Ο μακαριστός Γέροντας Γελάσιος (1902-1987) ήταν από τον κόσμο μεγαλωμένος στη θάλασσα.
Εθελοντής στο Ναυτικό από 15 ετών, επαγγελματίας ψαράς και καπετάνιος.
Μια μέρα τον επισκέφθηκα στον Σιμωνοπετρίτικο Αρσανά όπου ζούσε απλά και ταπεινά ως «φύλαξ Δάφνης και πάσης παραλίας» –αυτό ήταν το διακόνημά του.
– Ευλογείτε, πάτερ, Γελάσιε.
– Ο Κύριος. Ποιος είσαι, δεν σε γνωρίζω.
– Είμαι Γρηγοριάτης Μοναχός.
– Α, κι εγώ Γρηγοριάτης είμαι. Έκαμα εκεί επτά χρόνια. Είχα Γέροντα τον αείμνηστο παπα-Θανάση. Ζω με τις αναμνήσεις των καλών Πατέρων και του Γέροντά μου.
– Πάτερ Γελάσιε, εάν έχει ευλογία, πέστε μου, πότε και γιατί αποφασίσατε να γίνετε Μοναχός;
– Αχ, παιδάκι μου, ήταν θέλημα Θεού, αλλά κι εγώ το ζήτησα. Ο Θεός περιμένει να το ζητήσουμε και αν είναι για το συμφέρον μας, θα μας το δώσει. Έβλεπα από χρόνια τα μεγαλεία του Θεού, και τον δόξαζα.
Αλλά γράμματα δεν ήξερα. Δεν ήξερα ποιος είναι ο Χριστός, πού γεννήθηκε, γιατί σταυρώθηκε. Αφού, όταν πηγαίναμε με τη μητέρα μου στα εξωκκλήσια, τη ρωτούσα, ποια είναι αυτή η Γυναίκα που είναι στο τέμπλο με το παιδάκι στα χέρια της; Τι να σου πω; Δεν ήξερα από Ιερά Ιστορία.
Γεννήθηκα, η μάνα μου βέβαια μου το είπε, το 1902 στις Παλαιές Φωκαιές της Σμύρνης της Μ. Ασίας. Ο πατέρας μου είχε μεγάλη περιουσία, κτήματα και αλυκές, από τις οποίες έβγαζε 5000 τόνους αλάτι τον χρόνο. Μπορούσε να βγάλει και περισσότερο, αλλά δεν του επέτρεπε το Τουρκικό κράτος.
Είχε 60 Έλληνες εργάτες. Εγώ πήγα μέχρι την τετάρτη τάξη του Δημοτικού Σχολείου. Στις 19 Μαΐου του 1913 μας έδιωξαν οι Τούρκοι και δεν μας άφησαν να πάρουμε τίποτε κοντά μας. Μπήκαμε στη δική μας βάρκα, που χωρούσε μόνο εμάς, και βγήκαμε στη Μυτιλήνη.
Ήταν τόσα λίγα τα ρούχα που πήραμε μαζί μας, ώστε η μητέρα μας, όταν ήθελε να μας αλλάξει, μας τύλιγε με ένα σεντόνι και μας έπλενε το παντελόνι και το πουκάμισο. Ο πατέρας μου άρχισε το ψάρεμα και φτιάξαμε πάλι άλλο νοικοκυριό. Είμασταν 4 αγόρια και 4 κορίτσια.
Κάποια συγγενής μας, ονόματι κυρία Ντεληγιάννη, με κάλεσε στην Αθήνα και με έβαλε να υπηρετώ ένα γιατρό επί ένα σχεδόν χρόνο. Αυτός στο σπίτι του είχε μία υπηρέτρια, η οποία συνεχώς με φώναζε, παπά, παπά. Εγώ δεν ήθελα να ακούω αυτή τη λέξη και τη μάλωνα. Εκείνη μου έλεγε ότι έτσι με βλέπει, με ράσα σαν παπά.
