Η ιστορία της χάνεται στα βάθη των αιώνων. Περίπου τον 1ο αιώνα ο Ευαγγελιστής Λουκάς αγιογράφησε τρεις εικόνες της Παναγίας εκ των οποίων η μία βρίσκεται σήμερα στη Μονή Κύκκου της Κύπρου, η άλλη στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου και η τρίτη στην Παναγία Σουμελά της Βέροιας.

Η παράδοση θέλει μετά τον θάνατο του Ευαγγελιστή Λουκά, την εικόνα να την φέρνει στην Αθήνα ο μαθητής του Ανανίας, και να την τοποθετεί σε περικαλλή ναό. Γι’ αυτό το λόγο ονομάστηκε πρώτα «Παναγία η Αθηνιώτισσα».

Στη συνέχεια η εικόνα πέταξε με θαυματουργό τρόπο από την Αθήνα στον Πόντο. Τότε η Παναγία εμφανίστηκε σε δύο μοναχούς, το Βαρνάβα και το Σωφρόνιο, και τους ζήτησε να ακολουθήσουν την εικόνα και στο σημείο που θα την βρουν να χτίσουν έναν ναό. Έτσι κι έγινε.

Το 386 οι μοναχοί οδηγήθηκαν στις απάτητες βουνοκορφές του Πόντου, στο όρος Μελά, κι εκεί με τη βοήθεια της γειτονικής μονής Bαζελώνα έχτισαν ένα κελί και στη συνέχεια εκκλησία μέσα σε ένα σπήλαιο. Το σοβαρό πρόβλημα της ύδρευσης του μοναστηριού λύθηκε, επίσης σύμφωνα με την παράδοση, κατά θαυματουργό τρόπο. Μέχρι και σήμερα αναβλύζει αγιασματικό νερό μέσα από ένα γρανιτώδη βράχο.

Kοντά στο σπήλαιο κτίστηκε το 1860 ένας πανοραμικός τετραώροφος ξενώνας 72 δωματίων και άλλοι λειτουργικοί χώροι για τις ανάγκες των προσκυνητών, καθώς και βιβλιοθήκη. Γύρω από τη μονή ανοικοδομήθηκαν μικροί ναοί αφιερωμένοι σε διάφορους αγίους. Εκεί λειτούργησε αρχικά και το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας.

Τη μονή, που κατά καιρούς δεχόταν επιθέσεις από αλλοεθνείς και κλέφτες, προίκισαν οι αυτοκράτορες Κομνηνοί. Συγκεκριμένα, μεγάλοι ευεργέτες της μονής ήταν ο Μανουήλ Γ’ Κομνηνός (1390-1417) ο οποίος προσέφερε στη μονή ανεκτίμητης αξίας Σταυρό με τιμιόξυλο, και ο Αλέξιος Γ’ (1349-1390), ο οποίος αφού τον έσωσε η Mεγαλόχαρη από μεγάλη τρικυμία και τον βοήθησε να νικήσει τους εχθρούς της, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης την οχύρωσε καλά, έχτισε πύργους, νέα κελιά και ανακαίνισε τα παλαιά της κτίσματα. Tης χάρισε 48 χωριά και εγκατέστησε 40 μόνιμους φρουρούς για την ασφάλειά της. Για το λόγο αυτό ανακηρύχθηκε από τους μοναχούς ως «νέος Kτήτωρ».

Επίσης, πολλά από τα προνόμια που χορήγησαν οι Kομνηνοί στη μονή επικυρώθηκαν και επεκτάθηκαν επί Tουρκοκρατίας με σουλτανικά φιρμάνια και πατριαρχικά σιγίλλια. Ως ευεργέτες αναγράφονται επίσης στους κώδικες της μονής οι σουλτάνοι Βαγιαζήτ Β΄, Σελήμ Α΄ (ο οποίος θεραπεύτηκε από σοβαρή ασθένεια με τη βοήθεια του αγιάσματος της μονής), Μουράτ Γ΄, Σελήμ Β΄, Iμπραήμ A΄, Μωάμεθ Δ΄, Σουλεϊμάν Β΄, Μουσταφά Β΄, Αχμέτ Γ΄.

Στη μονή, που λειτουργούσε μέχρι το 1922, υπήρχαν πολύτιμα έγγραφα και αρχαία χειρόγραφα, ανάμεσά τους το πρώτο ελληνικό χειρόγραφο του Διγενή Aκρίτα, το οποίο βρήκε το 1868 ο ερευνητής Σάββας Iωαννίδης.

Λίγο πριν από τον ξεριζωμό των Ελλήνων του Πόντου, οι μοναχοί έθαψαν τα πολύτιμα θησαυρήσματα της μονής, δηλαδή την εικόνα της Παναγίας, τον σταυρό του Μανουήλ Γ’ Κομνηνού με το τίμιο ξύλο και το Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου, στο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, που βρίσκεται περίπου ένα χιλιόμετρο μακριά από τη μονή.

Το 1930, με διπλωματικές ενέργειες μεταξύ των δύο χωρών, Ελλάδας και Τουρκίας, βρέθηκαν και δόθηκαν στην ελληνική αντιπροσωπεία, η οποία τα τοποθέτησε στο Βυζαντινό μουσείο μέχρι το 1951.

Τότε, και με έκκληση των Ποντίων, ανεγέρθη στις πλαγιές του Βερμίου στο χωριό Καστανιά η νέα μονή, στην οποία τοποθετήθηκαν τα θησαυρήσματα για προσκύνημα.

Εκκλησία Online
Γράψε το σχόλιό σου

Αφήστε μια απάντηση

Comment moderation is enabled. Your comment may take some time to appear.