Στον Παράδεισο θα γνωρίζουμε τους πριν άγιους όπως στη Μεταμόρφωσι γνώρισαν το Μωυσή και τον Ήλία (Μθ I 7, 3).
«Στον ούρανό δεν θα είμαστε άσφαλώς σαν περιπλανώμενα ιερογλυφικά, άλλά ο ένας θα άναγνωρίζη τον άλλο’»,
Ο Νικηφόρος Θεοτόκης γράφει: «Βλέπουν και γνωρίζουν τους δικαίους όχι μόνο τους γνωστούς, ‘άλλα και τους αγνώστους· βλέπουν δε και αύτούς που αδικήθηκαν άπό αύτούς, άλλά από μακρυά, διότι απέχουν πολύ από την άπόλαυσι της αιώνιας βασιλείας και δόξας.
Βλέπει ο μεν πλούσιος ο άνελεήμων και το Λάζαρο που δεν ελεήθηκε απ’ αυτόν· η δε άσελγής Αιγύπτια και τη Σωσάννα τη σώφρονα και τον Ιωσήφ, τον όποιο πείραξε και συκοφάντησε· η δε άδικη Ίεζάβελ και τον Ήλία το δίκαιο και το Ναβουθαί, τον όποιο άδίκησε· ο δε Νέρων ο τύραννος και τον Κωνσταντίνο τον ίσαπόστολο και τον Πέτρο και Παύλο και τους άλλους άγιους που φονεύθηκαν απ’ αυτόν. Επιβεβαιώνει την έννοια αύτή ο λόγος του Κυρίου, «όψονται εις ον [το Σταυρό (πάνω στον όποιο)] έξεκέντησαν (τρύπησαν [το Χριστό])»(Ιω I 9, 37)· αύτό το εκφράζει πιο διεξοδικό ο σοφός Σολομών, λέγοντας· «Τότε στήσεται εν παρρησία πολλή ο δίκαιος κατά πρόσωπον των θλιψάντων αυτόν και των άθετούντων τους πόνους αυτού. Ίδόντες, ταραχθήσονται φόβω δεινω και έκστήσονται επί τω παραδόξω της θεωρίας»(ΣΣολ 5,I -2)
Διευκρινίζει, επίσης: «Αν οι δίκαιοι βλέπουν και άναγνωρίζουν τους καταδίκους, έπεται το ότι θλίβονται, επειδή είναι εύσπλαχνοι και φιλάνθρωποι, η δε θλίψι μικραίνει την τελειότητα της χαράς και της μακαριότητας τους. Η απορία αύτή δέχεται δύο λύσεις, Ιδού η πρώτη·
Οι δίκαιοι δεν βλέπουν καθόλου τους αμαρτωλούς στον άδη, λέχθηκε δε αύτό για την ακολουθία του παραβολικού λόγου, αν και δεν ταιριάζη στο σκοπό της παραβολής, όπως και κάποια λόγια των άλλων παραβολών δεν ταιριάζουν στον παραβολικό σκοπό…
Ιδού και η δεύτερη λύσι· Η παραβολή μιλάει για όσα συμβαίνουν πριν τη Β’ Παρουσία και την κρίσι και άπόφασι του Θεού, κατά τον καιρό που ούτε οι άγιοι άπολαμβάνουν το τέλειο της μακαριότητος, ούτε οι άμαρτωλοί το τέλειο της κολάσεως· έτσι η θλίψι των δικαίων από τη συμπάθεια σημαίνει το άτελές της άπολαύσεως της θείας δόξας· αύτό, όμως, διαρκεί ως την ημέρα της κρίσεως· θλίβονται δε ως τότε, βλέποντας και αναγνωρίζοντας τους κολαζομένους, για να πρεσβεύουν έκτενώς για τη σωτηρία και άπολύτρωσί τους•
«Ένας Ούαλός ιεροκήρυκας ρωτήθηκε κάποτε απ’ τη γυναίκα του, αν θα γνωρίζονταν στον ούρανό.
—Βεβαίως, άπάντησε εκείνος. Δεν πιστεύω να νομίζης, ότι εκεί πάνω θα ‘μασθε πιο ατελείς απ’ ο,τι εδώ στη γη.
Κι άφού άφαιρέθηκε για λίγο στους στοχασμούς του, πρόσθεσε:
—Όμως μου φαίνεται, άγαπητή μου, ότι μπορεί να κάθωμαι δίπλα σου στον ούρανό χίλια χρόνια, χωρίς να σε προσέξω, διότι το πρώτο πράγμα το όποιο θα κάνω όταν φθάσω εκεί θα ‘ναι να δω και να λατρεύσω τον άγαπητό μου Κύριο κι άλήθεια δεν μπορώ να σου πω πότε θα ‘χω μια στιγμή διαθέσιμη για να δω κάτι άλλο, εκτός απ’ τον Λυτρωτή μου».