Δρ Αναστάσιος Βαβούσκος- Δικηγόρος- Άρχων Ασηκρήτης της Μ.τ.Χ.Ε-Οι Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες δύνανται να διακριθούν σε δύο «ομάδες». Η πρώτη «ομάδα» περιλαμβάνει τις Εκκλησίες, που το αυτοκέφαλο καθεστώς τους εδράζεται σε επικύρωση από Οικουμενική σύνοδο προϋφισταμένου εθίμου, ήτοι τα Πρεσβυγενή Πατριαρχεία, την Εκκλησία της Κύπρου και την συναφή περίπτωση του Πατριαρχείου Γεωργίας.
Η δεύτερη «ομάδα» περιλαμβάνει τις Εκκλησίες, των οποίων το αυτοκέφαλο καθεστώς εδράζεται επί μίας Πράξεως (Τόμου), που εκδίδεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο βάσει διαδικασίας, η οποία συνιστά έθιμο, ήτοι μακρά και ομοιόμορφη πρακτική, που κατά την κοινή συνείδηση συνιστά κανόνα δικαίου. Στην «ομάδα» αυτή ανήκουν οι λοιπές Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες.
Στην περίπτωση όμως του Πατριαρχείου Μόσχας, η παραχώρηση του αυτοκεφάλου καθεστώτος έχει μία ιδιαιτερότητα, η οποία δεν υποβοηθεί την κατάταξή του σε καμία από τις δύο ανωτέρω «ομάδες». Και τούτο, διότι το συγκεκριμένο αυτοκέφαλο καθεστώς:
α) ούτε αποτελεί συνέπεια κανονικής επικυρώσεως από Οικουμενική σύνοδο προϋφισταμένου εθίμου,
β) ούτε παραχωρήθηκε βάσει αποφάσεως (Τόμου) της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η έκδοση του οποίου στηρίζεται επίσης σε εθιμικώς καθιερωθείσα διαδικασία. Και θα εξηγήσω αμέσως, τι εννοώ:
Η οριστική διαίρεση της Μητροπόλεως Κιέβου σε δύο Μητροπόλεις[1], δηλαδή στη Μητρόπολη Κιέβου (Νότια ή Μικρά Ρωσία) και στη Μητρόπολη Μόσχας (Βόρεια ή Μεγάλη Ρωσία) το 1461, στην οποία συνέβαλε και η πτώση της Κωνσταντινουπόλεως, οδήγησε εν τοις πράγμασι στην ανεξαρτησία της Μητροπόλεως Μόσχας, καθόσον η νέα πραγματικότητα δεν επέτρεπε να την αποστολή στην Μόσχα Μητροπολίτη από την Κωνσταντινούπολη. Παρά ταύτα, αν και η εκλογή του Μητροπολίτη Μόσχας γινόταν κυρίως από την τοπική σύνοδο των επισκόπων της[2], παρά ταύτα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης δεν ήταν αμέτοχος στη διαδικασία προχειρίσεως του εκάστοτε Μητροπολίτη Μόσχας, διατηρουμένων κατ’ αυτόν τον τρόπο και του πνευματικού δεσμού και της κανονικής δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου επί της Ρωσικής Εκκλησίας.
Η πορεία προς την κανονική (de jure) ανεξαρτησία της Ρωσικής Εκκλησίας ξεκίνησε με την επίσκεψη στην Μόσχα του Πατριάρχη Αντιοχείας Ιωακείμ ΣΤ΄ το 1586. Κατά την διάρκεια της επισκέψεως αυτής, κατά την οποία ο Ιωακείμ ΣΤ΄ «ἔλαβε λαμπροτάτην, καί ὄντως βασιλικήν εἰς τ’ ἀνάκτορα, εἰς τήν μητρόπολιν, εἰς τάς πέριξ μονάς τήν ὑποδοχήν»[3], ο Τσάρος του έθεσε το ζήτημα της ανάγκης ιδρύσεως Πατριαρχείου στη Μόσχα «λόγῳ ὅτι πλατυνθέντος ἤδη τοῦ κύκλου τῆς Όρθοδοξίας πρός βοῤῥᾶν, ὡς ἐπλατύνθη τό πάλαι ἐπί Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου περί τόν Βόσπορον, αἱ ἐπαρχίαι τῆς Ῥωσσίας δέν ἠδύνατο νά διαμείνωσι περαιτέρω στερούμεναι τῆς ἱεραρχικῆς τιμῆς, ἧς ἠξιώθη ποτέ διά τόν λόγον αὐτόν καί ἡ νέα Ῥώμη»[4].
Ο Πατριάρχης Αντιοχείας απέφυγε να απαντήσει, και ορθώς βεβαίως, καθόσον δεν είχε τέτοια αρμοδιότητα αλλά ούτε και εξουσιοδότηση, επιστρέφοντας όμως στην Κωνσταντινούπολη ενημέρωσε τον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία Β΄. Απόρροια της επισκέψεως αυτής ήταν, η απόφαση του Ιερεμία Β΄ να ταξιδέψει στην Μόσχα, «κᾀκεῖ δέ μετά προσηκούσης πομπῆς να χειροτονήσῃ τόν ἐψηφισμένον»[5], έχοντας την σχετική εξουσιοδότηση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ούτως, δύο περίπου χρόνια αργότερα το 1588, ο Ιερεμίας ο Β΄ συνοδευόμενος από τον Μητροπολίτη Μονεμβασίας Ιερόθεο και τον Επίσκοπο Ελασσώνος Αρσένιο, επισκέφθηκε την Μόσχα (και την Πολωνία,) με σκοπό τη συλλογή χρημάτων «πρός ἐξόφλησιν χρέους ὀκτώ ἑκατομμυρίων ἄσπρων»[6]. Η αποστολή αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη μετά το Πάσχα του 1588 και έφθασε στη Μόσχα περί τα μέσα Ιουλίου, με τον Οικουμενικό Πατριάρχη να διασχίζει «ἐπί ὄνου τάς ὁδούς τῆς πόλεως, ἀκολουθούμενος ὑπό δύο Ἀρχιεπισκόπων, τοῦ Ἱεροθέου Μονεμβασίας καί τοῦ Ἀρσενίου Ἐλασσῶνος, ὑπό τριῶν ἱερέων, ἑνός ἀρχιδιακόνου, καί οἰκετῶν»[7].
Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας υποδοχής, ακολούθησε η συζήτηση για την παροχή οικονομικής στηρίξεως προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο και εκεί ο Ιερεμίας εξέφρασε τον έπαινό του για την βούληση του Τσάρου για την ίδρυση Πατριαρχείου στη Ρωσία: «Εἶτα δέ συνδιαλεγόμενος τῷ Γοδούνοβ[8], ἐπῄνεσε τήν βουλήν τοῦ Θεοδώρου τοῦ ἐγκαθιδρύσαι πατριάρχην ἐν Ῥωσσίᾳ,…»[9], δεχόμενος την πρόταση να εγκαταλείψει την Πόλη και να μείνει μονίμως στη Ρωσία ως Πατριάρχης Μόσχας[10]. Η πρόταση τελικώς δεν είχε θετική εξέλιξη, αφού ο μεν Ιερεμίας ζήτησε να εδρεύει στη Μόσχα, όπως και ο Τσάρος, ο δε Γκουντούνωφ αντέτεινε ότι όχι μόνο θα ήταν άδικη η απομάκρυνση το Ιώβ από τη Μόσχα, αλλά και ότι ο Ιερεμίας δεν μιλούσε ρωσικά, οπότε θα είχε πρόβλημα συνεννοήσεως με τον Τσάρο[11]. Οπότε, ο Ιερεμίας φέρεται να απάντησε «Γεννηθήτω τό κυριαρχικόν θέλημα∙ ἔχων τήν ἄδειαν τῆς ἐκκλησίας ἡμῶν, εὐλογήσω καί ἀναγορεύσω τῇ θείᾳ ἐπινεύσει ὅντινα ἐκλέξει ὁ Θεόδωρος»[12].
Η εκλογή του Μητροπολίτη Ιώβ ήταν ήδη δρομολογημένη, αλλά οι ρώσοι επίσκοποι, τηρώντας το τυπικό, ανέδειξαν τρεις υποψηφίους, τον Μητροπολίτη Ιώβ, τον Μητροπολίτη Νοβόγκορντ Αλέξανδρο και τον Αρχιεπίσκοπο Ροστόβ Βαρλαάμ. Τα ονόματα αυτών κόμισε ο Ιερεμίας στον Τσάρο, ο οποίος και επέλεξε στις 23 Ιανουαρίου 1589 τον Ιώβ[13]. Ως προς την εκλογή του Ιώβ, υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις, ότι αυτή έγινε κατόπιν πιέσεων και όχι εξ οικείας βουλήσεως του Οικουμενικού Πατριάρχη. Και η πλέον απτή απόδειξη είναι η ίδια η απόφαση του Οικουμενικού Πατριάρχη να παραχωρήσει – ευρισκόμενος στη Μόσχα – δικαίωμα εκλογής προκαθημένου (κατ’ ουσίαν αυτοκέφαλο καθεστώς) και πατριαρχική αξία στη Ρωσική Εκκλησία με δική του προσωπική απόφαση[14].
Η χειροτονία του νέου Προκαθημένου έγινε στις 26 Ιανουαρίου 1589[15], στη δε επίσημη λειτουργία «ὁ πρεσβύτερος τῶν ποιμένων τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας εὐλογήσας τόν Ἰώβ, ὡς σύνθρονον τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς χριστιανικῆς πίστεως καί ἐπιθείς αὐτῷ τήν τρέμουσαν χεῖρα, προσηυχήθη τῷ Θεῷ ἵνα ὁ ἀρχιερεύς οὗτος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ γένηται ἄσβεστος λυχνία τῆς πίστεως. Ὀ νέος Πατριάρχης τῆς Μόσχας…, ἔλαβε συγχρόνως καί τήν ποιμενικήν ράβδον τοῦ μητροπολίτου Ἁγίου Πέτρου, παραγγελθείς ἵνα καλῆται Ἀρχηγός τῶν ἐπισκόπων, Πατήρ τῶν Πατέρων, καί πατριάρχης πασῶν τῶν ἀρκτῴων χωρῶν, ἐλέῳ Θεοῦ καί θελήματι τοῦ Τσάρου»[16].
Εκείνο, που φαίνεται από πλευράς κανονικής ασύμβατο, είναι η αναφορά του Σπ. Ζαμπέλιου σε «χειροτονία»[17], όταν είναι γνωστό, ότι ο «χειροτονηθείς» Μητροπολίτης Ιώβ έφερε ήδη τον βαθμό του επισκόπου, οπότε ήταν αδύνατη η «χειροτονία» του[18]. Και όμως, το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από άλλη πηγή[19], η δε αιτιολογία που προβάλλεται, είναι η διαπίστωση, πως κρίθηκε απαραίτητη η δόση διπλής χάριτος στον ανώτατο ποιμένα της Εκκλησίας: «… τήν δέ τελετήν τῆς χειροτονήσεως ἐξετέλεσεν ὀ Ἱερεμίας συνοδικῶς, ἐπαναλαβών ἐκ νέου ἐπί τοῦ ἐκλεχθέντος ὅλην τήν ἀκολουθίαν τῆς ἐπισκοπικῆς χειροτονίας∙ διότι ἡ διπλή χάρις ἐκρίθη τότε ἀναγκαία εἰς τόν ἀνώτατον ποιμένα τῆς Ἐκκλησίας,..»[20].
