Οι μαθητές του Κυρίου, κυρίως η στενή ομάδα των δώδεκα, όσων ακολουθούσαν τον Κύριο Ιησού Χριστό νύχτα και ημέρα, κατά την επί της γης παρουσία Του, έγιναν αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες όσων θαυμαστών και υπερβατικών σημείων τελούσε ο Θεάνθρωπος Λυτρωτής κατά τη δημόσια δράση Του. Πολλά απ᾿ αυτά τα σημεία συμπεριλαμβάνονται στα τέσσερα ευαγγέλια, σε όσα βιβλία, δηλαδή, μεταξύ άλλων, ανήκουν στον Κανόνα της Καινής Διαθήκης (1), όπου περιλαμβάνονται, μαζί με την προφορική Παράδοση, όλες εκείνες οι αυθεντικές γραπτές πηγές, οι οποίες μάς πληροφορούν για όσα έπραξε επί της γης ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός.
Όμως, κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη «έστι και άλλα πολλά όσα εποίησεν ο Ιησούς, άτινα εάν γράφηται καθ᾿έν, ουδέν αυτόν οίμαι τον κόσμον χωρήσαι τα γραφόμενα βιβλία»(2). Αυτά τα ελλείποντα, όσα δηλαδή «κενά» υπήρχαν στα κανονικά Ευαγγέλια, επιχειρήθηκε να καλυφθούν με τα λεγόμενα «Απόκρυφα» Ευαγγέλια.
Τα Απόκρυφα Ευαγγέλια προσπάθησαν να καλύψουν όσα, εκ της διδασκαλίας και ζωής του Κυρίου Ιησού Χριστού δε συμπεριλαμβάνονται στα κανονικά Ευαγγέλια. Είναι δε αλήθεια ότι στα Απόκρυφα Ευαγγέλια δεν εισόρμησαν μόνο μυθώδη και πλαστά στοιχεία, τις περισσότερες φορές αποκυήματα φαιδρών λογισμών και φαντασιώσεων κάποιων χριστιανών, αλλά και γεγονότα και πληροφορίες έγκυρες και αληθινές, οι οποίες αργά και σταδιακά ενσωματώθηκαν στη θεία λατρεία της Εκκλησίας μας, και, συνάμα, άσκησαν επιρροή στην εκκλησιαστική τέχνη και στην ποίηση.
Βέβαια, δε δύναται να επιχειρηθεί σύγκριση του περιεχομένου των κανονικών Ευαγγελίων με αυτό των Αποκρύφων, διότι, ως μάς διασώζει ο καθηγητής Βασίλειος Ιωαννίδης, «αι δε μυθώδεις διηγήσεις περί έργων και θαυμάτων του Κυρίου κατά την παιδικήν ιλικίαν, αι περιλαμβανόμεναι εν τοις αποκρύφοις Ευαγγελίοις, ευρίσκονται εις πλήρη αντίθεσιν προς την σοβαρότητα και αξιοπρέπειαν των ευαγγελικών διηγήσεων, διότι όλα τα θαύματα εν τοις αποκρύφοις δεν τελούνται χάριν υψηλού τινος σκοπού, αλλ᾿ απλώς προς ικανοποίησιν προσωπικών συναισθημάτων και πρόκλησιν ασκόπου και ακαίρου θαυμασμού προς την παντοδυναμίαν του Κυρίου και κατ᾿ αυτήν την παιδικἠν ηλικίαν αυτού» (3). Είναι, όμως, και στοιχεία εντός των αποκρύφων Ευαγγελίων, τα οποία υπομνηματίζουν Πατέρες της Εκκλησίας, ως ο Γρηγόριος ο Νύσσης, ο ιερός Αυγουστίνος, αλλά και εκκλησιαστικοί συγγραφείς, ως ο Κλήμης, ο Ωριγένης κ.ά., οι οποίοι υποστηρίζουν ότι πέραν των όσων μυθευμάτων και φανταστικών αναφορών των κειμένων αυτών, υπάρχουν και αληθινές αναφορές, στοιχεία που κατόρθωσαν να διασωθούν στο πέρασμα του χρόνου, κυρίως μέσω των προφορικών παραδόσεων και των προσωπικών πληροφοριών.
Τα σπουδαιότερα απόκρυφα Ευαγγέλια, τα οποία και δεν περιλαμβάνονται στον Κανόνα της Καινής Διαθήκης, δεν αποτελούν, δηλαδή, βιβλία του καινοδιαθηκικού μηνύματος και λόγου, είναι:
Το πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου. Φέρεται να αναφέρεται ψευδώς ως πόνημα του αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, καθώς αγνοεί παντελώς την Ιουδαϊκή θρησκεία, κάτι που ο άγιος Ιάκωβος γνώριζε εμβριθώς. Θεωρείται το αρχαιότερο Ευαγγέλιο, ως και «πρωτευαγγέλιο» εκλήθη, που εξιστορεί την ιστορία του Κυρίου και της Μητρός Του. Η προσπάθεια δε να εξυψὠσει την Παρθένο Μαρία υπέρμετρα, είναι εμφανής.
