Η Ιερά Μονή Παναγίας Βαρνάκοβας, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, είναι ένα από τα ιστορικότερα[1][2] μοναστήρια της Ελλάδας. Ιδρύθηκε κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο, το έτος 1077, από τον Όσιο Αρσένιο τον Βαρνακοβίτη και γρήγορα ανεδείχθη σε θρησκευτικό κέντρο μεγάλης ακτινοβολίας, θέση που διατηρεί μέχρι και σήμερα, αποκαλούμενη «η Αγία Λαύρα της Ρούμελης». Το χαρακτηριστικό της όνομα «Βαρνάκοβα» πιθανώς προέρχεται από παλαιότερο σλαβικό τοπωνύμιο.
Η Μονή βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού Φωκίδας, στον πρώην Δήμο Ευπαλίου, 25 περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Ναυπάκτου, στον παλαιό δρόμο του Λιδωρικίου. Είναι κτισμένη πάνω σε έναν μικρό λόφο στις παρυφές των Βαρδουσίων Ορέων και σε υψόμετρο 750 περίπου μέτρων, μέσα σε πυκνό δάσος από δρυς και αγριοκαστανιές, με πλουσιότατη θέα προς την ορεινή Ναυπακτία, τη Δωρίδα, το Όρος Γκιώνα και τον ποταμό Μόρνο.
Κορυφαίο κειμήλιο του μοναστηριού υπήρξε η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Βαρνάκοβας. Η εικόνα έφερε εμφανές ράγισμα κατά μήκος του προσώπου της Θεοτόκου, που σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες δημιουργήθηκε από τοπικό σεισμό στις 15 Αυγούστου 1940, την ώρα του τορπιλισμού του ευδρόμου Έλλη στην Τήνο. (Καταστράφηκε από πυρκαγιά την Κυριακή 14 Ιουνίου του 2020, μαζί με άλλα ιστορικά κειμήλια.)
Η επωνυμία «Βαρνάκοβα» (ή «Βερνίκοβα», ή «Βερνίκωβα», ή «Βερνικώ»), την οποία φέρει η Μονή, ερμηνεύεται με διάφορους τρόπους από τους ιστορικούς. Κατά μία εκδοχή, το όνομα προέρχεται από σλαβικό τοπωνύμιο του 10ου αιώνα. Κατά μία άλλη, η εικόνα της Παναγίας είχε έλθει από την πόλη Βάρνα της Βουλγαρίας, εξ ου και η ονομασία.[3]
Όπως αναφέρει η κτητορική επιγραφή, η οποία βρίσκεται στο εσωτερικό του Καθολικού, εντοιχισμένη υπεράνω της πύλης που συνδέει τον εξωνάρθηκα με τον κυρίως ναό, η Μονή ιδρύθηκε το 1077, επί αυτοκράτορος Μιχαήλ Ζ’ Δούκα (Παραπινάκη) (ο οποίος θήτευσε το διάστημα 1071-1078) και Οικουμενικού Πατριάρχου Κοσμά Α’ Ιεροσολυμίτου (1075-1081). Ιδρυτής της ήταν ο Όσιος Αρσένιος Βαρνακοβίτης, μοναχός καταγόμενος από την Καρυά Δωρίδας, ο οποίος αφιέρωσε τον πρώτο ναό στο Γενέθλιο της Θεοτόκου. Παράλληλα όμως εορταζόταν και η Κοίμηση της Θεοτόκου, η οποία τελικά επεκράτησε ως κυρία εορτή της Μονής.[3]
Επί αυτοκράτορος Αλεξίου Α’ Κομνηνού (1081-1118) και Οικουμενικού Πατριάρχου Νικολάου Γ’ Κυρδινιάτη (Γραμματικού) (1084-1111), συμπληρώνεται και αγιογραφείται ο αρχικός ναός (το 1084[3]) και ολοκληρώνεται η κατασκευή του μοναστικού συγκροτήματος, ενώ λίγο αργότερα (το 1148) ιδρύεται δεύτερος και μεγαλοπρεπέστερος ναός. Ο ίδιος ο Αλέξιος Κομνηνός περιεβλήθη το Μοναχικό Σχήμα με το όνομα «Ακάκιος» και ετάφη μέσα στον Ναό της Παναγίας.[εκκρεμεί παραπομπή] Στον ίδιο Ναό ετάφη και ο Εμμανουήλ Πορφυρογέννητος, που είχε διαδεχθεί τον Ιωάννη Ανδρόνικο και αυτός τον Αλέξιο Κομνηνό στο θρόνο. Στη Μονή βρέθηκε επιγραφή σε πέτρινη λάρνακα που αναφέρει τα ονόματα “Σεβαστοκράτωρ Άννα και Κωνσταντίνος” (Κομνηνοί)[4] Την περίοδο εκείνη η Μονή κατέχει αρκετά μετόχια στην γύρω περιοχή, με μερικά από αυτά να προέρχονται από αφιερώσεις των Κομνηνών, γεγονός που μαρτυρεί την ακτινοβολία της. Στις αρχές του 13ου αιώνα, όπως αναφέρεται στο κτητορικό της Μονής για το έτος 1212, ζούσαν στη Βαρνάκοβα 96 ιερομόναχοι και διάκονοι, ενώ η περιουσία του Μοναστηριού ήταν μεγάλη, ανάλογη του κύρους του.
Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, το 1204, το Μοναστήρι τέθηκε υπό το Δεσποτάτο της Ηπείρου (1204-1359) και παρέμεινε εντεταγμένο σε αυτό για όσο το Δεσποτάτο υπήρχε (δηλαδή ως το 1359, οπότε και ενσωματώθηκε ξανά στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία).
Οι Κομνηνοί Δούκες, άρχοντες του Δεσποτάτου, αγάπησαν τόσο πολύ την Παναγία τη Βαρνάκοβα, ώστε μερικοί εξ αυτών επέλεξαν το καθολικό της Μονής ως τόπο ενταφιασμού τους. Μάλιστα, τουλάχιστον δύο από αυτούς έγιναν μοναχοί: ο Αλέξιος, με το όνομα Ακάκιος, ο κάποτε ηγούμενος (όπως αναφέρθηκε ήδη) και ο πατέρας του Εμμανουήλ, με το όνομα Ματθαίος. Το 1919, ο αρχαιολόγος Αναστάσιος Ορλάνδος ανακάλυψε τους τάφους τους κάτω από το δάπεδο του εσωνάρθηκα, ενώ σώζονται μέχρι σήμερα στη Μονή οι επιτύμβιες πλάκες.