ΠΡΩΤΑΥΓΟΥΣΤΙΑ: Κοπέλια, φτάνει για σήμερα το παιχνίδι. Πηγαίντε για ύπνο. Αύριο έχουμε Πρωταυγουστιά και θα σηκωθείτε πρωί-πρωί να στρώσω και ν’ αναμαζώξω το σπίτι, γιατί θα ν’ έρθει στο σπίτι μας ο σταυρός. Θα φωτίσει ο παπάς, παιδιά μου.
Εντάξει μάνα, θα σηκωθούμε εμείς πρωί – πρωί, αλλά πες μας, γιάντα φωτίζει ο παπάς την πρώτη τ’ Αυγούστου;
– Ελάτε να κάτσουμε στην αυλή, πούχει εδα καλή δροσινάδα, γιατί η σημερινή κάψα μεγάλη ήτανε και η λάλη σας θα σας πει γιάντα φωτίζει ο παπάς τη πρωταυγουστιά. Ο καθένας θα βαστά την καρέκλα του κι εγώ στο μεταξύ θ’ αναμαζώξω τα πιάτα.
– Μαρία, βάλε στη μέση το τραπεζάκι και βάλε και πιατάκια με πιρούνια για να κόψω την υπόλοιπη καρπούζα που αρχίσαμε το μεσημέρι. Αύριο που δεν τρώνε ούτε λάδι, γιατί είναι Παρασκευή και πρώτη της σαρακοστής του Δεκαπενταύγουστου, θα κόψουμε τη μεγάλη. Σταφύλια θα φάμε, όπως ξέρετε του Χριστού, αφού πρώτα διαβαστούνε στην εκκλησία.
Σε λίγο, η μάνα και τα παιδιά, καθισμένοι στην αυλή τρώγοντας με όσο μεγαλύτερη απόλαυση μπορούσαν το κατακόκκινο καρπούζι, περίμεναν τη λάλη ν’ αρχίσει. Κι εκείνη δεν αργεί.
– Δε θα σας κουράσω, παιδιά μου απόψε, αρχίζει η λάλη, αλλά είναι μερικά πράγματα που πρέπει να τα μάθετε για να καταλάβετε πόσα εμείς οι μεγαλύτεροι περάσαμε και πόσο καλύτερα ζείτε εσείς σήμερα. Αχ, παιδιά μου, στα χρόνια μου, που ήμουνα εγώ κοπελούλα, θυμούμαι ήντα υπόφερε ο κόσμος τον Αύγουστο από το ρίγο.
– Δηλαδή, γιαγιά, ο ρίγος είντα ‘τανε που μας φοβερίζουν καμιά φορά λέγοντάς μας: «Θα σε δείρω και θα σε πιάσει ρίγος;»
– Ο Ρίγος, παιδιά μου, έπιανε τον κόσμο τότε από την ελονοσία κι ο άρρωστος έτρεμε ολόκληρος. Του βάνανε δυο και τρεις κουβέρτες μέσα στη λάβρα του καλοκαιριού μα πάλι έτρεμε! ΄Αστα, μεγάλο βάσανο η αρρώστια τουτηνά. Γι αυτό έμεινε κι όλας και σας φοβερίζουμε μ’ αυτό που σας λέμε «θα σε δείρω και θα σε πιάσει ρίγος». ΄Ητανε το χειρότερο που θα μπορούσε να σου τύχει. Φάρμακα, δεν υπήρχανε για να γίνονται οι άνθρωποι καλά, έτσι, αρρώστια και φτώχια δεν παλεύονταν!
– Και τι κάνατε τότε γιαγιά;
– Ο κόσμος τότε μόνη ελπίδα είχε το Θεό. Πίστευε σ’ Αυτόν, κι Αυτόν είχε για λυτρωμό του σε κάθε δύσκολη στιγμή της ζωής του.΄Ετσι, η εκκλησία αποφάσισε την πρώτη μέρα κάθε Αυγούστου, του δύσκολου μήνα του ρίγου, όπως τον ονόμαζαν, να επεμβαίνει με τις δεήσεις της στο Θεό. Αφού λοιπόν γινόταν ο αγιασμός στην Εκκλησία, όπως κάθε πρώτη του μήνα, οι παπάδες σήκωναν το Σταυρό, το σύμβολο της πίστης μας και τον περνούσαν απ’ όλα τα σπίτια για να φωτίσουν, όπως και των Φώτων. Μόνο, που τώρα έψαλλαν το «Σώσον Κύριε το λαό Σου …
» Θα πρέπει ακόμα, παιδιά μου, να σας πω, πως ήταν τόση η χαρά και η ελπίδα που μετέδιδε ο Σταυρός με τον οποίο ευλόγα ο παπάς, ώστε η κάθε οικογένεια προσέφερε, ως ένδειξη ευχαριστίας από τη νέα σοδειά στάρι, κριθάρι και όσπρια. ΄Ετσι, πάντα κάποιος ακολουθούσε τον παπά μ’ ένα γάιδαρο και τα μάζωνε στις υφαντές σακουλές που είχε μαζί του.
– Γιαγιά, εσένα σ’ έπιασε ποτέ » ο ρίγος; «
– Ναι, παιδί μου, δυο χρονιές και καλά μάλιστα. ΄Ημουνα τυχερή όμως και δεν υπέφερα άλλη γιατί στο μεταξύ βγήκε το κινίνο. Μας τα ποτίζανε σε σκόνη και το έρημο πικρό που ήταν!
Μας δίνανε μετά, θυμούμαι, να φάμε χαρούπια για να γλυκάνει το στόμα μας. Πού τα σημερινά γλυκά και τα φάρμακα που είναι ούλα γλυκά ή είναι κλειστά για να καταπίνονται εύκολα!
Ε, θαρρώ όμως πως είναι ώρα για ύπνο, γιατί η ώρα με την κουβέντα περνά και πρέπει, όπως είπαμε, να σηκωθούμε πρωί για να προλάβουμε το στρώσιμο και τ΄αναμάζωμα του σπιτιού. Πρέπει να μας βρει έτοιμους ο σταυρός που θα μπει στο σπίτι μας για την Πρωταυγουστιά!
– Γιαγιά και γιατί και αύριο θα περάσει ο παπάς, αφού δεν υπάρχει πια ελονοσία;
– Γιατί παιδιά μου, πρέπει να κρατούμε αυτά που βρήκαμε από τους γονιούς μας. Κι ύστερα, ελονοσία μπορεί να μην υπάρχει πια ή να θεραπεύεται αμέσως, όμως υπάρχουν τόσα και τόσα άλλα, που ο Θεός μας μόνο μπορεί να τα κρατήσει μακριά μας. Στηριχτείτε λοιπόν σ’ Αυτόν και πηγαίνετε ήσυχα-ήσυχα για ύπνο!
Από τη Λαογραφική έκδοση «ΣΥΜΠΑΝΕ» του Γιάννη Σκουλούδη και από τα διηγήματα της 3ης ενότητας