Επιπροσθέτως, μεταξύ Τσάρου και Οικουμενικού Πατριάρχη συμφωνήθηκαν α. ο διορισμός των Πατριαρχών Μόσχας από τη σύνοδο των επισκόπων της Ρωσικής Εκκλησίας, με απλή ειδοποίηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ενώ το Οικουμενικό Πατριαρχείο, από την πλευρά του, όφειλε να αντι-ειδοποιεί τη Ρωσική Εκκλησία για την αλλαγή των Οικουμενικών Πατριαρχών.
β. η αύξηση του αριθμού των Μητροπόλεων, η ανύψωση Επισκοπών σε Αρχιεπισκοπές και η αύξηση του αριθμού των Επισκοπών.
Τέλος, την άνοιξη του 1589 ο Τσάρος επέτρεψε στον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία να αναχωρήσει για την Κωνσταντινούπολη, μετά δώρων και τιμών, έχοντας λάβει την υπόσχεση για έκδοση το ταχύτερο δυνατόν επικυρωτικού γράμματος για τα συμφωνηθέντα[21].
Βεβαίως, κάποιες λεπτομέρειες σχετικές με την παραμονή του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιερεμία και της συνοδείας του στη Μόσχα, κατά μια άλλη μαρτυρία[22], είναι ενδεικτικές των δυσχερειών που συνάντησε ο Οικουμενικός πατριάρχης Ιερεμίας, αφού μαρτυρείται ότι βγήκε μόνο τρεις φορές από το κατάλυμά του: «…ὑπάγει καί ὁ Ἱερεμίας μέ τόν Μονεμβασίας εἰς τήν Ῥωσίαν, καί ἔκαμεν ἕνα χρόνον, καί ἦσαν κατάκλειστοι. καί εἰς ὅλον τόν καιρόν τρεῖς φοραῖς εὐγῆκαν ἔξω, μίαν, ὅταν ὑπῆγαν και εἶδαν τόν Βασιλέα, καί τόν εὐλόγησεν ὁ Κύρ Ἱερεμίας. δευτέραν, ὅταν τούς ἐφίλευσε. καί τρίτην, ὅταν εὐγῆκαν καί ὑπῆγαν εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν»[23]. Περαιτέρω, η ίδια μαρτυρία εξιστορεί με πολύ γλαφυρό τρόπο, πώς κατέληξε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας να χειροτονήσει Πατριάρχη Ρωσίας:[24] «Περί δέ τῆς Ῥωσσίας γράφομεν καταλεπτῶς, ὄτι ἐκεῖ ὁποῦ εἶχαν τόν Ἱερεμίαν, καί δέν ἄφηναν κανένα ἀπό τούς ἐντοπίους νά ἔρχεται νά τόν βλέπῃ, μήτε αὐτόν νά εὐγαίνῃ, ἔξω, μόνον οἱ καλόγηροι, ὅταν ἤθελαν, ὑπήγαιναν μέ τῆς βασιλείας τούς ἀνθρώπους ἔξω εἰς τό παζάρι καί ἐφύλαγάν τους ἕως καί ἤρχοντο πάλιν μέσα, ἐλάλησαν πρός τόν πατριάρχην Ἰερεμίαν, πῶς νά τούς κάμῃ πατριάρχην, καί ὁ Ἱερεμίας εἶπε τό πρῶτον, πῶς δέν γίνεται, μόνον ἀρχιεπίσκοπον νά κάμωμεν, καθώς εἰς τήν Ἀχρίδα∙ καί ὁ Μονεμβασίας λέγει κατά μόνας πρός τόν πατριάρχην, δέσποτά μου, αὐτό δέν γίνεται, διότι ὁ μέγας Κωνσταντῖνος μέ οἰκουμενικήν σύνοδον ἔκαμε τά πατριαρχεῖα∙ καί ὁ μέγας Ἰουστινιανός μέ οἰκουμενικήν σύνοδον τήν πέμπτην ἔκαμε τήν Ἀχρίδα ἀρχιεπισκοπήν, καί τήν Ἰερουσαλήμ, διά τά τίμια πάθη τοῦ Χριστοῦ, πατριαρχεῖον∙ καί ἡμεῖς δέν εἰμεσθαν ἤ μόνοι τρεῖς (διότι καί ἕνας ἀρχιεπίσκοπος Ἐλασσῶνος Ἀρσένιος ὁποῦ δέν εἶχεν θρόνον, καί εἰς τήν Λεχίαν ἔσμιξε καί αὐτός καί ἦλθεν εἰς τήν Ῥωσσίαν μέ τόν πατριάρχην∙) λοιπόν, δέσποτα, ἡμεῖς ἤλθαμεν διά ἐλεημοσύνην μας∙ καί αὐτός εἶπεν, ὅτι μήτε ἐγώ θέλω, ἀμή ἐάν θέλουν, κάθομαι ἐγώ διά πατριάρχης∙ λέγει του ὁ Μονεμβασίας, δέσποτα ἅγιε, ἀδύνατον εἶναι, ὅτι εἶσαι ἀλλόγλωσσος, καί ἀσυνήθιστος τοῦ τόπου, καί αὐτοί