Υπουργείο Παιδείας: Την πρώτη επίσημη παρέμβασή τους οι «Θεολόγοι» που αποτελούν την ομάδα των λεγόμενων «εκσυγχρονιστών θεολόγων» την έκαναν με το Νέο Πρόγραμμα Σπουδών για το Μάθημα των Θρησκευτικών, το οποίο εμπνεύστηκαν, κατάρτισαν και κατάφεραν να εφαρμόσουν, πιλοτικά, το 2011, σε κάποια σχολεία της χώρας το δε 2016 σε όλα τα σχολεία.

Και όλα αυτά, με τη σύμπραξη της πολιτικής εξουσίας, που, ως γνωστό, τα τελευταία χρόνια, ορέγεται να συνεργάζεται με πρόθυμους, για κάθε μορφή ανατροπές της ορθόδοξης θεολογικής παραδόσεως της χώρας, «μεταμοντέρνους θεολόγους».

Αυτοί οι «θεολόγοι της μόδας», όπως τους ονομάζει ο Αλ. Παπαδιαμάντης, έχουν καταφέρει να εισχωρήσουν στο Υπουργείο Παιδείας και να ελέγχουν τη λειτουργία του Μαθήματος των Θρησκευτικών σε όλες τις πτυχές του, έως και σήμερα.

Με ένα απαράδεκτο και ασύμβατο με την ορθόδοξη εκκλησιαστική Θεολογία πολυθρησκειακό και ουδετερόθρησκο , κινήθηκαν, ως οργανωμένη ομάδα, μέσω υψηλών γνωριμιών και σχέσεων, για να επιβάλουν στην Παιδεία μια ξενόφερτη, κυρίως προτεσταντίζουσα θεολογική γραμμή, με κοσμικά χαρακτηριστικά, που να μπορεί να πετύχει την μετάλλαξη της ορθόδοξης συνείδησης, πίστης και ζωής των μαθητών/τριών.

Με την αλλαγή αυτή σχεδίαζαν, μαζί με τους συνεργάτες τους πολιτικούς, αφενός, να αποορθοδοξοποιηθεί η Ελλάδα και να γίνει μια ουδετερόθρησκη χώρα και, αφετέρου, να γίνουν, βαθμιαία, οι σημερινοί μαθητές συνειδητά μέλη μιας νέας ομογενοποιημένης παγκόσμιας κοινότητας.

Το Πρόγραμμά τους, το έκαναν ελκυστικό και μεταμοντέρνο, με παιχνίδια, θεολογικούς νεωτερισμούς και ανατροπές και κατάφεραν να επιβάλουν, για τους ορθόδοξους μαθητές, έναν ξεχωριστό και ιδιότυπο ρατσισμό, καθώς ήταν οι μόνοι μαθητές στην Ελλάδα, που δεν διδάσκονταν την οικεία πίστη, αλλά ένα πολυθρησκειακό συνοθύλευμα.

Ο στόχος τους ήταν η αλλαξοπιστία των νέων της χώρας και η μετατροπή τους σε σύγχρονους γενίτσαρους, όπως είχε συμβεί σε παλαιότερες επώδυνες εποχές στην Ιστορία μας.

Φυσικά, οι αλλόδοξοι και αλλόθρησκοι μαθητές συνέχιζαν και συνεχίζουν να διδάσκονται, αμιγώς, μονάχα τη δική τους πίστη. Και όλες αυτές τις αποδομήσεις τις έκαναν, περιφρονώντας τη γονεϊκή θέληση, τα θεολογικά ταυτοτικά χαρακτηριστικά των ορθόδοξων μαθητών, τις διεθνείς ευρωπαϊκές συμβάσεις, τη συνταγματική συμμόρφωση, τις διαχρονικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) και τους νόμους της ελληνικής πολιτείας, που αφορούν στη διδασκαλία των Θρησκευτικών.

Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι, ενώ το Συμβούλιο της Επικρατείας, εξετάζοντας προσφυγές εναντίον τους, ακύρωσε (το 2018 και 2019), με τέσσερις εμπεριστατωμένες διαδοχικές αποφάσεις του, το Πρόγραμμα και τους Φακέλους διδασκαλίας τους, ως αντισυνταγματικό και ακατάλληλο για ορθόδοξους μαθητές, εκείνοι κατάφεραν, με πολιτικά και εκκλησιαστικά μέσα και, φυσικά, με τις ευλογίες του Υπουργείου Παιδείας, να εμφανίζονται ως θύματα του ΣτΕ και να παραμένουν στο Υπουργείο Παιδείας, για να συνεχίσουν το έργο της θεολογικής αποδόμησης της χώρας και της παιδείας της.

