«Σε κάποιον που μιλούσε υποτιμητικά για τα λάθη κάποιου άλλου είπε ότι η μάνα σκεπάζει τα παραπτώματα του παιδιού της και δεν τα κοινολογεί. Το ίδιο πρέπει να κάνει και ο χριστιανός για τον συνάνθρωπό του» (Οσίου Παϊσίου Αγιορείτου, Διδαχές και Αλληλογραφία, εκδ. Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, Μήλεσι, 2007).
Έχει χαρακτηριστεί, και όχι τυχαία, ο άγιος της αγάπης – μολονότι δεν υπάρχει άγιος που η αγάπη να μη συνιστά το θεμέλιο και κάθε υλικό της ζωής του: πώς είναι δυνατόν άλλωστε όταν ο ίδιος ο Θεός μας «αγάπη εστί» που σημαίνει ότι και ο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Αυτού άνθρωπος εξίσου την αγάπη αγωνίζεται να κάνει κτήμα της ύπαρξής του;
Ο Κύριος την αγάπη, όπως Εκείνος βεβαίωσε την απεκάλυψε, δεν θεώρησε ως το γνώρισμα του αληθινού μαθητή Του; «Εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί εστέ, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις». Χωρίς αγάπη, και όλες τις αρετές του κόσμου να έχει κανείς, δεν έχει τίποτε. Γιατί λείπει εκείνο που τις δίνει νόημα, λείπει ο ίδιος ο Θεός. Άγιος της αγάπης λοιπόν έχει χαρακτηριστεί στην εποχή μας ο μέγας όσιος Παΐσιος.
Και θυμάμαι με συγκίνηση μία συνάντηση πριν αρκετά χρόνια με έναν, μακαριστό τώρα, ιερομόναχο αγιορείτη που τον είχαμε επισκεφτεί με ομάδα νέων παιδιών, όταν βρισκόταν αυτός σε μετόχι του Όρους στην Αττική, ο οποίος είχε γνωρίσει πολύ καλά τον όσιο μεγάλο Γέροντα. «Γέροντα», είχε ρωτήσει ένα παλληκάρι, «ποιο το στοιχείο που θα μας λέγατε ότι κυρίως αυτό χαρακτήριζε τον άγιο Παΐσιο;» Και η απάντηση του μακαριστού ιερομονάχου ήλθε άμεση και «αυτόματη»: «η αγάπη του. Ο Γερο-Παΐσιος είχε όλες τις αρετές, κυρίως όμως είχε αγάπη. Την αγάπη του Χριστού τη θυσιαστική, που κάνει τον άνθρωπο «κομμάτια» για χάρη του άλλου».
Αυτήν την αγάπη προβάλλει και το συγκεκριμένο παραπάνω περιστατικό. Ο όσιος παίρνει αφορμή από τη συμπεριφορά μιας μάνας απέναντι στα παιδιά της: είναι έτοιμη να τα δικαιολογήσει και να τα σκεπάσει, ό,τι κι αν έχουν κάνει. Γιατί τα θεωρεί «σπλάχνα» της, κομμάτι του εαυτού της. Πώς να στραφεί κανείς εναντίον του ίδιου του εαυτού του, αν έχει σώας τας φρένας του;
Κι είναι η αγάπη της μάνας τύπος της αγάπης του Θεού απέναντί μας. Μερικός τύπος μάλιστα, γιατί η αγάπη του Θεού υπέρκειται και αυτής ακόμη της αγάπης – η αγάπη του Θεού κινείται σε επίπεδο απειρίας απέναντι στον άνθρωπο. Όπως σημειώνουν οι άγιοί μας ουδέποτε στη Γραφή παρουσιάζεται ο Θεός να αποκαλύπτει ενώπιον των άλλων τα αμαρτήματα ενός ανθρώπου. Πάντοτε τα σκεπάζει, τα δικαιολογεί, περιμένοντας με υπομονή τη μεταστροφή του και την εν επιγνώσει μετάνοιά του. Στο κατεξοχήν παράδειγμα μετανοίας, την παραβολή του ασώτου, ο Θεός Πατέρας το μόνο που κάνει για το απομακρυσμένο από Αυτόν παιδί Του είναι να το προσδοκά με αγάπη.
