Ο παπα-Ματθαίος, κατά κόσμον Ιωάννης Μητσόπουλος, γεννήθηκε σ’ ένα χωριό της επαρχίας Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας της Πελοποννήσου, Καρδαρίτσι ονομαζόμενο, το έτος 1905, από γονείς φτωχούς μεν αλλά ευσεβείς, τον Θεόδωρο και την Αικατερίνη.
Ήταν το πρωτότοκο από τα επτά παιδιά τους. Πολλά βιογραφικά στοιχεία από τα πρώτα χρόνια της ζωής του δεν μας έχουν διασωθεί, παρά μόνο ότι στην εφηβική του ηλικία έφυγε από το πατρικό του σπίτι και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα του καιρού εκείνου, όπου έκανε τον πλανόδιο μικροπωλητή, για να εξοικονομεί τα προς το ζην. Φαίνεται όμως ότι από τότε μέσα στη νεανική του ψυχή υπεκαίετο ο πόθος για τη μοναχική ζωή.
Και σε μία στιγμή, κατά το έτος 1927, εγκαταλείπει τα πάντα, τον κόσμο και τα του κόσμου τερπνά και ηδέα, και παίρνει τον δρόμο για το Αγιώνυμο Όρος με τα συγκοινωνιακά μέσα της εποχής εκείνης. Όταν έφθασε στο Άγιον Όρος, οδήγησε τα βήματά του καταρχάς στην Ιερά Σκήτη Αγίου Παντελεήμονος της Μονής Κουτλουμουσίου. Εκεί υποτάχθηκε σε ένα Γέροντα και έλαβε τη λεγόμενη ρασοευχή. Δεν έμεινε όμως για πολύ εκεί, παρά μόνο δύο χρόνια, και κατόπιν πήγε και κοινοβίασε στη Μονή Καρακάλλου, όπου και διήνυσε όλη την υπόλοιπη μοναχική του ζωή μέχρι το τέλος του. Ηγούμενος τότε στη Μονή Καρακάλλου ήταν ο φημισμένος σε ολόκληρο το Άγιον Όρος για την αρετή του παπα-Κοδράτος. Την εποχή εκείνη οι περισσότεροι πατέρες της Μονής είχαν Μικρασιατική καταγωγή. Η υπακοή του στον Ηγούμενο Κοδράτο και η αγωνιστικότητά του, όπως μας έλεγαν άλλοι παλαιοί πατέρες της Μονής, ήταν υποδειγματική. Από τον Ηγούμενο παπα-Κοδράτο έλαβε το μέγα και Αγγελικό Σχήμα και μετονομάσθηκε Ματθαίος.
Μετά την κοίμηση του Ηγουμένου Κοδράτου, επί ηγουμενίας του αρχιμανδρίτη Παύλου, χειροτονήθηκε διάκονος και ιερέας, το έτος 1940, από τον εν Αγίω Όρει εφησυχάζοντα Μητροπολίτη Μιλητουπόλεως Ιερόθεο. Έκτοτε δεν σταμάτησε την θεία Λειτουργία· λειτουργούσε καθημερινά επί 45 ολόκληρα χρόνια, μέχρι το τέλος της επίγειας ζωής του.
Είχε τόσο πόθο και επιθυμία να λειτουργεί κάθε μέρα, ώστε του ήταν αδιανόητο να περάσει μία μέρα που να μη λειτουργήσει. Και όταν δεν είχε εφημερία στο Καθολικό, πήγαινε σε κάποιο παρεκκλήσι της Μονής. Μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι «έπαιρνε καιρό», όπως λέγεται, για τη Θεία Λειτουργία, μόλις άρχιζε το πρώτο ψαλτήρι στον Όρθρο. Ήθελε να μνημονεύει πολλά ονόματα στην προσκομιδή και μνημόνευε όσο γινόταν περισσότερα. Είχε μπροστά του παλιά βιβλία της Μονής τα λεγόμενα «παρρησίαι», που περιέχουν ονόματα κτιτόρων, δωρητών, αφιερωτών και άλλων χριστιανών από παλιά χρόνια, και τα μνημόνευε κάθε ημέρα. Βέβαια δεν προλάβαινε να τελειώσει όλο το βιβλίο σε μία μέρα, αλλά από εκείνο το σημείο που σταματούσε τη μνημόνευση, συνέχιζε την άλλη ημέρα. Όποιος χριστιανός πάλι του έδινε ονόματα για να τα μνημονεύσει, τα κρατούσε, μέχρι που έλιωνε το χαρτί των ονομάτων από τη χρήση. Στα παρεκκλήσια που πήγαινε να λειτουργήσει, έπαιρνε μαζί του και τα χαρτιά με τα ονόματα.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, που είχε σταματήσει να εφημερεύει στο Καθολικό της Μονής λόγω μεγάλης βαρηκοΐας, και πάλι δεν σταμάτησε να λειτουργεί, παρά πήγαινε σε ένα παρεκκλήσι εντός της Μονής, στον άγιο Παντελεήμονα. Λυπήθηκε πολύ τότε που δεν θα μπορούσε να συνεχίσει άλλο την εφημερία στο Καθολικό. Κάποια μέρα του λέει ένας αδελφός: «Γέροντα, τόσα χρόνια έχετε εφημέριος – 43 χρόνια είχε τότε ως ιερέας –, τόσα χρόνια λειτουργείτε κάθε μέρα, τώρα να σταματήσετε για να ξεκουρασθείτε». Και η απάντηση ήταν: «Μέχρι τελευταίας αναπνοής θα λειτουργώ, μέχρι τελευταίας αναπνοής». Και πράγματι συνέχισε να λειτουργεί, και μόνο μία εβδομάδα πριν την κοίμησή του, που λόγω ασθένειας ήταν κλινήρης, σταμάτησε τη Θεία Λειτουργία.
