Ὁ Ἰωσὴφ ὁ Πάγκαλος ἡγεῖται τοῦ χοροῦ τῶν ἑορταζόντων στὸ μέγιστο καὶ παγκοσμίων διαστάσεων γεγονὸς τῆς θείας συγκατάβασης, τῆς πορείας τοῦ Κυρίου πρὸς τὸ ἑκούσιον πάθος. Στὸ πρόσωπό του βρίσκουν ἐφαρμογὴ τὰ εὐαγγελικὰ μηνύματα τῆς συμφιλίωσης καὶ τῆς συγχωρητικότητας, τῆς σωφροσύνης καὶ τῆς καρδιακῆς καθαρότητας.
Μπορεῖ ἐκεῖνος νὰ μὴν ἄκουσε τὸ γλυκόηχο ἄγγελμα τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἐχθρούς· μπορεῖ νὰ μὴν γνώρισε ἀπὸ κοντὰ τὸ ἱλαρὸν πρόσωπο τοῦ Νυμφίου τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο ἐμπνέει τὴ διακονία, τὴ θυσία καὶ τὴν τιμιότητα· μπορεῖ νὰ ἔζησε ἑκατοντάδες χρόνια πρὶν ἀπὸ Αὐτόν. Ὅμως, ὅλα αὐτὰ δὲν τὸν ἐμπόδισαν νὰ ἀναδειχθεῖ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, εὐαγγελιστὴς πρὶν τὸ εὐαγγέλιο, σώφρων σὲ καιροὺς ἀφροσύνης, ὑπάκουος μαθητὴς πρὶν τὴν ἐμφάνιση τοῦ Διδασκάλου.
β) Ὁ Ἰωσὴφ ἀποτελεῖ τύπο, προτύπωση καὶ προεικόνιση τοῦ Χριστοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. «Καὶ ἦν Ἰωσὴφ καλὸς τῷ εἴδει καὶ ὡραῖος τῇ ὄψει σφόδρα», ἀναφέρει ὁ συγγραφέας τῆς Γένεσης (39, 6), ποὺ ἀναδείχθηκε σπουδαία φυσιογνωμία, στὴν ὁποία συνδυάσθηκε ἄριστα τὸ ἐξωτερικὸ κάλλος μὲ τὴ λαμπρότητα τοῦ ψυχικοῦ κόσμου. Σκεπτόμενος τὸν Ἰωσήφ, ὁ νοῦς ἀνάγεται στὸν ἐράσμιο Νυμφίο τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος εἶναι «τῷ κάλλει ὡραῖος παρὰ πάντας ἀνθρώπους», ποὺ προσκαλεῖ σὲ ἑστίαση πνευματικὴ κάθε διψασμένη καὶ πεινασμένη ψυχή. Καὶ πράγματι, ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἀποτελεῖ συμπόσιο πνευματικό, στὸ ὁποῖο ἔχουν κληθεῖ νὰ μετάσχουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι· χορταίνουν ὅμως ἀπὸ τὰ πνευματικὰ ἐδέσματα, ὅσοι ἔχουν «ἔνδυμα γάμου», δάκρυα μετανοίας καὶ φόβο Θεοῦ.
γ) Ὅπως ὁ Χριστός, «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (Α΄Πέτρ. 2, 22), ἔτσι κι ὁ Ἰωσήφ, στάθηκε τίμιος μὲ τὸν ἑαυτό του μὲ τὸν Θεὸ τῶν πατέρων του ἀλλὰ καὶ τοὺς συνανθρώπους του. Κι ἐνῶ οἱ πειρασμοὶ τῆς φιληδονίας καὶ τῆς ἐκδίκησης στὴν περίπτωσή του ἦταν ἰδιαίτερα ἀπειλητικοί, ἐκεῖνος κοσμούμενος μὲ σωφροσύνη οὔτε τὴν τιμὴ τοῦ κυρίου του προσέβαλε οὔτε τὰ ἀδέλφια του ποὺ τὸν πούλησαν σκλάβο ἐκδικήθηκε. Καὶ μπορεῖ ἡ Αἰγύπτια σύζυγος τοῦ ἀρχιμάγειρα τοῦ Φαραὼ Πετεφρῆ νὰ εἶδε τὸν Ἰωσὴφ ὡς σκεῦος ἡδονῆς, ἐκεῖνος ὅμως δὲν ἐνέδωσε στὸ πάθος. Μὲ ἀμετάτρεπτη γνώμη «ἔφυγε τὴν ἁμαρτίαν, καὶ γυμνὸς οὐκ ἠσχύνετο, ὡς ὁ πρωτόπλαστος πρὸ τῆς παρακοῆς».
