Σάββατο του Λαζάρου: Το Σάββατο του Λαζάρου, το έχει περιβάλει ο λαός μας με όμορφα έθιμα. Εξ’ αυτών τα κάλαντα τα οποία τραγουδούν τα κορίτσια, οι λεγόμενες «Λαζαρίνες». Από την προηγούμενη ημέρα έχουν συλλέξει άνθη και με αυτά έχουν στολίσει καλαθάκια με τα οποία γυρνούν από σπίτι σε σπίτι, τα τραγουδούν και εύχονται Καλή Ανάσταση. Οι νοικοκυραίοι που άκουγαν τα κάλαντα, έδιναν στις Λαζαρίνες φρούτα, διάφορα φαγώσιμα ή χρήματα.
Σάββατο του Λαζάρου εορτή 11 Απριλίου: Τα παραδοσιακά κάλαντα
Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε των Βαγιών η εβδομάδα.
Ξύπνα Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μέρα σου και η χαρά σου.
Πού ήσουν Λάζαρε; Πού ήσουν κρυμμένος;
Κάτω στους νεκρούς, σαν πεθαμένος.
Δε μου φέρνετε, λίγο νεράκι,
που ‘ν’ το στόμα μου πικρό φαρμάκι.
Δε μου φέρνετε λίγο λεμόνι,
πού ‘ν’ το στόμα μου, σαν περιβόλι.
Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε η Κυριακή που τρώνε τα ψάρια.
Σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μάνα σου από την πόλη, εσένα ‘φέρε χαρτί και κομπολόι.
Γράψε Θόδωρε και εσύ Δημήτρη,
γράψε Λεμονιά και Κυπαρίσσι.
Το κοφινάκι μου θέλει αυγά,
κι η τσεπούλα μου θέλει λεφτά.
Βάγια, Βάγια και Βαγιώ,
τρώνε ψάρι και κολιό.
Και την άλλη Κυριακή,
τρώνε το ψητό τ᾿ αρνί.
Καλή Ανάσταση!
Παραδοσιακά Κάλαντα του Λαζάρου
Αν είναι με το θέλημα και με τον ορισμό σας,
Λαζάρου την Ανάσταση να πω στ’ αρχοντικό σας.
Εβγάτε παρακαλούμε, για να σάς διηγηθούμε,
για να μάθετε τί εγένη, σήμερα στην Παλαιστίνη.
Σήμερον έρχεται ο Χριστός, ο επουράνιος Θεός.
Εν τει πόλει Βηθανία, Μάρθα κλαίει και Μαρία.
Λάζαρον τον αδερφό τους τον γλυκύ και καρδιακό τους,
τρεις ημέρες τον θρηνούσαν και τον μοιρολογούσαν.
Την ημέρα την τετάρτη, κίνησε ο Χριστός για να ‘ρθει.
Και εβγήκε κι η Μαρία έξω από τη Βηθανία.
Και εμπρός του γόνυ κλεί, και τους πόδες του φιλεί.
-Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου, δεν θ᾿ απέθνησκε ο αδερφός μου.
Μα κι εγώ τώρα πιστεύω, και καλότατα εξεύρω,
ότι δύνασ᾿ αν θελήσεις και νεκρούς να αναστήσεις.
-Λέγε, πίστευε, Μαρία άγωμεν εις τα μνημεία.
Κείνοι παρευθύς επήγαν και τον τάφο του εδείξαν.
Τον τάφο να μου δείξετε και ‘γώ θε να πηγαίνω.
Τραπέζι να ετοιμάσετε, και ‘γώ τον ανασταίνω.
Επήγαν και του έδειξαν τον τάφο του Λαζάρου.
Τους είπε και εκύλισαν τον λίθο, πούχε απάνου.
Τότε κι ο Χριστός δακρύζει και τον Άδη φοβερίζει:
-Άδη, Τάρταρε και Χάρο. Λάζαρον θα εσένα τον πάρω.