ἔχουν ἄλλας τάξεις καί ἄλλας συνηθείας, καί δέν σέ θέλουν, μόνον ἐντροπιάζεσαι∙ καί αὐτός ποσῶς δέν ἤθελε νά ἀκούσῃ∙ λοιπόν εἶχε καταπόδι του ἀνθρώπους ἀτάκτους καί ἀπανθρώπους, καί εἴ τι ἤκουσαν ὅλα τά ἤλεγαν εἰς τούς δραγουμάνους, καί αὐτοί τά ἤλεγαν μέσα εἰς τόν βασιλέα∙ λοιπόν τεχνηέντως οἱ Ῥοῦσσοι ἐμεθοδεύθησαν καί λέγουν, δέσποτά μου, ἐάν ὁρίσῃς νά ἀπομείνῃς ἐδῶ νά σέ ἔχωμεν∙ καί τούτους τούς λόγους μήτε ὁ βασιλεύς τούς εἶπε, μήτε κανείς ἀπό τούς ἄρχοντας τοῦ παλατίου, μόνον ἐκεῖνοι ὁποῦ τούς ἐφύλαγαν∙ καί ὁ Ἱερεμίας ἀπερίσκεπτα, καί ἄμετρα, καί χωρίς βουλήν τινός, εἶπεν, ἀπομένω∙ καί τούτην τήν συνήθειαν εἶχεν, ὅτι ποτέ καλήν βουλήν δέν ἤκουε τινός, άλλά μήτε ἄνθρωπον ὑποκείμενον ἤκουε, καί διά τοῦτο ἐκρέμνισε καί αὐτός καί ἡ ἐκκλησία εἰς τάς ἡμέρας του∙ λοιπόν οἱ Ῥοῦσσοι, ὡς εἶδον, ὅτι δέν χειροτονεῖ, ἀμή αὐτός θέλει νά ἀπομείνῃ λέγουν του, ὅτι ἐπειδή, δέσποτά μου, θέλεις νά ἀπομείνῃς, ἡμεῖς θέλομέν το, ἀμή ὁ θρόνος ὁ παλαιός τῆς Ῥωσσίας εἶναι τό Βλαντιμήριον, καί ἐκεῖ νά κοπιάσῃς νά κάθησαι∙ καί ἐκεῖνο ἦτον ἕνας τόπος χειρότερος ἀπό τόν Κουκοσόν∙ λοιπόν ἀπό συνδρομῆς τινῶν χριστιανῶν εἶπεν ὁ πατριάρχης, ὅτι μήν τόν λέγετε αὐτόν τόν λόγον, ὅτι ἐγώ αὐτό δέν τό κάμνω∙ τότε τοῦ λέγουν, ὅτι ὁρισμός τοῦ βασιλέως εἶναι νά μᾶς κάμῃς πατριάρχην∙ καί ὀ Ἱερεμίας εἶπεν ἄλλον∙ ἀμή αὐτός εἶναι δισεπίσκοπος, καί δεν εἶναι νόμιμον∙ τέλος, καί μή θέλων ἐχειροτόνησέν τον πατριάρχην Ῥωσσίας, καί ἤφεραν ἕνα μεγάλον μέμβρανον χαρτί Βουλγάρικα γράμματα εἰς πλάτος μέγα, καί ὑπέγραψεν ὁ πατριάρχης∙ καί ὁ Μονεμβασίας εἶπε, τί εἶναι αὐτοῦ γραμμένα, καί να ὑπογράψω; Καί εἶπεν ὁ πρῶτος Ἀνδρέας ὁ Τζαλκάνος ὀνόματι, γράφει πῶς ἐκάμετε πατριάρχην, πῶς ἤλθετε εδῶ∙ καί ὁ Μονεμβασίας εἶπεν, ἔπρεπε νά γράφῃ ἑλληνικά, ἀμή οὐχί Ῥούσσικα∙ ἀμή μέν τόν ἤκουσαν∙ ὑπέγραψαν καί οἱ ἱερομόναχοι τοῦ πατριάρχου, καί ὁ Ἐλασσῶνος∙ καί ὁ Μονεμβασίας ἦτον εἰς τό ἄκρον ἐναντίος, νά μήν διαιρεθῇ ἡ Ἐκκλησία, καί νά γένῃ κεφαλή ἄλλη, καί σχίσμα μέγα∙ καί ἐκινδύνευσε νά τόν ῥίξουν εἰς τόν ποταμόν∙ πλήν ὁ πατριάρχης ἔκαμεν ὅρκον, ὅτι τίποτε δέν εἶπεν ὁ Μονεμβασίας. Ἦτο γοῦν βασιλεύς Θεόδωρος, ἄνθρωπος εἰρηνικός, κατά πάντα παρόμοιος τοῦ μικροῦ Θεοδοσίου, ἁπλοῦς, ἤσυχος∙ ὁ δέ γυναικάδελφος τοῦ βασιλέως, ὁ Παρίσης[25] ὀνόματι, ἐκεῖνος ἦτον εἰς ὅλα ἐπιτήδειος, φρόνιμος, πονηρός∙ καί αὐτός ἦτον ὁποῦ τά ἔκαμνεν ὅλα, καί αὐτόν ἤκουγαν ὅλοι∙ καί ἡ βασίλισσα καλή, πλήν παιδί δέν ἔκαμνεν, καί ἦτον ἀδελφός της ὁ Παρίσης, καί ἔκραξεν τόν πατριάρχην καί τόν Μονεμβασίας, καί εὐλόγησέ την, καί εἶπε, παρακαλέσατε τόν Θεόν νά κάμω παιδί, καί ἄλλα πολλά∙ καί ἔδωκεν ὁ βασιλεύς εἰς τόν πατριάρχην, ὅταν ὑπῆγεν ἄσπρα χιλιάδες τριάντα, καί ἄλλαις τριάντα ὅταν εὐγῆκε νά ἔλθῃ εἰς τήν Πόλιν, καί εἰς τόν Μονεμβασίας πέντε πρῶτα, καί πέντε ὕστερα, ποτήρια, φορέματα, σαμούρια, είς τόν Πατριάρχην Ῥωσσίας, Ἰώβ ὄνόματι ἐν ἔτει ζyθ’ ἰνδικτιῶνος β’. Ἰανουαρίου κστ’.».