δ) Ἡ τιμιότητα ὅμως πληρώθηκε ἀκριβά, ἀφοῦ ὁδηγήθηκε στὴ φυλακή. Ἀλλὰ κι ἐκεῖ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν τὸν ἐγκατέλειψε. Ἀντίθετα, ὅπως γράφει ὁ ὅσιος Νικόδημος, ἔγινε ἀφορμὴ «μὲ τὴν ἐπίλυσιν τῶν ὀνειράτων, ὁπού ἐκεῖ εἰς τὴν φυλακὴν τινῶν βασιλικῶν καταδίκων ἔκαμε, τὸν ἐβγάνουν ἀπὸ τὴν φυλακὴν καὶ εἰς τὸν βασιλέα παρρησιάζεται καὶ κύριος πάσης γῆς Αἰγύπτου γίνεται». Ὁ Ἰωσὴφ παρὰ τὶς ἀντίξοες ἐξωτερικὲς συνθῆκες ἀκολούθησε πιστὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴ φωνὴ τῆς ἁγνῆς του συνείδησης. Διότι, ἐνῶ τὰ ἀδέλφια του τὸν πούλησαν, κινούμενα ἀπὸ φθόνο ἐξαιτίας τῆς ἀγάπης τοῦ πατέρα τους πρὸς αὐτόν, ἐκεῖνος ὄχι μόνο τὰ δέχθηκε καὶ τὰ στήριξε στὴν ἀδυναμία τους, ὡς «Ἄρχων γῆς Αἰγύπτου», ἀλλὰ θεώρησε καὶ τὴν πώλησή του στοὺς Ἰσμαηλίτες ὡς θέλημα Θεοῦ!
ε) Τὸν πάγκαλο Ἰωσὴφ ἀκολουθοῦν στὸ πνευματικὸ χορὸ οἱ φρόνιμες παρθένες, ποὺ κρατᾶνε λαμπάδες ὁλόφωτες γεμίζοντάς τες μὲ λάδι, τὶς θεῖες ἀρετές. Ἕπονται οἱ πιστὲς μαθήτριες, ἡ πόρνη γυναίκα, καὶ ὁ εὐγνώμων ληστής. Ἀναρωτιέται ὁ εὐλαβὴς προσκυνητὴς τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, τί νὰ πρωτοθαυμάσει ἀπὸ τὴ ἱερὴ αὐτὴ χορεία, τὴν φιλόθεη ξυνωρίδα; Τὴν ἐπαγρύπνηση καὶ ἐγρήγορση τῶν πέντε φρονίμων παρθένων; Τὰ δάκρυα καὶ τοὺς στεναγμοὺς τῆς πόρνης; Τοῦ ληστῆ τὴ μετάνοια; Τὴν παρρησία καὶ τό θάρρος τῶν μαθητριῶν; Ὅλα μποροῦν νὰ ἐμπνεύσουν. Ὅλα κρύβουν τὴ φύτρα τῆς ἐν Πνεύματι ζωῆς.
στ) Ἀκολουθοῦν τὸν Χριστὸ στὸ ἑκούσιο πάθος καὶ συμπληρώνουν τὴ μεγάλη χορεία, οἱ φοβισμένοι, ταραγμένοι καὶ σκεπτικοὶ μαθητές, ποὺ παρότι μυσταγωγοῦνται στὸ μυστήριο τοῦ σταυροῦ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, τὰ γεγονότα τοὺς ὑπερβαίνουν καὶ σκανδαλίζονται. Ὁ Ἰούδας προδίδει τὸ Διδάσκαλο καὶ χάνεται μέσα στὴν ἑωσφορικὴ μοναξιὰ καὶ τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας. Ὁ Πέτρος ἀρνεῖται τὸν Κύριο, ἄλλοι μαθητὲς ραθυμοῦν, ἐνῶ ἄλλοι σκορπίζονται «ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα». Χρειάσθηκαν τὰ δάκρυα τῆς μετάνοιας, οἱ λαμπηδόνες τῆς θείας ἀγάπης καὶ ἡ ἀναστάσιμη ἐμπειρία, γιὰ νὰ ἀποκαταστήσουν οἱ μαθητὲς ὡς ἀπόστολοι πλέον πλήρη κοινωνία μὲ τὸν Ζωοδότη Χριστό.
ζ) Ὑπάρχουν κι ἄλλοι, ποὺ δὲν θεωροῦν ἁπλῶς «μακρόθεν» τὰ γενόμενα, ἀλλὰ καταδικάζουν ὡς κακοῦργο τὸν εὐεργέτη, ὡς παράνομο τὸ νομοθέτη, «ὡς κατάκριτον τὸν πάντων βασιλέα». Καὶ δὲν εἶναι μόνο οἱ Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι, εἶναι οἱ ἀρνητὲς ἀλλὰ καὶ οἱ θρησκόληπτοι ὅλων τῶν αἰώνων ποὺ κατακρίνουν καὶ δικάζουν ὅλους τούς ἄλλους, ἀλλὰ οἱ ἴδιοι δὲν κουνοῦν τὸ δάκτυλό τους νὰ μποῦν στὴ βασιλεία Του. Λόγω τῆς σκληροκαρδίας καὶ τῆς οἴησης ἀδυνατοῦν νὰ ἀγαπήσουν τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο καὶ μένουν ἔξω «τοῦ νυμφῶνος τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.