Δεύρο έξω Λάζαρέ μου, φίλε και αγαπητέ μου.
Παρευθύς από τον Άδη, ως εξαίσιο σημάδι, Λάζαρος απενεκρώθη, ανεστήθη και σηκώθη.
Λάζαρος σαβανωμένος και με το κηρί ζωσμένος.
Εκεί Μάρθα και Μαρία, εκεί κι όλη η Βηθανία.
Μαθητές και Αποστόλοι τότε ευρεθήκαν όλοι,
δόξα τω Θεό φωνάζουν, και το Λάζαρο εξετάζουν.
Καλή Ανάσταση.
Αγερμοί
-Λάζαρε, πες μας τι είδες, εις τον Άδη πού επήγες;
-Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι, να ξεπλύνω το φαρμάκι.
Τής καρδούλας μου το λέω, και μοιρολογώ και κλαίω.
Τού χρόνου πάλι να ‘ρθουμε, με υγεία να σάς βρούμε.
Στον οίκο σας χαρούμενοι, τον Λάζαρο να πούμε.
Σε τούτο τ᾿ αρχοντόσπιτο πέτρα να μη ραΐσει.
Και ο νοικοκύρης του σπιτιού, χρόνια πολλά να ζήσει.
Να ζήσει χρόνια εκατό, και να τα ξεπεράσει.
Καλή Ανάσταση
Κρητικά Κάλαντα του Λαζάρου
Το εμάθατε τι εγίνει σήμερο στην Παλαιστίνη
Στην πο-, στην πόλη Βηθανία, κλαίει η Μα-, κλαίει η Μάρθα κι η Μαρία.
Μάρθα κλαίει τον αδελφό της τον γλυκύ τον καρδιακό της
Τρεις ημέ-, τρεις ημέρες τον θρηνούσε, και τον έ-, και τον εμοιρολογούσε.
Την ημέρα την Τετάρτη κίνησ’ ο Χριστός για νάρθει.
Και εβγή-, και εβγήκε κι η Μαρία, έξω από, έξω από τη Βηθανία.
Και εμπρός του γόνυ κλίνει και τους πόδας του φιλεί
Eαν ή-, εαν ήσουν ’δω Χριστέ μου, δε θ’απέ-, δε θ’απέθαινε ο αδερφός μου.
Μα και τώρα εγω πιστεύω και καλότατα ηξεύρω.
Πως μπορείς, πως μπορείς άμα θελήσεις, και νεκρούς, και νεκρούς να αναστήσεις.
Λέγει, πίστευε Μαρία, άγωμεν εις τα μνημεία.
Τότε ο, τότε ο Χριστός δακρύζει, και τον Ά-, και τον Άδη φοβερίζει.
Άδη τάρταρε και Χάρε, Λάζαρε ήρθα να σε πάρω
δεύρω έ-, δεύρω έξω Λάζαρέ μου, φίλε και, φίλε και αγαπητέ μου.
Λάζαρος απενεκρώθη, ανεστήθη κι εσηκώθη
Ζωντανός, ζωντανός σαβανωμένος, και με το, και με το κερί ζωσμένος.
Λάζαρε, πες μας τι είδες, είς τον Άδη που επήγες;
είδα φό-, είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βά-, είδα βάσανα και πόνους.
Της καρδίας, των χειλέων και μη με ρωτάτε πλέον,
δώστε μου, δώστε μου λίγο νεράκι, να ξεπλύ-, να ξεπλύνω το φαρμάκι.
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ
Κυπριακά Κάλαντα του Λαζάρου
Έαρ σε μας επέφανεν, τοίς πάσι το μηνύον την του Λαζάρου έγερσιν, ξένον, φρικτόν σημείον.
Άνθη και ρόδα εύοσμα, κατάνυξις ψυχής τε, και λέγω σας, ακροαταί, εις την χαράν να είσθε.