Όταν άρχισε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πολεμος, ένας θείος μου μου πρότεινε να με πάρει λαθραίως για την Αμερική. Πράγματι μπήκαμε στο Ελληνικό πλοίο «Μιαούλης», έτοιμοι το πρωί ν’ αναχωρήσουμε. Εκείνο το πρωί, Νοέμβριος του 1916 ή 17, δεν θυμάμαι καλά, έγιναν γεγονότα στην Ελλάδα με την αναχώρηση του Βασιλέως Κωνσταντίνου και τον αποκλεισμό των Γάλλων, κι εμείς ταξιδέψαμε με προορισμό την Αλεξάνδρεια.
Εκεί καθυστερήσαμε 52 ημέρες, διότι το πλοίο έπρεπε να φορτώσει βαμβακόσπορο, να το μεταφέρει στην Αγγλία και μετά να προχωρήσει για την Αμερική.
Φύγαμε απ’ εκεί στις 6 Φεβρουαρίου 1917 και μετά από ταξίδι τριών ημερών, παρουσιάσθηκε ένα αυστριακό υποβρύχιο και μας τορπίλισε. Τότε εμείς ρίξαμε κάτω τις βάρκες και μπήκαμε μέσα για να φύγουμε.
Το υποβρύχιο πλεύρισε τη μία βάρκα μας και την κτύπησε με αποτέλεσμα να μπαίνουν νερά. Ο καπετάνιος του υποβρυχίου μάς ζήτησε τα χαρτιά του πλοίου. Του τα δώσαμε. Μπήκε αυτός στο πλοίο με τους συντρόφους του, ξεσήκωσε όλα τα τρόφιμα, και ό,τι άλλο χρειαζόταν, έβαλε δύο βόμβες και το ανατίναξε.
Εμείς απομακρυνθήκαμε μέσα στο σκοτεινό πέλαγος φοβούμενοι μήπως μας σκοτώσουν. Επί τρία ημερόνυκτα μέσα στο πέλαγος πλέαμε, χωρίς να ξέρουμε πού βρισκόμαστε. Εγώ παρακαλούσα μετά δακρύων τον Άγιο Νικόλαο να μας σώσει και να τον υπηρετήσω σ’ όλη μου τη ζωή. Δεν γνωρίζω άλλον Άγιο, εκτός από τον Άγιο Νικόλαο.
Μετά από τρεις ημέρες μας βρήκε ένα ιταλικό περιπολικό. Μας μετέφερε στη Βεγκάζη και μας έβαλαν σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Αφού συνήλθαμε από τη νηστεία και την ταλαιπωρία, μας μετέφεραν στις Συρακούσες, εν συνεχεία στη Νεάπολη της Ιταλίας, και από εκεί το Ελληνικό Προξενείο μας έστειλε στον Πειραιά.
Εγώ πήγα στη Μυτιλήνη και βοήθησα τον πατέρα μου στην αλιεία μέχρι το 1919. Κατόπιν πήγαμε στην πατρίδα μου, τις Φωκαιές και εξακολουθήσαμε το ψάρεμα μέχρι το 1922, που έγινε ο διωγμός.
Από τους κατοίκους της πόλης οι μισοί έφυγαν για την Ελλάδα με ό,τι μέσο μπορούσαν. Εμείς με τη βάρκα μας ήλθαμε πάλι στη Μυτιλήνη και δουλεύαμε στο ψάρεμα. Μετά από δυο μέρες οι Τούρκοι τσέτες πήγαν στις Φωκαιές. Μάζεψαν όλους τους Χριστιανούς, άνδρες, γυναίκες και παιδιά σε χωριστές ομάδες, και τους έβαλαν στη γραμμή, με σκοπό να τους σκοτώσουν. Έφθασαν στο μεγάλο ποταμό Έρμος.