Από την περιγραφή αυτή προκύπτει, ότι η ίδρυση του Πατριαρχείου Μόσχας δεν ήταν απολύτως προϊόν ελευθέρας βουλήσεως του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιερεμία. Επιπροσθέτως, δεν μπορεί να παραβλεφθεί το γεγονός, ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο ήδη προ της αναχωρήσεως του είχε εκθρονισθεί και τυπικώς δεν εκπροσωπούσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η δε επανάκαμψή του στον Θρόνο έλαβε χώρα κατά το ταξίδι της επιστροφής του στην Κωνσταντινούπολη, οπότε και πληροφορήθηκε την σχετική πράξη του Σουλτάνου περί αποκαταστάσεώς του[26].
Τα γεγονότα αυτά συνέβαλαν στο να μην τύχουν τα συμφωνηθέντα αμέσως της εγκρίσεως από τους λοιπούς Πατριάρχες και τα μέλη της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου[27]. Από την άφιξη του Οικουμενικού Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη μεσολάβησε ένα διάστημα, κατά το οποίο προσπάθησε να πείσει τους λοιπούς Πατριάρχες και την Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου να υπογράψουν και αφού έλαβε την έγκρισή τους, εκδόθηκε το από μηνός Μαϊου 1590 Συνοδικό Χρυσόβουλλο ή Τόμος ανυψώσεως του Μητροπολίτη Μόσχας σε Πατριάρχη[28].
Η πράξη αυτή είναι ιδιαιτέρως χρήσιμη, όχι μόνο από κανονικής απόψεως αλλά και από ιστορικής, διότι – έστω και περιληπτικώς – εκθέτει με σαφή τρόπο, τι διημείφθη μέχρι την μεταβολή του μέχρι τότε ισχύοντος κανονικού καθεστώτος και επιβεβαιώνει τα όσα ιστορούνται στη βιβλιογραφία.
Ούτως, όπως προκύπτει από το πρώτο μέρος του συγκεκριμένου Χρυσόβουλλου:
α. η υποδοχή του Οικουμενικού Πατριάρχη στη Μόσχα ήταν φιλική(«Ὅτε ὁ εὐσεβέστατος καὶ Γαληνότατος Μονάρχης…κύριος Θεόδωρος Ἰωαννίδης ἐδεχθη τὴν σαρκικὴν ἡμῶν μετριότητα καὶ ἔδειξε πρός ἡμᾶς φιλίαν,…».),
β. τέθηκε αμέσως το θέμα της χορηγήσεως στον Μητροπολίτη Μόσχας της αξίας του Πατριάρχη και το δικαίωμα εκλογής από την τοπική σύνοδο, καθώς και η αναγόρευση και προσφώνηση του Αρχιεπισκόπου Μόσχας ως Πατριάρχη («…τότε ἐζήτησε παρ’ ἡμῶν τὴν ἀξίαν τοῦ Πατριάρχου κατὰ Συνοδικὴν ἐκλογὴν καὶ κατὰ τοὺς Κανόνας καὶ ἵνα ἐγκαθιδρύσωμεν καὶ καλἐσωμεν τὸν τῆς Μόσχας Ἀρχιεπίσκοπον Πατριάρχην ὡς ἀναγορεύονται καὶ οἱ λοιποί»),
γ. το υποβληθέν αίτημα ικανοποιήθηκε, και
δ. ο Αρχιεπίσκοπος Μόσχας Ιώβ αναγορεύθηκε σε Πατριάρχη και κατετάγη πέμπτος κατά τάξη στα Δίπτυχα της Ορθόδοξης Εκκλησίας («Ἡμεῖς δὲ ἀποδεχθέντες κατὰ τὸ πνεῦμα τοῦτο ἐγκαθιδρύσαμεν ἐν Μόσχᾳ Πατριάρχην τόν κύριον Ἰὼβ, καὶ διὰ τῆς θείας χάριτος ἐδώκαμεν αὐτῷ Χρυσόβουλλον Πατριαρχικὸν, καὶ ἐγκρίνομεν ἵνα αὐτὸς ὁ ἀρχιεπίσκοπος Μόσχας ἐξουσιάζῃ ὡς πέμπτος Πατριάρχης καὶ διὰ τῆς ἀξίας καὶ τῶν τιμῶν τιμᾶται μετὰ τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν εἰς αἰῶνας»).
