευχές, πρέπει να αλλάξουν, να προσαρμοσθούν στις δήθεν νέες ανάγκες των καιρών, οι κήρυκες των οποίων μοναδικό στόχο έχουν να προκαλέσουν διαιρέσεις και σχίσματα στο σώμα της Εκκλησίας με το να αρνούνται την αποκλειστικότητα της σωτηρίας εν Χριστώ και την εκκλησιαστική αποκλειστικότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως της μόνης Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, όντως εχθροί του Χριστού και της δι᾽ Αυτού σωτηρίας.
2. Μελέτιος Μεταξάκης, Αθηναγόρας, Βαρθολομαίος, οι τρεις σκυταλοδρόμοι του Οικουμενισμού
Ήδη η Ημερολογιακή Μεταρρύθμιση το 1924 με πρωτεργάτη τον μασόνο πατριάρχη Μελέτιο Μεταξάκη, επιβληθείσα πραξικοπηματικώς, χωρίς πανορθόδοξη απόφαση, ετραυμάτισε και τραυματίζει σκληρά μέχρι σήμερα την εορτολογική ενότητα των Ορθοδόξων[2], ενώ η έκτοτε αρξαμένη συζήτηση για σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου με βασική θεματολογία οικουμενιστική, που όρισε ο εν λόγω καινοτόμος πατριάρχης, έθεσε δυστυχώς τις βάσεις και τα θεμέλια όχι για μία αληθινά Ορθόδοξη Σύνοδο, αλλά για μία ψευδοσύνοδο οικουμενιστικών προδιαγραφών, βασικός στόχος της οποίας δεν ήταν η επίλυση επειγόντων και φλεγόντων θεμάτων, αλλά η νομιμοποίηση των αιρέσεων ως εκκλησιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ στον κατάλογο των θεμάτων γράφτηκαν και διαγράφτηκαν πολλά θέματα, μερικά από τα οποία όντως φλέγοντα, όπως το Ημερολογιακό, της χορηγήσεως αυτοκεφάλου και άλλα, το μόνο που παρέμεινε από τότε σταθερά και δεν ετόλμησε κανείς να το θίξει είναι το θέμα «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», ήτοι «Σχέσεις της Εκκλησίας προς τις αιρέσεις και τα σχίσματα», που, επειδή είναι δεδομένες και αμετάβλητες με βάση την Αγία Γραφή και τους Πατέρες, προσπαθούν να τις αλλάξουν και να προκαλέσουν νέα σχίσματα και διαιρέσεις.
Η μεταξάκεια περίοδος δεν είχε καλή συνέχεια και λόγω αντιδράσεων στο σώμα της ιεραρχίας στην Κωνσταντινούπολη και λόγω απροθυμίας των λοιπών αυτοκεφάλων εκκλησιών να ακολουθήσουν τις καινοτομίες της Κωνσταντινούπολης, όπως φάνηκε από τα απαντητικά γράμματά τους στις ανιχνευτικές των προθέσεών τους πατριαρχικές και συνοδικές εγκυκλίους των ετών 1902 και 1904 του πατριάρχου Ιωακείμ του Γ´. Την σκυτάλη του Οικουμενισμού παρέλαβε από τον Μεταξάκη ο πατριάρχης Αθηναγόρας, που κατέλαβε τον πατριαρχικό θρόνο το 1948 με βίαιη έξωση του προκατόχου του Μαξίμου του Ε´, πρόσωπο της εμπιστοσύνης των Αμερικανών και γνωστών μυστικών εταιρειών, των οποίων ήτο μέλος. Δεν θα προχωρήσω σε άλλες αναλύσεις, γιατί τα πράγματα είναι γνωστά στους περισσοτέρους. Αυτό που αξίζει να αναφερθεί είναι ότι η ενότητα του χριστιανικού κόσμου επιδιώχθηκε από τους σχεδιαστάς εις βάρος του κύρους και της αξιοπρέπειας της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, της Ορθοδόξου Εκκλησίας, με πρωτεργάτη τον Αθηναγόρα, με δύο απαράδεκτες εκκλησιολογικά κινήσεις. Να γίνουν μέλη του παναιρετικού προτεσταντικού «Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών» (ποιων «Εκκλησιών»;) σταδιακά όλες οι αυτοκέφαλες ορθόδοξες εκκλησίες, πρωτοστατούσης της Κωνσταντινουπόλεως, και να αρχίσει η προσέγγιση με τους Παπικούς, οι οποίοι τη επιδράσει των αυτών κύκλων είχαν αρχίσει να εγκαταλείπουν την αυστηρή εκκλησιολογική τους αποκλειστικότητα, και να αναγνωρίζουν κάποια στοιχεία εκκλησιαστικότητας στους εκτός της παπικής μάνδρας Χριστιανούς. Είναι εξόχως χαρακτηριστικό, και έχει επισημανθή από πολλούς, ότι την ίδια εποχή που προετοιμαζόταν και λειτουργούσε η Β´ Βατικάνειος Σύνοδος (1962-1965) την ίδια εποχή και με παρόμοια εκκλησιολογική γραμμή καλούσε ο Αθηναγόρας στην Ρόδο τις τρεις «Πανορθόδοξες Διασκέψεις» (1961, 1963, 1964) και την τετάρτη στο Chambésy της Γενεύης (1968), οι οποίες καθόρισαν και τον πρώτο κατάλογο θεμάτων της μελλούσης να συνέλθει Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και οδήγησαν στις «Διορθόδοξες Προπαρασκευασταστικές Επιτροπές» και στις «Προσυνοδικές Διασκέψεις» από το 1971 μέχρι την σύγκληση της «Συνόδου» της Κρήτης τον Ιούνιο του 2016. Επί πενήντα πέντε έτη (55) μετά την «Α´ Πανορθόδοξη Διάσκεψη» της Ρόδου (1961) και επί σαράντα πέντε έτη (45) μετά την «Α´ Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Επιτροπή» στην Γενεύη (1971) και σαράντα έτη (40) μετά την «Α´ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη» στην Γενεύη (1976), ετοιμάζεται και μαγειρεύεται και κοσκινίζεται η πολυθρύλητη και προσδοκώμενη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Και ποιο είναι το αποτέλεσμα; Η ψευδοσύνοδος της Κρήτης του Ιουνίου του 2016.
Ουδέποτε στην ιστορία της Εκκλησίας χρειάσθηκε τόσος χρόνος για να ετοιμασθεί μία σύνοδος, διότι οι σύνοδοι αντιμετώπιζαν πάντοτε φλέγοντα και επείγοντα θέματα, που δεν επέτρεπαν χρονικές καθυστερήσεις και παρατάσεις, αλλά απαιτούσαν άμεση αντιμετώπιση. Που οφείλεται άραγε αυτή η καθυστέρηση και αδυναμία να συγκαλέσουμε μία μεγάλη σύνοδο οικουμενικών προδιαγραφών, που να ανταγωνίζεται, να στέκεται επάξια απέναντι στην Β´ Βατικάνειο Σύνοδο, η οποία προετοιμάσθηκε τάχιστα, έλαβαν μέρος 2.500 επίσκοποι, έναντι των 150 στην δική μας «μεγάλη» της Κρήτης, διήρκεσε όχι μία εβδομάδα, αλλά δύο έτη, και παρήγαγε θεολογικά κείμενα με τα οποία μέχρι σήμερα ασχολείται η θεολογική έρευνα, ακόμη και η Ορθόδοξη, και γενικώς συγκέντρωσε το παγκόσμιο ενδιαφέρον επί μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ η δική μας χάθηκε και εξαφανίσθηκε, όσο ακόμη διαρκούσε η βραχύβια, μερικών ημερών, ζωή της; Γιατί τόση βία και σπουδή να κλείσουν γρήγορα τα θέματα, να μη δίνεται επαρκής χρόνος στις συζητήσεις, να μη μετέχουν όλοι οι επίσκοποι, να μην έχουν όλοι δικαίωμα ψήφου, να μην είναι ανοικτές οι συζητήσεις όχι μόνον στους δημοσιογράφους, αλλά και στον κλήρο και στον λαό, και να φυλάσεται από αστυνομικές δυνάμεις ο περιβάλλων χώρος; Γιατί φοβόμαστε το πλήρωμα της Εκκλησίας, αν οι αποφάσεις μας είναι θεάρεστες, ευαγγελικές και πατερικές;
3. Γιατί διήρκεσε τόσο πολύ η προσυνοδική διαδικασία;