Μερικοί από τους δυστυχισμένους ετοιμοθανάτους έπεφταν μέσα και πνίγονταν, για να μη βασανισθούν από τους Τούρκους. Μετά το ποτάμι τους περίμεναν αγριεμένες τουρκάλες, οι οποίες έδιναν κάτι στους τσέτες και έπαιρναν όσους ήθελαν και τους σκότωναν με τα τσεκούρια.
Όσους απέμειναν τους οδήγησαν σε μια χαράδρα, τους κατέβρεξαν με πετρέλαιο και τους έκαψαν. Τρεις απ’ αυτούς γλύτωσαν, και μετά από πολλές περιπέτειες ήλθαν στη Μυτιλήνη και μας διηγήθηκαν το οικτρό τέλος των συμπατριωτών τους.
Επειδή και στη Μυτιλήνη είχαμε φόβο, εγώ με τον αδελφό μου αγοράσαμε μεγάλο φορτηγό πλοίο και ήλθαμε να εγκατασταθούμε στον Βόλο. Η δουλειά μας πήγαινε καλά.
Αγοράσαμε σπίτι και παντρέψαμε τις δύο αδελφές μας. Στο διάστημα αυτό της εργασίας μας δεν σταματούσα να λέω στον Θεό, «Θεέ, δείξε μου τον δρόμο σου».
Το Σαββατόβραδο της 3ης Μαΐου του 1930 κοιμήθηκα μέσα στο πλοίο. Το είχαμε φορτώσει γρανίτη και το πρωί έπρεπε να το μεταφέρουμε στον Πειραιά. Εκείνη τη νύκτα είδα στον ύπνο μου ένα ζωντανό όνειρο.
Είδα ότι μία άμαξα στολισμένη με βελούδινα ρούχα έτρεχε. Ξαφνικά βλέπω ένα χέρι να βγαίνει από μπροστά. Με πιάνει και με ανεβάζει επάνω στην καρότσα. Η άμαξα έτρεχε συνεχώς. Μπήκαμε σ’ ένα δάσος.
Μετά είδα μια μεγάλη πεδιάδα και στο μέσο της ένα φρούριο ολόλαμπρο. Η άμαξα σταμάτησε έξω από την πόρτα του φρουρίου. Κατεβαίνει μια γυναίκα και μπαίνει μέσα. Εγώ καθόμουν στην καρότσα και κοίταζα μέσα.
Τι να δω; Ήταν γεμάτο κόσμο. Οι άνθρωποι όμως μου φαίνονταν αλλοιώτικοι. Φορούσαν λαμπρά καινούργια ρούχα και κρατούσαν αναμμένες λαμπάδες. Στο μέσο του φρουρίου υπήρχε ένα μεγαλοπρεπές και φωτοστόλιστο παλάτι, προς το οποίο κατευθυνόταν η σεμνοτάτη εκείνη γυναίκα.
Εμένα μου έλεγε ο αμαξηλάτης: «Κατέβα και πήγαινε και εσύ μέσα…». Πράγματι, κατέβηκα, μπήκα μέσα και άκουγα τον κόσμο που έλεγε: «Η Βασίλισσα, η Βασίλισσα…». Η Βασίλισσα πλησίασε στο παλάτι και ανέβαινε τις σκάλες. Τότε αξιώθηκα και εγώ και είδα τα νώτα της και πλάγια το πρόσωπό της, καθώς ανέβαινε τη σκάλα, διότι ήταν σκεπασμένη.