Κατά το Χρυσόβουλλο, οι αποφάσεις αυτές ελήφθησαν «ἐπιτοπίως» («Οὕτως ἀπεφασίσαμεν ἐπιτοπίως»). Και η επισήμανση αυτή είναι σημαντική, διότι όπως διαφαίνεται από το κείμενο, τα όσα έλαβαν χώρα στην Μόσχα, δέσμευαν προσωπικώς τον Οικουμενικό Πατριάρχη και δεν είχαν συνοδικό αντίκρυσμα, αφού άλλωστε δεν ακολουθήθηκε και η προβλεπόμενη συνοδική διαδικασία. Αυτή την άποψη είχε και ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης, γι’ αυτό και όταν επέστρεψε στην Κωνσταντινούπλη, συνεκάλεσε σύνοδο[29], κατά τήν ὁποία εξέθεσε στους «ἀξιοσεβεστάτους καὶ ἁγιωτάτους» Πατριάρχες, τα όσα συνέβησαν στη Μόσχα και αυτοί αφού εξέφρασαν τη σύμφωνη γνώμη τους, έδωσαν την έγκρισή τους και όχι την συναίνεσή τους (η διαφορά είναι ότι η συναίνεση δίδεται πρό της πράξεως, ενώ η έγκριση εκ των υστέρων) για όσα έγιναν («Ὅτε δὲ ἡ μετριότης ἡμῶν ἐπανήλθομεν πρὸς τὸν Θρόνον ἐν τῇ τοῦ Κωνσταντίνου πόλει, καὶ ἐδηλώσαμεν τὸ προκείμενον, τὸν σκοπὸν καὶ τὴν αἴτησιν τοῦ εὐσεβεστάτου Ἄνακτος πρὸς τοὺς λοιποὺς ἀξιοσεβεστάτους καὶ ἁγιωτάτους Πατριάρχας, ἐφάνη τοῦτο αὐτοῖς εὐάρεστόν τε καὶ ηὐλογημένον»).
Κατόπιν των ανωτέρω, και όπως προκύπτει από το δεύτερο μέρος του Χρυσόβουλλου, ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης, οι αγιώτατοι Πατριάρχες (δηλαδή οι Μακαριώτατοι Πατριάρχες Αντιοχείας Ιωακείμ και Ιεροσολύμων Σοφρώνιος, μη συμπεριλαμβανομένου του Αλεξανδρείας, λόγω χηρείας του Θρόνου), η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, καθώς και Επίσκοποι της Ανατολής[30], επεκύρωσαν διά της εγκρίσεώς τους με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο («…ὁμογνωμόνως καὶ ἑνούμενοι ἐν ἁγίῳ Πνεύματι γράφομεν καὶ διαδηλοῦμεν»), τα όσα διημείφθησαν στη Μόσχα, ως εξής:
α. ομολογούν και τελούν στην βασιλεύουσα πόλη Μόσχα την εγκαθίδρυση και τον διορισμό του Ιώβ ως Πατριάρχη («…ὁμολογοῦμεν καὶ τελοῦμεν ἐν τῇ βασιλευούσῃ πόλει Μόσχᾳ τὴν ἐγκαθίδρυσιν καὶ τὸν διορισμὸν τοῦ κυρίου Ἰώβ Πατριάρχου…»),
β. αναγνωρίζουν σ’ αυτόν καταρχήν προσωπικώς την πατριαρχική τιμή («…ἵνα καὶ εἰς τὸ μέλλον τιμᾶται καὶ ὀνομάζηται μεθ’ ἡμῶν τῶν Πατριαρχῶν…»),
γ. κατατάσσουν κατά την τάξη το Πατριαρχείο Μόσχας μετά το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων («…καὶ ἔχῃ τὴν τάξιν εἰς τὰς εὐχὰς μετὰ τὸν τῶν Ἱεροσολύμων,…»),
δ. επιβεβαιώνουν την ισχύ της αναγορεύσεως του Μητροπολίτη Μόσχας σε Πατριάρχη και της αναγνωρίσεως της πατριαρχικής αξίας του εις το διηνεκές («…τὸ σήμερον δοθὲν ὄνομα καὶ ἡ Πατριαρχικὴ τιμὴ ἐδόθησαν καὶ ἐπεκυρώθησαν σταθερῶς οὐ μόνον εἰς τὸν κύριον Ἰὼβ, ἀλλὰ καὶ εἰς τοὺς μετ’ αὐτὸν ἵνα ἐγκαθιδρύωνται ὑπὸ τῆς Μοσχοβικῆς Συνόδου Πατριάρχαι οἱ τὰς πρώτας τοῦ κλήρου ἀρχὰς κατέχοντες…»), ούτως ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για τον μη προσωποπαγή χαρακτήρα της αποφάσεως αυτής,
ε. αναγνωρίζουν στη σύνοδο της Ρωσικής Εκκλησίας το δικαίωμα εκλογής του Πατριάρχη Μόσχας, δηλαδή της διοικκητικής της κεφαλής («…ἀλλὰ καὶ εἰς τοὺς μετ’ αὐτὸν ἵνα ἐγκαθιδρύωνται ὑπὸ τῆς Μοσχοβικῆς Συνόδου Πατριάρχαι οἱ τὰς πρώτας τοῦ κλήρου ἀρχὰς κατέχοντες, κατὰ τοὺς Κανόνας,…»).