Η απάντηση δεν είναι δύσκολη. Από την αρχή οι σκοποί της «Συνόδου» δεν εκινούντο στην ορθόδοξη συνοδική παράδοση, η οποία βασικώς προϋποθέτει ότι κάθε σύνοδος ακολουθεί και σέβεται τις αποφάσεις των προηγουμένων συνόδων «επομένη τοις Αγίοις Πατράσι»· καταδικάζει τις συμπροσευχές που εκείνες απαγόρευσαν και τις αιρέσεις που εκείνες κατεδίκασαν, σαν να είναι όλες οι σύνοδοι συνεδρίες μιάς και της αυτής συνόδου. Καταπολεμεί και αναθεματίζει νέες αιρέσεις που εμφανίσθηκαν και ανησυχούν το πλήρωμα της Εκκλησίας, αντιμετωπίζει ποιμαντικά και διοικητικά προβλήματα και γενικώς φροντίζει να τηρείται απαρασάλευτα η ευαγγελική και Πατερική Παράδοση. Τίποτε από όλα αυτά δεν έπραξε η Σύνοδος της Κρήτης, αλλά ακριβώς τα αντίθετα. Όχι μόνο δεν επανέλαβε την καταδίκη των αιρέσεων που οι παλαιές σύνοδοι κατεδίκασαν, όπως του Μονοφυσιτισμού, του Παπισμού και του Προτεσταντισμού, αλλά αντίθετα τις ονόμασε εκκλησίες. Αντί να καταδικάσει την νέα παναίρεση του Οικουμενισμού, την εισήγαγε συνοδικά μέσα στην Εκκλησία επαινώντας τα απαράδεκτα κείμενα των Θεολογικών Διαλόγων και την εξευτελιστική συμμετοχή μας στο λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών», δηλαδή στο προτεσταντικό «Παγκόσμιο Συμβούλιο Αιρέσεων». Απέφυγε να καταδικάσει τις συμπροσευχές με τους αιρετικούς, οι οποίες έγιναν πλέον συρμός και μόδα· αντίθετα τις επεκύρωσε με την συμπροσευχή των ετεροδόξων παρατηρητών στις διάφορες ακολουθίες. Δεν ασχολήθηκε, αντίθετα διέγραψε από την θεματολογία το καυτό και επείγον θέμα του Ημερολογίου, δεν έλυσε το θέμα της Διασποράς ούτε του αυτοκεφάλου, και απλώς ενόμισε ότι καλύπτει όλα αυτά τα κενά με γενικόλογες θεολογικές διακηρύξεις στο μήνυμα και στην εγκύκλιο που εξαπέστειλε.
Η ορθόδοξη και παραδοσιακή αντιμετώπιση όλων αυτών των θεμάτων δεν ήταν επιθυμητή στους σχεδιαστάς της «Συνόδου». Σε κάθε φάση της μακρόχρονης προετοιμασίας η αγρυπνούσα συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας ήγειρε αντιρρήσεις. Σεβαστοί Γέροντες και Άγιοι νεώτεροι της Εκκλησίας, όπως και μαχητικοί επίσκοποι της Εκκλησίας, το Άγιον Όρος σύσσωμο, η πάλαι ποτέ παραδοσιακή Εκκλησία της Ελλάδος, πολλοί καθηγηταί των Θεολογικών Σχολών, χριστιανικές αδελφότητες και σωματεία, και πλήθος πιστών, αντιδρούσαν στην σύγκληση της Συνόδου[3], διότι εγνώριζαν τους αντορθόδοξους στόχους της. Δεν είχαμε εδώ τον αλάθητο και πρώτο πάπα για να κάνει ο,τι θέλει, όπως έκανε με την Β´ Βατικάνειο Σύνοδο, η οποία ας σημειωθεί, παρά τις κάποιες εκσυγχρονιστικές και προτεσταντίζουσες αποφάσεις της, δεν έθιξε καθόλου τα ουσιώδη εκκλησιολογικά δόγματα του Παπισμού. Καθυστερούσαν, λοιπόν, κοσκίνιζαν και μαγείρευαν οι μάγειροι του Οικουμενισμού, μέχρις ότου αλλάξουν επί το ευνοικώτερο οι συνθήκες για την σύγκληση της οικουμενιστικής τους «Συνόδου». Αυτός είναι ο λόγος της μακροχρόνιας προετοιμασίας και αντιπαραδοσιακής καθυστέρησης. Δεν τους έβγαινε η οικουμενιστική «Σύνοδος», που θα διέκοπτε την συνέχεια της Συνοδικής Πατερικής Παραδόσεως.