Εμφανίζονταν και εμφανίζονται ως Ορθόδοξοι, αλλά όσα έγραφαν και όσα υποστηρίζουν είναι αντίθετα στην ορθόδοξη πατερική θεολογική παράδοση. Το δήθεν ορθόδοξο Πρόγραμμά τους, για παράδειγμα, αναφέρεται επαινετικά στη διδασκαλία των θρησκειών, τονίζοντας ότι «οι Θρησκείες είναι πηγές θεραπείας και συμφιλίωσης» και επισημαίνοντας ότι «η διευρυμένη γνώση γύρω τις Θρησκείες και τις όποιες κοσµοθεωρήσεις νοηµατοδοτούν τον ανθρώπινο βίο».

Είναι απολύτως σαφές ότι σχέδιό τους ήταν να εναντιωθούν στην «εξοικείωση των µαθητών σε µια µόνο ιδιαίτερη θρησκευτική παράδοση». Ο πρωτομάστορας και συντονιστής, μάλιστα, του πολυθρησκειακού Προγράμματος, προκειμένου να ενταφιάσει το διαχρονικό ορθόδοξο Πρόγραμμα των Θρησκευτικών, προς στήριξη της πολυθρησκείας που εισήγαγε, κατακεραύνωνε το ορθόδοξο Μάθημα:

«Το πρόβληµα του µαθήµατος είναι ο οµολογιακός χαρακτήρας του. Το µάθηµα έχει κατηχητικό χαρακτήρα, είναι µονοφωνικό, ως εκ της φύσεώς του, και, συνεπώς, δεν ανταποκρίνεται στην ανάγκη µιας ελεύθερης πλουραλιστικής κοινωνίας. Το ελληνικό σχολείο αποτελεί ακραία περίπτωση θρησκευτικού κατηχητισµού. Σ΄ ένα πλουραλιστικό και δηµοκρατικό σχολείο, που σέβεται τη θρησκευτική ετερότητα, η λύση δεν είναι παρά η κατάργηση του οµολογιακού µαθήµατος και η µετάβαση σε ένα ουδετερόθρησκο σχολείο».

Πρόκειται για μια νέα εκσυγχρονιστική γραμμή, με στόχο τη μετάλλαξη της ορθόδοξης θεολογίας, παραδόσεως και ζωής, την οποία οι πρωταγωνιστές «θεολόγοι της μόδας», μαζί με κάποια πολιτικά και εκκλησιαστικά πρόσωπα, παλεύουν μανιωδώς να την επιβάλουν στη χώρα, εισάγοντας αλλότριες και ξένες στην ορθόδοξη παράδοση και ζωή κακοδοξίες και εμφανίζοντάς τις ως ορθόδοξες.

Διότι, πώς μπορεί να είναι ορθόδοξο ένα Πρόγραμμα Θρησκευτικών, όταν δεν αναφέρεται τίποτα σε αυτό για τη σχέση και αναφορά του ανθρώπου προς τον Θεό, όταν δεν περιλαμβάνεται η συµµετοχή των μαθητών στη λατρευτική και µυστηριακή ζωή, όταν ο µαθητής προτρέπεται σε κοινωνική ζωή, αλλά όχι σε εκκλησιαστική;

Πώς μπορεί να είναι ορθόδοξη μια διδασκαλία, όταν απουσιάζει η βιωματική μάθηση και τη θέση της παίρνει µια εντελώς διανοητική, ουδέτερη και γνωσιολογική διδασκαλία;

Πώς μπορεί μια αγωγή να είναι ορθόδοξη, όταν προβάλλεται στους μαθητές η «υπέρβαση της θρησκευτικής απολυτότητας (δηλαδή η υπέρβαση της συµµόρφωσης στις χριστιανικές αξίες);

Πώς συνάδει με την Ορθοδοξία μια διδασκαλία, που αποπλανεί τα ορθόδοξα παιδιά, με τη την πλύση εγκεφάλου που τους κάνει, ότι οι ξένες και αντίθετες στην ορθόδοξη πίστη «θρησκείες είναι πηγή ελπίδας για σωτηρία», όταν η ορθόδοξη παράδοση αναγνωρίζει, ως µοναδική πηγή ελπίδας, τον Ιησού Χριστό;

Πώς μπορεί να εκφράζει την ορθόδοξη παράδοση η παραδοχή ότι υπάρχουν «άγιοι άνθρωποι στις θρησκείες του κόσµου» όπως: «ο Βούδας, ο Κοµφούκιος, ο Μωάµεθ, ο Βισνού (Κρίσνα), ο Δαλάι Λάµα, ο Γκάντι και πολλά άλλα πρόσωπα ιστορικά και µυθικά;».