– Πώς ήταν η Βασίλισσα, Γέροντα;
– Α! Τι να σου πω! (κλαίει) Ήταν ίδια με την εικόνα της, που είναι στο τέμπλο της Μονής Γρηγορίου, της Μετανοίας μας. Τότε εγώ ξύπνησα και απορούσα. Τι είναι άραγε αυτό το ζωντανό όνειρο;
Όταν ξημέρωσε, σηκώθηκα και πήγα στο λιμάνι να δω μήπως είχαμε κανένα γράμμα από το σπίτι μας. Πράγματι βρήκα γράμμα. Κάθισα στο καφενείο και το διάβαζα. Ξαφνικά βλέπω ένα Παπά. Ήλθε στην πόρτα του καφενείου και μου είπε: Έχω θυμίαμα από το Άγιον Όρος, ποιος θα αγοράσει; Τότε εγώ θυμήθηκα το όνειρο της νυκτός, και είπα μέσα μου:
Ας ρωτήσω τον Παπά μήπως ξέρει να μου το εξηγήσει. Αγόρασα τρία χωνάκια θυμίαμα. Όταν έφυγε, πήγα κοντά του και του είπα: «Πάτερ, χρόνια τώρα παρακαλούσα τον Θεό να μου δείξει τον δρόμο του, αλλά δεν ξέρω πού να πάω. Είμαι αγράμματος. Κανένας δεν μου είπε τίποτε». Του εξιστόρησα και το όνειρό μου. Εκείνος μου είπε:
– Παιδί μου, βρήκες Χάρη από τον Θεό. Να πας εκεί που σε στέλνει ο Θεός.
– Πού με στέλνει, πάτερ;
– Θα πας στο Άγιον Όρος.
– Δεν ξέρω κανέναν εκεί. Τι είναι εκεί πέρα;
– Εκεί έχει πολλά Μοναστήρια και θα σε στείλω εγώ. Αυτός είναι ο δρόμος του Θεού. Είσαι μήπως αρραβωνιασμένος ή παντρεμένος;
– Όχι, δεν είμαι τίποτε από αυτά.
– Ωραία. Όμως θα φύγεις σήμερα! Σήμερα θα φύγεις!
Όταν μου το είπε αυτό, μου φάνηκε δύσκολο και έλεγα: Βρε αδελφέ, πώς ν’ αφήσω αδέλφια, καΐκι και να πάω σε ξένο τόπο; Συλλογίσθηκα όμως ότι πρέπει να πάω εκεί που με στέλνει ο Θεός. Του λέω:
– Παππούλη, θα πάω.
– Σήμερα όμως!
– Εντάξει, σήμερα.
Μου γράφει σε ένα χαρτί: Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου, Δάφνη Αγίου Όρους. Και μου είπε: «Άντε και θα ανταμώσουμε στο Άγιον Όρος». Εγώ τότε πήγα στο Πρακτορείο. Βλέπω ένα ατμόπλοιο, «Κρόνος» θυμάμαι ήταν το όνομά του. Γράφω γράμμα στον αδελφό μου, ότι «πηγαίνω κάπου, μη με ζητήσεις. Αργότερα θα σου γράψω πού πάω».
Στις 4:30 το ατμόπλοιο ξεκίνησε. Ε τότε εμένα τι με θέλεις; Όταν είδα το καΐκι μας αραγμένο εκεί στην αμμουδιά, και εγώ να πηγαίνω στον δρόμο του Θεού, που ακόμη δεν ήξερα, πήγα να τρελλαθώ. Λέω: «Παναγία μου, τι έκανα; τρελλάθηκα»; Τώρα όμως το καΐκι έφυγε. Σκέφθηκα να κατεβώ στην πρώτη σκάλα-σταθμό που ήταν η Χίος. Μετά σκέφθηκα και είπα: Α, να κατέβω στη Μυτιλήνη, που είναι εκεί και τα πρώτα μου ξαδέλφια.
Όταν φθάσαμε εκεί, ετοιμάσθηκα και εγώ και κατέβαινα τη σκάλα του πλοίου. Πράγματα, βαλίτσες δεν είχα, διότι μου είχε πει εκείνος ο Παπάς να μη πάρω τίποτα μαζί μου. Όταν είχα φθάσει στο τελευταίο σκαλί και επρόκειτο να μπω στη βάρκα, ακούω πίσω μου μια δυνατή φωνή:
– Πού πας, βρε Γιώργη, έλα πίσω».
Γυρίζω πίσω και βλέπω ότι ήταν ένας φίλος μου παλιός από τη Μυτιλήνη, Παναγιώτης το όνομά του.
