Βορειοανατολικά της Ξάνθης, στις παρυφές του ορεινού όγκου της Ροδόπης σε εξαιρετικά θαυμάσια θέση, με θέα προς τον κάμπο της Ξάνθης, πάνω ακριβώς απο την συνοικία Σαμακώβ, βρίσκεται το τρίτο μοναστήρι της Ξάνθης, η Παναγία η Αρχαγγελιώτισσα. Το μοναστήρι αυτό καθ' όλη την διάρκεια του χρόνου και μάλιστα το δεκαπενταύγουστο - αν και το καθολικό του είναι αφιερωμένο στα Εισόδια της θεοτόκου - γίνεται τόπος πανθρακικού προσκυνήματος για να προσκυνήσουν την Θαυματουργή εικόνα της Παναγίας και να ζητήσουν την μεσιτεία της προς τον Υιό της και Θεό μας.
Σαν κτίσμα το μοναστήρι αυτό όπως είναι σήμερα κτίστηκε το 1841 επί της εποχής του αειμνήστου μητροπολίτου Ξάνθης Ευγενίου.
Αλλά τούτο προϋπήρχε στην ίδια θέση πολλές εκατοντάδες χρόνια νωρίτερα και καταστράφηκε από δύο φοβερούς σεισμούς που έπληξαν το μοναστήρι και την πόλη το 1829.
Από που ακριβώς πήρε το όνομα το μοναστήρι είναι άγνωστο. Κατά μια εκδοχή το πήρε από την μικρή θαυματουργή εικόνα του 16ου αιώνα πού παριστάνει την Θεοτόκο να παραστέκεται από τους αρχαγγέλους Γαβριήλ και Μιχαήλ και η οποία έχει την επιγραφή: Αρχαγγελιώτισσα.
Είναι δυνατό όμως ο ζωγράφος να εμπνεύσθηκε την εικόνα από την ονομασία του μοναστηριού.
Παράλληλα με την ονομασία Αρχαγγελιώτισσα εκείνα τα χρόνια – ίσως και από πιο μπροστά – το μοναστήρι αυτό λεγόταν και Παναγία η Χαλκαλιώτισσα.
Οριακή στιγμή για το μοναστήρι αυτό και για την πόλη αναμφισβήτητα είναι οι σεισμοί της 30ης Μαρτίου και 23ης Απριλίου 1829, κατά τους οποίους, σύμφωνα με μια άλλη ενθύμηση έπεσε όλο το μοναστήρι. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι μετά τούς δυο αυτούς φοβερούς σεισμούς το μοναστήρι, καθώς και η Ξάνθη, μεταβλήθηκε σε σωρό ερειπίων και χαλασμάτων.
Γρήγορα όμως με τις άοκνες προσπάθειες του μητροπολίπου Ευγενίου τις γενναίες συνδρομές όλων των Ξανθιωτών και μάλιστα του Αβραάμ Δημητρίου αναδύθηκε το μοναστήρι από τα ερείπια και ξαναπυργώθηκε όπως το αντικρύζουμε σήμερα.
Το 1844 κτίσθηκε και το καμπαναριό που ήταν το μοναδικό την εποχή εκείνη σ’ όλη την γύρω περιοχή γιατί οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν στους χριστιανούς όχι μόνο καμπαναριά να έχουν αλλά ούτε καμπάνες.
Όταν όμως ήλθαν οι Βούλγαροι (1913-1919) κυριολεκτικά το λήστεψαν και το έγδυσαν.
Μεταξύ των άλλων πήραν από αυτό 33 κώδικες πολυτιμότατους για το μοναστήρι αλλά και τον τόπο ολόκληρο και μαζί με τους 10 της Καλαμούς τους μετέφεραν στην Βουλγαρία, στο εκκλησιαστικό μουσείο της Σόφιας σαν να ήταν βουλγαρικά κειμήλια.
Το μοναστήρι μετά την απελευθέρωση του τόπου από τους Βουλγάρους (1919) πρόσφερε ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του σε χωράφια για την αποκατάσταση των ακτημόνων προσφύγων αλλά τόσο πολύ αποδυναμώθηκε που δεν μπορούσε πλέον να συντηρεί μοναχούς και περιήλθε στην δικαιοδοσία του ΤΑΚΕ, το οποίο όμως, όπως και για την Καλαμού, το μόνο που φρόντισε ήταν να απομυζά το μοναστήρι, και αυτό λίγο λίγο να ερειπώνεται.
Το 1954 το μοναστήρι από αντρικό μετατράπηκε σε γυναικείο και αναστηλώθηκε και σήμερα το μοναστήρι αυτό έχει μετατραπεί και πάλι σε κυψέλη και εργαστήρι αγάπης και στοργικής φροντίδας για την αιώνια χριστιανική παράδοση, σμιλευτήρι ψυχών αλλά και ένας πανθρακικός πόλος προσκυνήματος της χάριτος της Παναγίας.