Πως είναι ορθόδοξη μια διδασκαλία, όταν παροτρύνει τους/τις ορθόδοξους/ες μαθητές/τριες για «χειραφέτηση», δηλαδή, απελευθέρωση «από ό, τι ονοµάζεται πρόσδεση στο παρελθόν», δηλαδή σε χειραφέτηση από την ορθόδοξη παράδοση;

Πώς μπορεί να είναι ορθόδοξο αυτό το Πρόγραμμα, όταν, αναφερόμενο στον δάσκαλο ή στον καθηγητή που διδάσκει το θρησκευτικό Μάθημα, σημειώνει

α) ότι «δεν υφίσταται καμιά ιδιαίτερη θρησκευτικού χαρακτήρα προϋπόθεση για να διδάξει το Μάθημα. Μάλλον απευκταίες θα πρέπει να θεωρούνται τέτοιες προδιαθέσεις. Ένας άθρησκος ή αγνωστικιστής, ή αδιάφορος μπορεί να διδάξει με επιτυχία το ΜτΘ, όπως και ένας θρησκευόμενος. Αντίθετα ένας ζηλωτής θρησκευόμενος έχει μάλλον εξασφαλισμένη την αποτυχία»;

β) ότι «οι δάσκαλοι στα σχολεία της σύγχρονης πολυπολιτισμικής κοινωνίας είναι σημαντικό, κατά την εκπαιδευτική διαδικασία, να αποστασιοποιούνται κατά το δυνατόν από τη θρησκεία στην οποία ενδεχομένως ανήκουν είτε πατροπαράδοτα είτε από επιλογή»;

Πώς είναι ορθόδοξο ένα Πρόγραμμα, όταν η φιλοσοφία του βασίζεται σε μια αλλοπρόσαλλη θεολογία, που οι ίδιοι οι εμπνευστές της την ονομάζουν «θεολογία της πολυπολιτισμικότητας», που απαιτεί «να αλλάξει φυσιογνωμία και χαρακτήρα» το θρησκευτικό μάθημα, να «αναπλαισιωθεί ο θεολογικός και παιδαγωγικός του χαρακτήρας σε νέες βάσεις και αρχές» και προτρέπει, έτσι ώστε «η θεολογία της πολυπολιτισμικότητας, όχι απλώς να το αγγίξει, αλλά να το διαπεράσει, κομίζοντας μια άλλη μαρτυρία για την αλήθεια της ζωής του ανθρώπου και του κόσμου»;

Στην πραγματικότητα, η διδασκαλία της πολυθρησκείας σημαίνει, ουσιαστικά, απαξίωση της ορθόδοξης πίστεως και της διδασκαλίας της, αλλά, ταυτόχρονα, διάπραξη ενός θεολογικοπαιδαγωγικού σχίσματος, αφού όλο το οικοδόμημα της πολυθρησκείας, αντιτίθεται, τόσο στη διδασκαλία της ορθόδοξης παραδόσεως όσο και στην, διαχρονικά, καθιερωμένη συνταγματική τάξη της χώρας, που ορίζει να αναπτύσσουν οι μαθητές/τριες την ορθόδοξη χριστιανική τους συνείδηση.

Είναι γεγονός ότι η εφαρμογή των αρχών αυτού του Προγράμματος οδηγεί, τελικά, σε μια απαγκίστρωση της συνείδησης των ορθοδόξων μαθητών από τη χριστιανική τους πίστη, καθώς τους εμποτίζει και τους μυεί σε ένα άθρησκο και άθεο πνεύμα και σε μια εκκοσμικευμένη διαθρησκειακή πνευματικότητα.

Και όμως, μέλη της ομάδας των «θεολόγων της μόδας», των οποίων το Πρόγραμμα και οι φάκελοι (βιβλία) των μαθητών/τριών, μετά από προσφυγές της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων, ακυρώθηκαν από το ΣτΕ, ως ασύμφωνα και ασύμβατα με την ορθόδοξη πίστη και το Σύνταγμα της χώρας, γεγονός που γνωρίζει το Υπουργείο, συνεχίζουν να επιλέγονται από αυτό, ως υψηλόβαθμα στελέχη και να τους ανατίθενται υπεύθυνες θέσεις, για να αποφασίζουν ως προς τις νέες δομές του Μαθήματος. Αλίμονό μας!!!

Εκκλησία Online
Γράψε το σχόλιό σου

Αφήστε μια απάντηση

Comment moderation is enabled. Your comment may take some time to appear.