Μέσα στο πέρασμα των αιώνων, και καθώς η ιστορία διέβη βασιλείς, αυτοκράτορες, πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές, πολέμους και φυσικές καταστροφές, η Εκκλησία ύφαινε τη δική της πορεία.
Απαρχής του Χριστιανισμού, από την έλευση του Χριστού και στη συνέχεια από τη δράση των Αγίων Αποστόλων έως τη σήμερον, καθώς κατέγραψαν τα γεγονότα τα βιβλία της Καινής Διαθήκης αλλά και οι ύστεροι Εκκλησιαστικοί συγγραφείς, γεγονότα, πρόσωπα και καταστάσεις σημάδεψαν το περιεχόμενο της Εκκλησιαστικής ιστορίας.
Μέσα σε αυτή τη διαδρομή της, η Εκκλησία, εκτός από τα φωτεινά παραδείγματα των μαρτύρων και των Αγίων Της, πολλάκις αντιμετώπισε εντός των κόλπων Της, δύσκολες και σκανδαλώδης καταστάσεις.
Την προδοσία του μαθητή, την άρνηση του Πέτρου, την εγκατάλειψη των μαθητών την ώρα του Θείου Πάθους, την αίτηση για πρωτοκαθεδρίες, την πτώση ενός εκ των επτά διακόνων, τις διαμάχες ιεραρχών μέσα στην βυζαντινή ιστορία, τις αιρέσεις από τα ίδια τα μέλη Της.
Και όμως, ουδέποτε απέκρυψε όλες αυτές τις σκιώδης καταστάσεις. Έχοντας ως Κεφαλή Της τον Φωτοδότη Χριστό, ουδέποτε φοβήθηκε το σκοτάδι. Αντιθέτως, κατέθεσε ακόμα και τα σκανδαλώδη περιστατικά για να καταδείξει ότι μέσα στην κοινωνία των ανθρώπων, τα πάθη και οι αδυναμίες ουδέποτε θα πάψουν να υπάρχουν.
Ακόμα και μέσα στην ίδια την Εκκλησία, οι άνθρωποι είτε θα μεταμορφωθούν με την χάρη του Θεού και μόνο, είτε θα εκπέσουν γιατί ουδέποτε θέλησαν να αλλάξουν πραγματικά τη ζωή τους. Όλα αυτά τα άσχημα περιστατικά, η Εκκλησία τα παρουσιάζει, διότι έχει σκοπό να διδάξει ότι η σωτηρία είναι συνεργεία Θεού και ανθρώπου. Κυρίως όμως υπογραμμίζει το γεγονός ότι το Σώμα της Εκκλησίας αγιάζεται χάρη στην Κεφαλή Της, τον Χριστό.
Ένα τέτοιο σκοτεινό περιστατικό που σκανδαλίζει, μα ταυτόχρονα είναι επίκαιρο όσο ποτέ, μας διηγείται το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων.
Η Εκκλησία, βηματίζουσα κάτω από την καθοδήγηση των Αγίων Αποστόλων, προσπαθούσε να θεμελιώσει τον τρόπο ζωής των πρώτων Χριστιανών.
Ιδιαίτερη σημασία και μέριμνα, μεταξύ της κοινότητας, ήταν η ισότητα μεταξύ των μελών Της. Στη Βασιλεία του Θεού, δεν ήταν δυνατόν να υπάρχουν άνθρωποι που ήταν οικονομικά ευκατάστατοι από τη μία πλευρά και από την άλλη να υπάρχουν αδελφοί τους που υστερούνταν και των βασικών αγαθών.
Η πρώτη Εκκλησία, αντιμετώπιζε την κοινότητα ως μία οικογένεια. Η μάλλον καλύτερα ως ένα σώμα, και καθώς καταθέτει ο απόστολος Παύλος, δεν είναι δυνατόν να υποφέρει ένα μέλος του σώματος χωρίς να πονάει ολόκληρο το σώμα.