– Γεια σου, βρε Παναγιώτη, πάω έξω να ψωνίσω. Του είπα ψέμματα, γιατί ήθελα να ματαιώσω το σχέδιο του Θεού για μένα.
– Έλα εδώ, μου λέει αυτός, έχω απ’ όλα μέσα στο πλοίο. Τι θέλεις να ψωνίσεις έξω.
Αν του έλεγα, ότι εδώ είναι ο προορισμός να κατέβω, δεν θα μου έλεγε έλα πίσω.
– Έλα επάνω, έχω απ’ όλα, μου είπε ξανά.
– Άσε, βρε Παναγή, του λέω, θα ψωνίσω απ’ έξω τσιγάρα και άλλα πράγματα.
Ήταν καλός άνθρωπος, με ανάγκασε να γυρίσω πίσω αφού με τραβούσε από το σακκάκι.
– Αν θέλει ο Θεός, για πού βγαίνεις; με ρωτά.
– Αν θέλει ο Θεός, για την Αλεξανδρούπολη, του είπα. Είχα τον σκοπό μου, βλέπεις. Θα του πω πως έχω δουλειά, ν’ αγοράσω βρώμη και χόρτα για σκούπες. Το βαπόρι έφθασε εκεί. Ετοιμάσθηκα να βγω. «Θα βγω και εγώ μαζί σου» μου λέει ο Παναγιώτης. Φάγαμε σ’ ένα εστιατόριο και επιστρέψαμε στο πλοίο. Έπρεπε ο Παναγιώτης να πάρει τα πράγματά του και να φύγει. Χαιρετηθήκαμε, ώρα καλή, καλό ταξίδι και αν θέλει ο Θεός θα ανταμώσουμε. Προχώρησε ο Παναγής δύο βήματα. Εγώ έμεινα σκεφτικός. Τον φωνάζω.
– Τι είναι, μωρέ Γιώργη;
– Αυτό κι αυτό είδα στον ύπνο μου. Του διηγήθηκα όλη την ιστορία. Εκείνος δάκρυσε και μου είπε: Βρε Γιώργη, αν δεν ήμουν αρραβωνιασμένος, θα ερχόμουν κι εγώ μαζί σου. Λοιπόν να πας εκεί που σε οδηγεί ο Θεός.
– Του λέω, και εσύ το λες, μωρέ παιδάκι μου; Πώς να αφήσω τόσους συγγενείς, φίλους και περιουσία;
– Πήγαινε εκεί που σε πηγαίνει ο Θεός, μου ξαναείπε.
– Το πιστεύω, του λέω, ότι εδώ που πηγαίνω το θέλει ο Θεός, αλλά είναι πολύ δύσκολο και οι άλλοι θα στενοχωρηθούν.
Τελικά ανεβήκαμε στο πλοίο και τη νύκτα φθάσαμε στην Καβάλα και το άλλο πρωί είμασταν στη Δάφνη του Αγίου Όρους. Μπήκαμε με τον Παναγιώτη εκεί σε ένα καφενείο.
Έξω στεκόταν ένας Καλόγερος. Το ερωτά ο Παναγής.
– Από πού είσαι, Πάτερ;
– Είμαι από τη Μονή Γρηγορίου. Ήταν ο μακαρίτης ο Ιακωβος.
– Τούτο το παιδί έρχεται για το Μοναστήρι σας.
Με ευχήθηκε ο Παναγιώτης, με φίλησε κλαίγοντας και μου είπε: «Άντε Γιώργη, στο καλό και μπορεί κάποια φορά ν’ ανταμώσουμε».
Εγώ ευχαρίστησα τον Παναγιώτη που με συνόδεψε μέχρι το Άγιον Όρος, και έφυγε πάλι με το πλοίο για την πατρίδα του.
Ο π. Ιάκωβος μου λέει, ξέρεις από κουπιά;
– Ξέρω.
– Πάρε το ένα εσύ και το άλλο εγώ.