Παρ’ όλο που λειτουργούσε καθημερινά, δεν είχε εξοικειωθεί με το Μυστήριο. Μέχρι τη τελευταία Λειτουργία του διατηρούσε εκείνον τον πρώτο ζήλο και την πρώτη ευλάβεια που είχε ως νέος ιερέας. Φαίνεται ότι τη Θεία Λειτουργία τη ζούσε, γιατί χαρακτηριστικό του ήταν ότι δεν βιαζόταν ποτέ να τελειώσει γρήγορα. Δεν είχε γίνει γι’ αυτόν η Θεία Λειτουργία μια τυπολατρία. Κάποτε τον ρωτήσαμε γιατί θέλει να μνημονεύει τόσα πολλά ονόματα στην προσκομιδή και μας απάντησε με την συνήθη απλότητά του: «Για να ωφελούνται ψυχές».
Σε ολόκληρη τη μοναχική του ζωή στο κελί του τον χειμώνα δεν άναβε σόμπα, όσα κρύα, χιόνια και παγωνιές και αν έκανε. Μόνο στα τελευταία χρόνια της ζωής του δέχθηκε να του ανάβουν φωτιά στο κελί του οι πατέρες. Ακόμη και στο παρεκκλήσι που πήγαινε και λειτουργούσε, ποτέ μέχρι την τελευταία λειτουργία του δεν υπήρχε σόμπα.
Μάλιστα σε εκείνο το κελί που έμενε δεν ήταν δυνατόν να τοποθετηθεί σόμπα. Γι’ αυτό τον λόγο ακριβώς οι πατέρες τον είχαν παρακαλέσει να αλλάξει κελί και να μεταφερθεί στο διπλανό, όπου υπήρχε σόμπα έτοιμη από τις κτιστές. Αυτός δεν ήθελε με κανένα τρόπο να αλλάξει, διότι, καθώς έλεγε, σ’ εκείνο το κελί τον είχε βάλει ο Γέροντάς του από τότε που είχε κοινοβιάσει στο Μοναστήρι. Με τις πολλές παρακλήσεις των πατέρων και του Ηγουμένου δέχθηκε και άλλαξε κελί.
Γενικά ήταν βιαστής και εγκρατής μοναχός. Απέφευγε επίσης συστηματικά την αργολογία, τα σχόλια για πρόσωπα και καταστάσεις και την κατάκριση. Δεν αργολογούσε με κανέναν. Και αν κανείς ήθελε να συζητήσει μαζί του, ήταν λιγόλογος, αρκούμενος στα απαραίτητα. Ποτέ δεν τον ακούσαμε να κατηγορήσει ή να κατακρίνει κανένα. Για όλους τους ανθρώπους είχε καλούς λογισμούς. Όλοι οι άνθρωποι για τον παπα-Ματθαίο ήταν καλοί και άγιοι, γιατί ήταν ο ίδιος καλός. Χαιρόταν μάλιστα υπερβολικά, όταν έβλεπε τους νέους πατέρες της Μονής και γενικά κάθε νέο μοναχό. Πολλές φορές μάλιστα από τη χαρά του άφηνε τον εαυτό του ελεύθερο να ξεσπάσει σε διάφορες φράσεις εγκωμιαστικές γι’ αυτούς.
Είχε επίσης σε μεγάλο βαθμό την αρετή της ξενιτείας. Σε όλη την μοναχική του ζωή δεν είχε εξέλθει στον κόσμο ούτε για λόγους ασθενείας, ούτε για να πάει στην πατρίδα του. Ούτε στις Καρυές δεν πήγαινε.