Η αιφνίδια επίσπευση της σύγκλησης της «Συνόδου» από τον τρίτο μεγάλο σκυταλοδρόμο του Οικουμενισμού, τον πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, μετά τους Μελέτιο Μεταξάκη και Αθηναγόρα, οφείλεται στην εκτίμηση, ότι το κλίμα τώρα είναι ευνοικό. Η παραδοσιακή και συντηρητική μέχρι του αειμνήστου αρχιεπισκόπου Σεραφείμ Εκκλησία της Ελλάδος, άλλαξε πορεία και πλεύση προς τον Οικουμενισμό· στο Άγιον Όρος έχουν εμφυτευθή οικουμενιστικοί πυρήνες που το διχάζουν και το εμποδίζουν να εκφρασθεί παραδοσιακά· οι Θεολογικές Σχολές έχουν υιοθετήσει με συντριπτική πλειοψηφία των καθηγητών το οικουμενιστικό ψευδοόραμα, όπως φαίνεται από την υποστήριξη της ίδρυσης Τμήματος Ισλαμικών Σπουδών, από την μετατροπή του ορθοδόξου μαθήματος των Θρησκευτικών σε θρησκειολογικό και από πλήθος δημοσιευμάτων και εκδηλώσεων· οι θεολόγοι του «Καιρού» και της «Μεταπατερικής Θεολογίας» του Βόλου καλύπτονται και ενισχύονται από πατριαρχικές, αρχιεπισκοπικές και επισκοπικές ευλογίες, ενώ ξεθεμελιώνουν την Ορθοδοξία και τον σωτήριο «καιρό» της Κ. Διαθήκης τον μετατρέπουν σε καιρό απωλείας, προσαρμογής και καινοτομίας. Η εκκλησιαστική ηγεσία της Μεγάλης Ρωσίας συμπλέει μετά χαράς μέσα στα θολά νερά της οικουμενιστικής εκτροπής, ενώ θα μπορούσε ανταποκρινόμενη στα αντιοικουμενιστικά, αντιπαπικά, αντιδυτικά αισθήματα του ρωσικού λαού να ανατρέψει την καταστροφική πορεία. Και ο δικός μας ευσεβής λαός, ο ελληνικός, ζαλισμένος από τα μνημόνια, την φορολογία, την ανεργία, την αιφνίδια ανατροπή των βιωτικών του σχεδίων και προγραμμάτων, στήνεται στις ουρές των τραπεζών, των εφοριών, των συσσιτίων, προσπαθεί να εξασφαλίσει τον επιούσιο, να επιβιώσει και, πλην ολίγων, αδιαφορεί για τα εκκλησιαστικά και πνευματικά.
4. ῾Η «Σύνοδος» της Κρήτης δεν είναι γέννημα της Ορθοδοξίας.
Να λοιπόν, ποια κατάλληλη στιγμή, ποιο ευνοικό κλίμα περίμεναν τα κλιμάκια της Νέας Εποχής του Οικουμενισμού και της Πανθρησκείας, για να τερματίσουν το κοσκίνισμα και το μαγείρεμα επί ένα σχεδόν αιώνα, και να συγκαλέσουν εσπευσμένα την ψευδοσύνοδο της Κρήτης. Απατώνται όμως, αν νομίζουν, ότι, όπως ξεγέλασαν πολλές εκκλησιαστικές ηγεσίες και πολλούς επισκόπους -ευτυχώς υπάρχουν και αυτοί που δεν ξεγελάστηκαν- θα εξαπατήσουν και την γρηγορούσα συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας, θα εξαπατήσουν τελικώς τον Θεό, τον ιδρυτή και κεφαλή της Εκκλησίας, τον Χριστόν Ιησούν, και το Άγιο Πνεύμα, που οδηγεί την Εκκλησία εις πάσαν την αλήθειαν και αποδιώκει τα πνεύματα της πλάνης και των αιρέσεων. Η «Σύνοδος» της Κρήτης ως καρπός και γέννημα αλλοτρίων πνευμάτων θα απορριφθεί και θα σβήσει από τις δέλτους της εκκλησιαστικής ιστορίας ως νόθο γέννημα κακών και αμαρτωλών ωδίνων, του έρωτα και της αγάπης κάποιων προκαθημένων προς τις αιρέσεις του Παπισμού και του Οικουμενισμού. Εκεί κυοφορήθηκε και εκεί γεννήθηκε· δεν είναι τέκνο και γέννημα της Ορθοδόξου Εκκλησίας· στην Κρήτη μας την έφεραν απλώς για αναγνώριση, αλλά το DNA της δεν είναι συμβατό με τα βιολογικά χαρακτηριστικά των Πατέρων της Ορθοδοξίας. Δεν μας είχε προειδοποιήσει ο Άγιος Παίσιος για τις ερωτικές προτιμήσεις του Αθηναγόρα; Ταιριάζει απόλυτα στην συνάφεια: «Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, όπως φαίνεται, αγάπησε μίαν άλλην γυναίκα μοντέρνα, που λέγεται Παπική Εκκλησία, διότι η Ορθόδοξος Μητέρα μας, δεν του κάνει καμίαν εντύπωσι, επειδή είναι πολύ σεμνή».