– Δώσε μου και τα δυο. Κάτσε εκεί πίσω εσύ, του είπα εγώ.
– Μωρέ εσύ είσαι καπετάνιος, μου είπε.
Τότε εγώ κάπνιζα και του πρόσφερα ένα τσιγάρο.
– Δεν καπνίζω. Οι Καλόγεροι δεν καπνίζουν.
– Και εγώ θέλω να γίνω όπως εσείς, οπότε δεν πρέπει να καπνίζω;
– Όχι, δεν πρέπει.
Είχα μαζί μου ένα πακέτο. Το πέταξα αμέσως στη θάλασσα.
Φθάσαμε στο Μοναστήρι του Γρηγορίου. Εκείνη την ώρα κτυπούσαν οι καμπάνες. Ήταν η εορτή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, στις 8 Μαΐου.
Μου λέει ο Αρχοντάρης: Για πού, παληκάρι μου;
– Να, λέω, ήλθα κι εγώ να γίνω σαν και εσάς.
– Α, εντάξει. Πάμε στην εκκλησία.
Πάμε μέσα και τι να δω! Όλοι με τα ράσα τους, τα κουκούλια, γενειάδες. Έψαλλαν εκείνη την ώρα το «Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριον…» Είχε αρχίσει η Θεία Λειτουργία. Μπήκα στη Λιτή. Στον κυρίως ναό η ματιά μου έπεσε επάνω στην εικόνα της Παναγίας του τέμπλου. Είπα με τον νου μου: «Να, αυτή είναι η Γυναίκα που ανέβαινε επάνω στο παλάτι με την ολόφωτη στολή. Πήγα γρήγορα να τη χαιρετίσω. Τότε μου λέει ο διάκο-Θεόδωρος, που εκείνη τη στιγμή ήταν μπροστά για τα Ειρηνικά:
– Βρε παιδάκι μου, τόσες εικόνες συνάντησες μπροστά σου, κι αυτή ήλθες να προσκυνήσεις αυτή τη στιγμή;
Τέλος πάντων τη χαιρέτισα. Πήρα στασίδι στο Καθολικό και απ’ εκεί κοίταζα συνεχώς την Εικόνα αυτή και την καμάρωνα.
Τελείωσε η Λειτουργία. Ο Αρχοντάρης μίλησε με τον Ηγούμενο, τον παπά-Θανάση για μένα, ο οποίος με πήρε στο ηγουμενείο και άρχισε να με εξομολογεί από μικρό παιδί και πώς ήλθα εδώ.
– Βρε παιδί μου, ζήτησες με την καρδιά σου τον δρόμο του Θεού, και να, σου τον έδωσε, αλλά να ξέρεις ότι δεν είναι εύκολος. Προπαντός εσείς οι θαλασσινοί είσθε άνθρωποι ελεύθεροι, γι’ αυτό θα δυσκολευθείς.
Τα λόγια του με στενοχώρησαν, και του είπα:
– Γιατί, Γέροντα, μου τα λέτε αυτά; Εσείς μπορέσατε κι εγώ δεν θα μπορέσω; Δάκρυα τότε κυλούσαν από τα μάτια μου.
Εκείνος με κοίταξε καλά και μου είπε:
– Θα μπορέσεις να γίνεις Καλόγερος και καλός Καλόγερος. Άντε τώρα ανέβα στο αρχονταρίκι και εγώ θα σε τακτοποιήσω.
Σε δυο μέρες μ’ έντυσε μ’ ένα παλιό ζωστικό και μ’ έβαλε παραμάγειρα. Μάγειρας ήταν τότε ο Μοναχός Βασίλειος. Με ρωτούσε ο Γέροντας αν είμαι ευχαριστημένος, κι εγώ του έλεγα:
– Είμαι πολύ ευχαριστημένος, Γέροντα. Τι είναι ετούτη η ζωή! αληθινός παράδεισος, δρόμος αληθινά του Θεού.
– Υπομονή να κάνεις, παιδάκι μου.