Το καθ᾿ Εβραίους Ευαγγέλιον. Αυτό γράφτηκε από κάποιον Εβραίο χριστιανό, πρωτίστως στην Αραμαϊκή γλώσσα. Στην ουσία πρόκειται για το κύριο μέρος του Ευαγγελίου του Ματθαίου, επί του οποίου ο εβραίος συγγραφέας προσέθεσε πολλές φανταστικές πληροφορίες και διηγήσεις.
Το κατά Πέτρον Ευαγγέλιον. Το περιεχόμενο του κειμένου δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το κήρυγμα και τις θεολογικές τοποθετήσεις του Αποστόλου Πέτρου.
Το κατά Θωμάν Ευαγγέλιον. Εδώ οι εκδόσεις του κειμένου είναι πολλές. Η πατρότητά του (η εκδοχή αυτή θεωρείται η πλέον βάσιμη), ανήκει σε κάποιον Ισραηλίτη φιλόσοφο, με τ᾿ όνομα Θωμάς. Ως προς τα γραφόμενά του, χαρακτηριστικό είναι το γλαφυρό απόσπασμα που ακολουθεί: «Το απόκρυφον τούτο ευαγγέλιον, γραφέν παρά τινός μυθοπλάστου και τερατολόγου αιρετικού εκ της αιρέσεων των Γνωστικών ή Μανιχαίων, εξιστορεί παιδαριώδη και ασεβή θαύματα του Κυρίου κατά την παιδικήν ηλικίαν, γενόμενα ου μόνον επ᾿ αγαθώ, αλλά και επί κακώ των συνομιλήκων ή και των πρεσβυτέρων του ακόμη, παρουσιαζομένου ούτω του κυρίου επικινδύνου και φοβερού εν τω μέσω των συνηλικιωτών του» (4).
Ιστορία του τέκτονος Ιωσήφ. Πρόκειται για κείμενο που δεν κατόρθωσε να διασωθεί στην ελληνική γλώσσα και αναφέρεται, κυρίως, στην πορεία και ζωή του Ιωσήφ, έως την κοίμησή του, σε ηλικία 111 ετών.
Το κατά Αιγυπτίους Ευαγγέλιον. Αναφέρεται αποσπασματικά σε γεγονότα της ζωής του Κυρίου και προέρχεται από αιρετικές δοξασίες που καλλιεργήθηκαν στην Αίγυπτο, όπου και αρχικά κυκλοφόρησε.
Ευαγγέλιον του ψευδοΜατθαίου. Στην ουσία πρόκειται για ένα σχεδόν όμοιο ευαγγέλιο με αυτό το πρωτευαγγέλιον του Ιακώβου.
Υπομνήματα των πραχθέντων επί Ποντίου Πιλάτου. Κυκλοφόρησε από τον β’ αιώνα μ.Χ., και αναφέρεται σε συζητήσεις και δρώμενα που έλαβαν χώρα στην αυλή και δικαιοδοσία του Ποντίου Πιλάτου.
Πέρα από τα λοιπά απόκρυφα Ευαγγέλια που υπάρχουν (άνω των 60) και στα οποία δε δυνάμεθα να διαχωρίσουμε την ιστορική αλήθεια και τις μυθοπλασίες, αν και τα περισσότερα προέρχονται από τη χορεία των Γνωστικών και των αιρετικών παραφυάδων τους (5), υπάρχουν και απόκρυφα κείμενα τιτλοφορούμενα ως «Πράξεις», αλλά και απόκρυφες Επιστολές, ως και Αποκαλύψεις. Όλων των ανωτέρω οι θέσεις διαπνέονται, στην καλύτερη των περιπτώσεων από ευσεβείς πόθους χριστιανών να εκφράσουν το ζέον και θερμό τους φρόνημα, και να εδραιώσουν, ως θεωρούσαν, τη χριστιανική πίστη των πρώτων αιώνων με πλείστα όσα στοιχεία αναφέρουν εντός των κειμένων τους. Σε άλλη περίπτωση, ίσως είναι και η πλέον διαδιδομένη, ουκ ολίγες ψευδοφιλοσοφικές και αιρετικές ομάδες, εξαιρέτως δε των Γνωστικών, προσπάθησαν να εμφιλοχωρήσουν και να παραχαράξουν το χριστιανικό πλαίσιο, εντός του οποίου, αργά και εμφανώς δυναμικά, αναπτυσσόταν και εδραιωνόταν μια νέα θρησκεία, ο Χριστιανισμός.
Παραπομπές:
Πρβλ. ενδεικτικά, B. H. Branscomb, Jesus and the Law of Moses, New York 1930, A. Harnack, Marcion: das Evangelium vom fremden Gott, Leipzig 1924, M. J. Lagrange, Histoire ancienne du Canon du Nouveau Testament, deuxieme edit, Paris 1933,
Κατά Ιωάννην, 21,25.
Βασιλεἴου Χ. Ιωαννίδου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, εκδ. ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ, Αθήνα 1996, σελ. 468 – 469.
Αυτόθι, σελ. 470 – 471.
Αυτόθι, σελ. 474 – 475.
Του Δημητρίου Λυκούδη, θεολόγου