Κατά αυτόν τον τρόπο λοιπόν, οι ευκατάστατοι Χριστιανοί, πουλούσαν την ακίνητη περιουσία τους και την κατέθεταν σε ένα κοινό ταμείο της Εκκλησιαστικής κοινότητας. Έπειτα, οι απόστολοι, διένειμαν σε κοινές τράπεζες ώστε να μην υστερείται κανείς.
«Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. καὶ μεγάλῃ δυνάμει ἀπεδίδουν τὸ μαρτύριον οἱ ἀπόστολοι τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, χάρις τε μεγάλη ἦν ἐπὶ πάντας αὐτούς. οὐδὲ γὰρ ἐνδεής τις ὑπῆρχεν ἐν αὐτοῖς· ὅσοι γὰρ κτήτορες χωρίων ἢ οἰκιῶν ὑπῆρχον, πωλοῦντες ἔφερον τὰς τιμὰς τῶν πιπρασκομένων καὶ ἐτίθουν παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων· διεδίδετο δὲ ἑκάστῳ καθότι ἄν τις χρείαν εἶχεν. » (Πρξ 4, 32-35)
Η καρδιά και η ψυχή των πρώτων Χριστιανών ήταν μία. Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ώστε ουδείς έλεγε ότι κατέχει το οτιδήποτε. Είναι δε μεγάλη μαρτυρία και εκπληκτικό το γεγονός ότι μέσα σε αυτή την κοινότητα δεν υπήρχε κανένας ενδεής και φτωχός!
Μεταξύ των εύπορων μαθητών Χριστιανών υπήρξε και ο απόστολος Βαρνάβας, ο οποίος αφού πούλησε την ακίνητη περιουσία του, παρέδωσε το χρηματικό αντίτιμο στους αποστόλους προς κοινή χρήση της Χριστιανικής κοινωνίας.
«Ιωσῆς δὲ ὁ ἐπικληθεὶς Βαρνάβας ὑπὸ τῶν ἀποστόλων, ὅ ἔστι μεθερμηνευόμενον υἱὸς παρακλήσεως, Λευΐτης, Κύπριος τῷ γένει, ὑπάρχοντος αὐτῷ ἀγροῦ, πωλήσας ἤνεγκε τὸ χρῆμα καὶ ἔθηκε παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων. » (Πρξ 4, 36-37)
Η πράξη αυτή του αποστόλου Βαρνάβα, φαίνεται να κινητοποίησε ένα άλλο ζευγάρι Χριστιανών, του Ανανία και της Σαπφείρας. Ευκατάστατοι ωσαύτως, επούλησαν την περιουσία τους, χωρίς όμως να έχουν αγαθά κίνητρα.
Πριν καταθέσουν τα χρήματα στο ταμείο των αποστόλων, σκέφτηκαν κρυφά και πονηρά να κρατήσουν ένα μέρος του ποσού. Από τον Θεό όμως, τίποτα δε μένει κρυφό. Κατέδειξε στον απόστολο Πέτρο την πονηρία τους, ο οποίος και ξεσκέπασε ενώπιον της κοινότητας την πραξικοπηματική τους κίνηση.