Στη συνέχεια, η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε τον Μάϊο του 1591[31] στη Ρωσική Εκκλησία μέσω του Μητροπολίτη Τυρνόβου Διονύσιο, ο οποίος αφίχθη στη Μόσχα «…μετά ἁγίων λειψάνων καί δύο στεμμάτων, τοῦ μέν ὑπέρ τοῦ τσάρου, τοῦ δέ ὑπέρ τῆς τσαρίνης»[32]. Όμως, όπως προκύπτει από τις μεταγενέστερες εξελίξεις και εννοώ την έκδοση της ομοίου περιεχομένου Συνοδικής Πράξεως της Αγίας Μεγάλης Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως περί κυρώσεως της ανυψώσεως του Μητροπολίτη Μόσχας σε Πατριάρχη και αλλαγής της κατά τάξη θέσεως του Πατριαρχείου Μόσχας, το Χρυσόβουλλο αυτό μάλλον δεν κρίθηκε επαρκές από τη ρωσική πλευρά[33]. Και τούτο, διότι ο Τσάρος[34]:
α. επιθυμούσε την τρίτη θέση στα Δίπτυχα, όπως είχε αρχικώς ζητηθεί και όχι την πέμπτη[35], την οποία τελικώς και του παραχωρούσε η απόφαση,
β. θεωρούσε, ότι εκδοθείσα απόφαση δεν είχε το απαραίτητο κύρος, λόγω της μη προσυπογραφής της από τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας, του οποίου η θέση τελούσε εν χηρεία από το 1590.
Το αποτέλεσμα ήταν η επί εννέα μήνες παραμονή του απεσταλμένου Μητροπολίτη Διονυσίου στη Μόσχα, δηλαδή μέχρι τις αρχές του 1592, οπότε και ο Τσάρος επέτρεψε την αναχώρησή του για την επιστροφή του στην Βασιλεύουσα, κομίζοντας και σχετικές επιστολές με τα ακριβή αιτήματα του Τσάρου «στέλλων (ο Τσάρος) καί γενναίαν προσφοράν πρός ἀνέγερσιν νέας πατριαρχικῆς ἐκκλησίας, ἀντί τοῦ ἀρχαίου ναοῦ τοῦ Παντοκράτορος, ἀφαιρεθέντος ὑπό τοῦ Σουλτάνου Μουράτου»[36].
Μετά την άφιξη του Μητροπολίτη Διονυσίου στην Κωνσταντινούπολη, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ομού μετά των λοιπών αρχιερέων και του Τσάρου Θεοδώρου[37] απέστειλε πρόσκληση στην Πατριάρχη Αλεξανδρείας Μελέτιο να τον επισκεφθεί στην Κωνσταντινούπολη. Αυτός πράγματι αποδέχθηκε την πρόσκληση και αφίχθη στην Κωνσταντινούπολη περί τον Νοέμβριο του 1592[38].
Η επίσκεψη αυτή ήρθε ως επιστέγασμα και επισφράγιση της αποκαταστάσεως των διαταραγμένων σχέσεων των δύο Προκαθημένων.
Πράγματι, το πρόβλημα φαίνεται να εμφανίσθηκε, όταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας Β΄, μετά την εκδημία του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σιλβέστρου, προσκάλεσε τον Μελέτιο Πηγά στην Κωνσταντινούπολη για να τον χειροτονήσει[39]. Ο Μελέτιος αρνήθηκε την πρόσκληση, προκαλώντας την δυσαρέσκεια του Οικουμενικού Πατριάρχη[40], χειροτονηθείς τελικώς στην Αλεξάνδρεια την 5η Αυγούστου 1590, προεξάρχοντος του τότε Πατριάρχη Αντιοχείας Ιωακείμ[41]. Η δυσαρέσκεια εκ μέρους του Ιερεμία έγινε ακόμη εντονότερη, όταν δέχθηκε από τον Μελέτιο και κριτική έντονη για τον αντικανονικό χειρισμό του θέματος «του Μητροπολιτικού θρόνου της Μοσκοβίας»[42].
Και το ερώτημα, που τίθεται, είναι αν τελικώς ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Μελέτιος ήταν αντίθετος με την παραχώρηση αυτοκεφάλου καθεστώτος στη Ρωσική Εκκλησία ή όχι;
Η γνώμη μου είναι πως όχι. Και θα εξήγήσω αμέσως την απάντησή μου. Αυτό που κατά την γνώμη μου είναι ευχερώς διαπιστώσιμο, είναι ότι ο Μελέτιος δεν είχε αντίρρηση επί της ουσίας, δηλαδή επί της παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος στη Ρωσική Εκκλησία. Η αντίρρησή του εστιάζεται στην διαδικασία, την οποία ακολούθησε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας, η οποία κατά τον Μελέτιο δεν ήταν σύμφωνη με τους ιερούς κανόνες. Και ως «διαδικασία» κατά τον Μελέτιο θα εννοηθούν τόσο τα όσα έπραξε «επιτοπίως» στη Μόσχα ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας Β΄ όσο και η εκ των υστέρων επικύρωση αυτών από σύνοδο, εκ της οποίας απουσίαζε ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας, όχι βεβαίως ηθελημένως αλλά λόγω χηρείας του θρόνου, πάντως όμως απουσίαζε. Είναι προφανές λοιπόν, ότι ο Μελέτιος υποστηρίζοντας αυτό, που κατ’ ουσίαν και ο Ιερεμίας Β΄ γνώριζε και αναγνώριζε, ότι δηλαδή ο Ιερεμίας Β΄ δεν μπορούσε με ατομική πράξη του να παραχωρήσει αυτοκέφαλο καθεστώς