Ακούσατε την έγερσιν του τεταρταίου φίλου και την χαράν, ην έλαβον αι αδελφαί εκείνου,
δια να καταλάβετε τι είναι θεία Αγάπη και πως ψυχή λυτρώνεται από πικρόν τον Άδην.
Ως και αυτός ο Λάζαρος, όστις είχεν αγάπην με τον Δεσπότην τον Χριστόν, πολλήν, καθαρωτάτην.
Αρχίζω την διήγησιν κι όλοι ακροασθείτε με πόθον και με προσοχήν, για να ωφεληθήτε.
Ο Λάζαρος κατήγετο από την Βηθανίαν και τον Χριστόν εδέχετο με περισσήν φιλίαν.
Είχεν και δύο αδελφάς, την Μάρθαν και Μαρίαν, είχον αγάπην περισσήν και καθαράν καρδίαν.
Αυτός λοιπόν ησθένησεν ασθένειαν μεγάλην και πυρετός τον έβαλεν, κι είχεν μεγάλην ζάλην.
Μα ο Χριστός ευρίσκετο εις μίαν άλλην πόλιν με όχλον πολυάριθμον ομού και αποστόλοι.
Τοίς μαθηταίς του έλεγεν με την βραχυλογίαν, «σηκούτε να υπάγωμεν πάλιν στήν Βηθανίαν,
ο Λάζαρος κεκοίμηται και θέλω να κινήσω, διά να πάγω προς αυτόν και να τον εξυπνήσω.»
Οι μαθηταίς δεν εννοούν το τι ‘θελεν να είπῃ, ο Λάζαρος απέθανεν, κι είναι μεγάλη λύπη,
ημέρες είναι τέσσερεις, που είναι πεθαμένος και εις τον τάφον βρίσκεται κ᾿ είναι λαζαρωμένος.
Τότε λοιπόν ξεκίνησαν να πάν στην Βηθανίαν οι αποστόλοι κι ο Χριστός και όλ’ η συνοδεία.
Η Μάρθα τους προϋπαντά με θρήνους και με γόους και προσκυνούσα τον Χριστόν, λέγει αυτούς τους λόγους:
«Αν ήσο ωδε, Κύριε, o Λάζαρος, ο φίλος ποτέ δεν θα απέθνησκεν το βέβαιον εκείνος.»
Κι ο Ιησούς μας ο Χριστός τότε συνεκινήθην:
«Μάρθα, Μαρία, μην κλαίτε, μόνον έχετε πίστιν ο γαρ πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνῃ, ζήσει.»
Λέγ’ η Μαρία, «Κύριε, ξεύρω, όσ’ αν αιτήσῃς, Σού τα χαρίζει ο Θεός, αν θέλῃς και ορίσης».
Τής λέγει «πού τεθήκατε τον Λάζαρον τον φίλον, υπάγετε ουν έμπροσθεν και δείξατέ μοι εκείνον».
Και παρευθύς επρόσταξεν τούτον να ποιήσουν, τον λίθον εκ του μνήματος να τον αποκυλίσουν.
Επάνωθεν του μνήματος εστάθην και δακρύζει.
Κι ως άνθρωπος εδάκρυσεν με ευσπλαχνίαν, να δείξει την συμπάθειαν και την επιεικείαν,
και ως Θεός εφώναξεν μιαν φωνήν μεγάλην, «Λάζαρε, δεύρο έξελθε», κι ηκούσθην εις τον Άδην.
Ο Άδης αναστέναξεν, έτρεμεν, εφοβείτον, ως ήκουσεν του Ιησού την θεϊκήν φωνήν του,
τον Λάζαρον απέλυσεν ευθύς και τον αφίνει και τον βιάζει μάλιστα μήπως εκεί απομείνῃ.
Εξήλθεν ουν ο Λάζαρος έξω λαζαρωμένος, κίτρινος, μαύρος και χλωμός και τεταπεινωμένος.
Επρόσταξεν κι ελύσαν του τάς χείρας και τάς πόδας, και πήγεν εις τον οίκον του μονάχος