« … ο Πέτρος του είπε, « Ανανία, γιατί εκυρίευσε την καρδιά σου ο Σατανάς, ώστε να ψευσθής εις το Πνεύμα το Άγιον και να κρατήσης δια τον εαυτόν σου κάτι από το αντίτιμον του κτήματος; Εν όσω παρέμενε, δεν ήτο δικό σου, και όταν επωλήθη, δεν ήτο το αντίτιμον εις την διάθεσίν σου; Γιατί εσκέφθης αυτό το πράγμα; Δεν εψεύσθης εις ανθρώπους αλλ’ εις τον Θεόν». Μόλις ο Ανανίας άκουσε τα λόγια αυτά, έπεσε και ξεψύχησε, και κατέλαβε μεγάλος φόβος όλους όσοι τα άκουσαν. Οι νεώτεροι εσηκώθηκαν και τον εσκέπασαν και ύστερα τον έφεραν έξω και τον έθαψαν. Μετά τρεις ώρας εμπήκε και η γυναίκά του χωρίς να γνωρίζη τι είχε συμβή. Και ο Πέτρος της είπε, «Πες μου, για τόσον ποσόν επωλήσατε το κτήμα;». Και εκείνη είπε, «Ναι, για τόσο». Τότε ο Πέτρος της είπε, «Γιατί συμφωνήσατε και οι δύο να πειράξετε το Πνεύμα του Κυρίου; Να, τα πόδια εκείνων που έθαψαν τον άνδρα σου είναι στην πόρτα και θα σε πάρουν έξω». Και έπεσε αμέσως κοντά στα πόδια του και ξεψύχησε. Όταν εμπήκαν οι νέοι την ευρήκαν νεκρή και την έπήραν έξω και την έθαψαν κοντά στον άνδρα της. » (Πρξ 5, 3-10)
Μέσα σε αυτή τη διήγηση, το ενδιαφέρον κεντρίζει ίσως το γεγονός της δια θανατώσεως τιμωρίας του ζεύγους. Εντούτοις, ο λόγος του Πέτρου αλλά και η γενικότερη πράξη τους, αποτελεί μια πολύ διδακτική και επίκαιρη κατάσταση.
Ουσιαστικός γνώμονας που καθορίζει τις πράξεις όλων, ιδιαιτέρως τις φιλάδελφες προς τους ασθενείς οικονομικά αδελφούς, είναι το κίνητρο που διακατέχει την ψυχή του κάθε ανθρώπου.
Απαρχής της διήγησης, κατανοούμε ότι το κίνητρο του ζεύγους Ανανία και Σαπφείρας ήταν ο έπαινος από τους ανθρώπους της κοινότητας και όχι η αγάπη προς τον Θεό. Προφανώς, αντιλαμβανόμενοι την αποδοχή και γενικότερα την αναγνώριση που είχε το πρόσωπο του Βαρνάβα μετά την κίνησή του να προβεί στην πώληση της περιουσίας του προς κοινόν όφελος, εζήλωσαν την πράξη του, με ιδιοτελή όμως σκοπό.
Κατά αυτόν τον τρόπο, κράτησαν κρυφά ένα μέρος του ποσού, στοιχηματίζοντας τρόπον τινά κατά του ίδιου του Θεού. Ίσως ο τρόπος σκέψης ήταν: καλή η Εκκλησία και όσα ευαγγελίζονται οι Απόστολοι, αλλά τι γίνεται αν όλα αυτά δεν υπάρξουν; Δηλαδή αμφισβήτησαν τον ίδιο τον Θεό ενώ ταυτόχρονα Τον χρησιμοποίησαν για την προσωπική τους προβολή ενώπιον της κοινότητας.
Όταν εισερχόμαστε με τη θέλησή μας στην Εκκλησία, η πίστη πρέπει να είναι ακράδαντη ενώπιον του Θεού. Όπως καταγράφει και ο ευαγγελιστής και ηγαπημένος μαθητής Ιωάννης στο βιβλίο της Αποκάλυψης , ο Θεός αποστρέφεται πλήρως τους χλιαρούς στην πίστη.
Ο Ανανίας και η Σαπφείρα, αντικατοπτρίζουν όλους αυτούς που εισέρχονται στην Εκκλησία, επιδιώκοντας την προσωπική τους προβολή, χρησιμοποιώντας κυρίως το προσωπείο της φιλανθρωπίας αποσκοπώντας όμως σε αλλότριους ιδιοτελείς σκοπούς.
Ο Θεός δεν υποχρεώνει κανέναν σε οποιαδήποτε πράξη. Όλη η ουσία της ευαγγελικής κλήσης είναι ο λόγος του Χριστού « ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν ». Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Πέτρος λέγει στον Ανανία ότι το οικόπεδο εξ’ αρχής ήταν στην ιδιοκτησία του αλλά και το αντίτιμο της πώλησης στην συνέχεια ωσαύτως. Δεν υπήρξε ουδεμία υποχρέωση εκ μέρους του να το προσφέρει στην κοινότητα. Παρόλα αυτά, το χρησιμοποιεί με τέτοιο πονηρό και ειδεχθή τρόπο, ώστε φτάνει στο σημείο να νομίσει ότι μπορεί να κρυφτεί από τον Θεό.