Κι η αγάπη Του αυτή ήταν που κίνησε τον άσωτο σε μετάνοια όταν άρχισε να νιώθει αυτός τις οδύνες της ορφάνιας του. Κι όταν γυρίζει ταπεινωμένος και ντροπιασμένος στο Πατρικό σπίτι, ο Πατέρας που τον περιμένει δεν λέει τίποτε, δεν τον ελέγχει για τίποτε, παρά μόνο ανοίγει την τεράστια αγκαλιά Του για να τον αποκαταστήσει «όπου ην το πρότερον». Άλλωστε επάνω στον Σταυρό ο Κύριος που «αίρει τας αμαρτίας ημών» τι κάνει; Προσπαθεί και πάλι να μας δικαιολογήσει ενώπιον του Ουρανίου Πατέρα Του. «Πατέρα, συγχώρησέ τους, δεν ξέρουν τι κάνουν» – στην άγνοιά μας οφείλονται οι αμαρτίες μας.
Αλλά και σύνολη η Πατερική παράδοση αυτό πάντοτε δεν εξαγγέλλει; Την κίνηση αγάπης κατά το πρότυπο του Θεού μας που μας καλεί σε κάλυψη πάντοτε του συνανθρώπου μας. Κάλυψη με την έννοια της μη προσβολής του, της μη διακωμώδησής του, της μη ειρωνείας του, της μη εξουδένωσής του. Κι αν χρειαστεί κάποτε να αποκαλύψουμε το λάθος ή το αμάρτημα, τούτο γίνεται για την πράξη, για το γεγονός και όχι για το πρόσωπο του άλλου, προκειμένου να τον βοηθήσουμε στη μετάνοιά του. Διακρίνουμε το πρόσωπο από την αμαρτία, όπως το δίδαξε ο Κύριος στην περίπτωση της μοιχευομένης γυναίκας. «Ουδέ εγώ σε κατακρίνω. Ύπαγε και από του νυν μηκέτι αμάρτανε». «Την ώρα που θα σε σκεπάσεις το λάθος και το αμάρτημα του πλησίον σου, και ο Θεός θα σκεπάσει το δικό σου» σημειώνουν και οι όσιοι αββάδες του Γεροντικού.
Λοιπόν, ο άγιος Παΐσιος κινείται στη γραμμή του Χριστού, των αγίων Αποστόλων, των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Και μας λέει πως σαν τη μάνα κι εμείς, με αγάπη θυσιαστική δηλαδή, πρέπει να στεκόμαστε απέναντι στον κάθε συνάνθρωπό μας. Να σκεπάζουμε τα λάθη των άλλων, να μην τα κοινολογούμε. Διότι μία τέτοια αγάπη μας εντάσσει στο ποτάμι της αγάπης του Θεού και μας φέρνει στο σημείο της διαρκούς κοινωνίας μαζί Του. «Ο Θεός αγάπη εστί και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ».
Κι αν η στάση αυτή θεωρείται δεδομένη για έναν χριστιανό απέναντι στον μεμονωμένο συνάνθρωπο, πόσο περισσότερο ισχύει τούτο απέναντι στην ίδια την Εκκλησία, το ζωντανό σώμα του Χριστού, την ίδια τη μάνα μας. Πόσοι χριστιανοί εύκολα γλιστρούμε στην αδιακρισία και την αντίθεη κατάσταση της κακολογίας για παράδειγμα των ποιμένων της Εκκλησίας, της αποκαλύψεως των θεωρουμένων από εμάς κακώς κειμένων αυτής, όχι γιατί δεν χρειάζεται να επισημαίνουμε τυχόν λάθη και παραλείψεις στο ανθρώπινό της, αλλά γιατί το κάνουμε εκεί που δεν πρέπει – σκοπός μας δεν είναι η διόρθωση αλλά η έκφραση της κακής διάθεσής μας.
Αλλά την ώρα που θα κινηθούμε έτσι αδιάκριτα για την Εκκλησία, εκείνη την ώρα εξίσου αδιάκριτα κινούμαστε και ενάντια στον εαυτό μας. Γιατί υποτίθεται πως είμαστε μέλη αυτής και ο όποιος αδελφός, κληρικός ή όχι, είναι ο κρυμμένος Χριστός.