και μετά να επικυρώσει κανονικώς την αντικανονική αυτή πράξη, δεν πρωτοτυπούσε, ούτε εκόμιζε γλαύκας εις ΑΘήνας. Η άποψη του αυτή δεν είναι απλώς και μόνο μία προσωπική άποψη του Μελετίου. Είναι και από νομοκανονικής πλευράς ορθή. Και η ορθότητά της αποδεικνύεται και από τα ίδια τα πραγματικά περιστατικά, που συνθέτουν το επίμαχο γεγονός, ήτοι τόσο αυτά που αφορούν σε όσα διημείφθησαν στην Μόσχα «επιτοπίως» όσο και αυτά που αφορούν σε όσα διημείφθησαν κατά την σύνοδο του Μαΐου του 1590. Όλα τα προαναφερθέντα δικαιολογούν στην συνέχεια και την στάση του Μελετίου στην Γενική Σύνοδο, η οποία συνήλθε στις 12 Φεβρουαρίου του 1593 στο ναό της Παμμακαρίστου. Η σύνοδος αυτή οργανώθηκε κατόπιν προσκλήσεως του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιερεμία Β΄ και όπως προκύπτει από τα πρακτικά της συνόδου[43], συμμετείχαν εκτός του Παναγιωτάτου, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Μελέτιος επέχων και τον τόπον του Πατριάρχη Αντιοχείας Ιωακείμ, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Σωφρόνιος, ο Γρηγόριος Αθανασίου, πρέσβης του Τσάρου στην Κωνσταντινούπολη και πανιερώτατοι αρχιερείς από επαρχίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας[44]. Το αξιοσημείωτο είναι, ότι της συνόδου αυτής προήδρευσε ο Αλεξανδρείας Μελέτιος, ο οποίος και τη συνεκάλεσε, αν και ήταν ασθενής[45], και όχι ο Οικουμενικός Πατριάρχης. Λόγω δε της ασκήσεως της προεδρίας, ήταν αυτός που μίλησε κατά την έναρξη των εργασιών[46], αλλά και κατά την λήξη της συζητήσεως για το «Ρωσικό ζήτημα», εισηγούμενος την δέουσα απόφαση[47].
Ειδικότερα, ως προς την επίλυση του «Ρωσικού ζητήματος», και όπως προκύπτει από τα Πρακτικά της συνόδου[48], ο Μελέτιος, θέλοντας να ανταποκριθεί στην επιθυμία του Τσάρου της Ρωσίας, παρακάλεσε τη σύνοδο, αφού επιδοκιμάσει, εάν κρίνει ότι αυτό είναι σωστό, να ψηφίσει συνοδικώς και να επικυρώσει επί το κανονικότερον, τα όσα έπραξε εσπευσμένως ο Οικουμενικός Πατριάρχης στη Μόσχα ως προς τη μεταβολή του κανονικού καθεστώτος της Ρωσικής Εκκλησίας. Εισηγήθηκε, λοιπόν[49]:
α. την αναβίβαση της Ρωσικής Εκκλησίας σε Πατριαρχείο και την κατάταξη αυτής ως ομοταγούς και συνθρόνου μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών,
β. την άσκηση απ’ αυτήν κανονικής δικαιοδοσίας επί της Ρωσίας και των υπεροβορείων χωρών,
γ. την πέμπτη κατά τάξη θέση αυτής μετά το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων,
δ. την προσφώνηση του Προκαθημένου αυτής ως Πατριάρχου Μοσκόβου και πάσης Ρωσίας και των υπερβορείων μερών.
Η εισήγηση του Μελετίου έγινε δεκτή από τη σύνοδο. Όπως αναφέρεται στα Πρακτικά[50] «Ἐγώ (εννοείται ο Μελέτιος) μέν οὖν ταῦτα οὕτω κρίνω∙ ἡ ἁγία σύνοδος ἀπεφήνατο τό δόξαν∙ Ἱερεμίας ὁ παναγιώτατος οἰκουμενικός εἶπε. Τοῦτο καί ἡμεῖς πρότερον καί ἐπράξαμεν καί ἐγγράφως ἐδηλώσαμεν τῷ εύσεβεστάτῳ βασιλεῖ. Σωφρόνιος ὁ Ἱεροσολύμων παναγιώτατος πατριάρχης ἔφη. Καί αὐτός ἀπαραλλάκτως τά αὐτά ἀποφαίνομαι. Ἡ ἁγία σύνοδος ὁμοθυμαδόν εἶπε∙ τοῦτο ἐπειδή καί κατά τούς ἱερούς νόμους κέκριται, ἅπαντες στέργομεν».
Κατόπιν των ανωτέρω, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας συνέταξε τον σχετικό Τόμο[51], τον οποίο υπέγραψαν τα μέλη της συνόδου και στάλθηκε στον Τσάρο και στον Πατριάρχη Ρωσίας Ιώβ[52].
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, είναι σαφές, ότι ήταν θεμελιώδους σημασίας και αξίας η παρέμβαση του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Μελετίου στην οριστική κανονικῷ τῷ τρόπῳ επίλυση της παραχωρήσεως του αυτοκεφάλου καθεστώτος στην Ρωσική Εκκλησία. Ήταν αυτός, ο οποίος διασφάλισε την εξάλειψη και του τελευταίου ψήγματος ασυμβατότητας με το Κανονικό Δίκαιο στην διαδικασία παραχωρήσεως του αυτοκεφάλου καθεστώτος και κατοχύρωσε ἀπαξ διά παντός την κανονικότητα της Ρωσικής Εκκλησίας. Δυστυχώς, όμως, τα πρόσφατα γεγονότα αποδεικνύουν με τον πλέον αδυσώπητα ρεαλιστικό και αδιαμφισβήτητο τρόπο, ότι ουδείς ασφαλέστερος εχθρός του ευεργετηθέντος.