Από τον Θεό όμως δεν είναι δυνατόν να μείνει τίποτε κρυφό. Φτάνει σε τέτοιο υπερηφάνειας ο άνθρωπος, μα και ανοησίας ταυτόχρονα, ώστε να νομίσει ότι μπορεί να πει ψέματα σε ανθρώπους και Θεό. Στο τέλος όμως, το μόνο που καταφέρνει είναι να λέει ψέματα στον ίδιο του τον εαυτό! Σε τέτοιο σημείο μάλιστα, ώστε να νομίσει ότι κάνει κάτι σημαντικό.
Διαφεύγει όμως από τους ανθρώπους , ότι ακόμα και αυτό που προσφέρουμε, δεν ανήκει στην κατοχή μας αλλά αποτελεί δάνειο από τον Θεό για να το διαχειριστούμε.
Είναι δε χαρακτηριστικός ο λόγος του Θεού στους Ψαλμούς του Δαυίδ, καθώς αποτυπώνει ακριβώς αυτή τη πνευματική πραγματικότητα:
«Δεν θα σε ελέγξω δια τας διαφόρους θυσίας σου. Τα ολοκαυτώματά σου, που προσφέρονται προς εμέ, ευρίσκονται πάντοτε ενώπιόν μου. Αλλά δεν έχω ανάγκην να δεχθώ μόσχους από τον οίκον σου και τράγους από τα κοπάδια σου.
Διότι όλα τα άγρια θηρία των δασών είναι ιδικά μου, όπως και τα κατοικίδια ζώα, τα οποία βόσκουν εις τα όρη, και οι βόες, όλα είναι ιδικά μου. Εγώ γνωρίζω πολύ καλά τα πάντα. Είμαι ο Κύριος επί των πτηνών του ουρανού και η ωραία πολύχρωμος βλάστησις του αγρού ευρίσκεται πάντοτε εις την κυριότητά μου. Εάν θα πεινάσω, δεν πρόκειται να σου είπω να μου δώσης φαγητόν, διότι ιδική μου είναι όλη η γη και όλα εκείνα, από τα οποία αυτή είναι γεμάτη. Μήπως έχω εγώ ανάγκην να φάγω κρέατα ταύρων και να πίω αίμα τράγων; Οχι βέβαια. Δι’ αυτό συ πρόσφερε στον Θεόν σου ως θυσίαν την δοξολογίαν και εκπλήρωσε όλα τα τάματα, που έχεις τάξει προς αυτόν. » (Ψαλμ 49, 8-14).
Εισερχόμενοι στην Εκκλησία, πάντοτε ελεύθερα και με την θέλησή μας, ίσως πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι οποιαδήποτε αμφιβολία στην παντοδυναμία του Θεού, αποτελεί μια προσβλητική στοιχηματική σε βάρος Του κίνηση.
Ακόμα δε, πιο συνειδητοποιημένοι πρέπει να είμαστε στο γεγονός ότι δεν κατέχουμε απολύτως τίποτα. Οι φιλάδελφες πράξεις προς τους πάσχοντες αδελφούς αλλά ακόμα και η οιονδήποτε τρόπο στήριξη του έργου της Εκκλησίας, αποτελεί απλά από μέρους μας μια απόδειξη ορθής πνευματικά διαχείρισης του δανείου που μας έχει παραχωρήσει ο Θεός.
Και ίσως τελικά θα πρέπει να κατανοήσουμε το ουσιαστικό πνευματικό βάθος των τελουμένων της Θείας Λειτουργίας, διότι εκεί ομολογούμε οι ίδιοι ότι αυτό που προσφέρουμε στο Θεό είναι:
« τὰ Σὰ ἐκ τῶν Σῶν»
Αρχιμ. Αλέξιος Παπαδόπουλος
Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Θεοτόκου Τουρλιανής
Άνω Μερά Μυκόνου