Ήταν πολύ ταπεινός και ανεξίκακος. Αν κάποτε ερχόταν σε διένεξη ή διαφωνία με κάποιον αδελφό, αμέσως έσπευδε να του βάλει μετάνοια, έστω και αν ήταν κατά πολύ νεότερος ο άλλος αδελφός, μη προσπαθώντας να δικαιώσει τον εαυτό του.
Τις Κυριακές και τις ολονύκτιες αγρυπνίες στη Μονή μας γίνεται συλλείτουργο. Μία Κυριακή, όταν επρόκειτο να φορέσει τα άμφια ο παπα-Ματθαίος, ο βηματάρης του έδωσε ως συνήθως ένα στιχάριο, το οποίο ο παπα-Ματθαίος δεν το ήθελε και ήθελε να φορέσει ένα άλλο. Στην επιμονή του παπα-Ματθαίου ο βηματάρης υποχώρησε και του έδωσε το στιχάριο που ήθελε. Ο παπα-Ματθαίος το φόρεσε και εν συνεχεία τα υπόλοιπα άμφια και κατευθύνθηκε προς την προσκομιδή για να μνημονεύσει ονόματα. Όταν τελείωσε τη μνημόνευση των ονομάτων, είδαν οι συλλειτουργοί ιερείς ότι εξεδύθη πάλι όλη την ιερατική στολή, για να φορέσει το στιχάριο εκείνο που του έδινε στην αρχή ο βηματάρης. Από αυτό το γεγονός μπορεί να καταλάβει κανείς πόσο λεπτή συνείδηση είχε.
Με τα διοικητικά ζητήματα της Μονής ποτέ δεν είχε αναμιχθεί. Ποτέ δεν θέλησε να εκλεγεί Προϊστάμενος, ώστε να είναι απερίσπαστος στις πνευματικές του εντρυφήσεις και γιατί δεν αγαπούσε τα αξιώματα. Παλαιότερα, όταν το Μοναστήρι δεν είχε Ηγούμενο, η Πατριαρχική Εξαρχία που βρισκόταν τότε στο Άγιον Όρος είχε κατέλθει στη Μονή Καρακάλλου να συζητήσει με τους πατέρες για το θέμα της Ηγουμενίας. Κάλεσε τότε η Εξαρχία και τον παπα-Ματθαίο στο συνοδικό της Μονής όπου βρισκόταν, για να τον προτείνει για Ηγούμενο. Ο παπα-Ματθαίος τότε σηκώθηκε από τη θέση του και απευθυνόμενος προς την Εξαρχία είπε: «Εγώ δεν θέλω να αναλάβω Ηγούμενος, μόνο να λειτουργώ θέλω…». Έβαλε μετάνοια στην Εξαρχία και έφυγε ταπεινά από την αίθουσα.
Μία εβδομάδα πριν την κοίμησή του έπεσε στο κρεββάτι από ασθένεια της κοιλιακής χώρας. Δεν μπορούσε να φάει τίποτε, ούτε και έβγαινε από το κελί του. Του είπαν οι πατέρες να τον πάνε στους ιατρούς, αλλά δεν ήθελε. Νόμιζε και είχε την ελπίδα ότι θα γιατρευόταν. Αλλ’ όμως είχε έλθει η ώρα που ο Θεός θα τον καλούσε κοντά Του, για να τον αναπαύσει από τους κόπους του. Το βράδυ της προηγούμενης ημέρας της κοιμήσεώς του είχε φοβερούς πόνους. Έκανε όμως μεγάλη υπομονή. Και την άλλη ημέρα το πρωί, ξημερώνοντας 5 Δεκεμβρίου 1985, εορτή του αγίου Σάββα του Ηγιασμένου, παρέδωσε την αγία του ψυχή εις χείρας Θεού, τον οποίο πόθησε και αγάπησε εκ νεότητος.
Πρόθεση και σκοπός των όσων ανωτέρω αναφέρθηκαν δεν ήταν άλλος, παρά να διατηρήσουμε έστω και μ’ αυτά τα λίγα στοιχεία το μνημόσυνο του μακαριστού ιερομονάχου Ματθαίου Καρακαλληνού, ο οποίος στάθηκε για μας τους νεότερους μορφή άκρας ταπεινώσεως, υπόδειγμα λειτουργού, παράδειγμα κοινοβιάτη μοναχού, ασκητή προσευχομένου, φιλαγίου και φιλοθέου. Είθε ο βίος του να γίνει παράδειγμα και πηγή έμπνευσης για όλους τους νεότερους αδελφούς του Αγιωνύμου Όρους. Ας είναι το μνημόσυνό του αιώνιο. Μορφές όπως του παπα-Ματθαίου θα παραμένουν μεταξύ των αλησμόνητων αγιορείτικων μορφών.
Ι.Π.Κ.