Ήταν δεν ήταν πέντε χρόνων ο Όσιος Πορφύριος (κατά κόσμον Ευάγγελος Μπαϊρακτάρης), όταν, σύμφωνα με μαρτυρίες των συγχωριανών του στον Άγιο Ιωάννη ένα χωριό κοντά στο Αλιβέρι, έκανε το πρώτο θαύμα. Οι κάτοικοι του χωριού μιλούν για ένα περιστατικό που ξεφεύγει της κοινής λογικής και έλαβε χώρα λίγο έξω από την κοινότητα όπου η οικογένεια Μπαϊρακτάρη είχε ένα μικρό κτήμα το οποίο φύτευε κηπευτικά. Πάντα, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, ο μικρός Ευάγγελος στο περιβόλι φύτευε και αυτός βοηθώντας τον πατέρα του. Σε μια γωνία είχε δημιουργήσει μια «βραγιά» για τον Χριστό. Επρόκειτο για ένα μικρό κομμάτι γης το οποίο δεν προορίζονταν για να διατεθεί προς πώληση αλλά για τους φτωχούς.
Λόγω των οικονομικών δυσκολιών της οικογένειας ο πατέρας του οσίου Λεωνίδας ήθελε να πουλήσει και τις ντομάτες, που είχε φυτέψει ο Ευάγγελος στη «βραγιά του Χριστού». Το παιδί διαμαρτυρήθηκε και αφού δεν κατάφερε να πείσει τον πατέρα του προσευχήθηκε στο Θεό και ζήτησε να καταστρέψει την παραγωγή της «βραγιάς». Ζήτησε να καταστραφούν οι ντομάτες που ήταν ταμένες στον Χριστό παρά να πουληθούν. Τότε ένα μικρό σύννεφο στάθηκε πάνω από το περιβόλι, έπεσε χαλάζι το οποίο κατέστρεψε όλη την παραγωγή, εκτός από τη «βραγιά του Χριστού».
Είτε συμφωνεί κάποιος με το περιστατικό, είτε διαφωνεί, το βέβαιο είναι ότι οι κάτοικοι του Αγίου Ιωάννη έχουν αποδεχτεί ότι ένας δικός τους άνθρωπος σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ήταν διαφορετικός, ήταν θαυματουργός και είναι σήμερα σημείο αναφοράς για την Ορθόδοξη Εκκλησία στην ευρύτερη περιοχή και όχι μόνο. Σήμερα το περιβόλι έχει περάσει σε άλλα χέρια και τα ψηλά κυπαρίσσια δεν επιτρέπουν στον επισκέπτη να δει το χώρο όπου ο Όσιος εργάζονταν για να βοηθήσει την οικογένεια. Εκτός του περιβολιού ο Όσιος ως παιδί βοηθούσε την οικογένεια και στην εκτροφή των ζώων. Κοντά σχετικά στο κτήμα, στην είσοδο σήμερα του χωριού στους πρόποδες του βουνού Σέρβοι, ο Ευάγγελος βοσκούσε τα πρόβατα της οικογένειας και διάβαζε τον βίο του Αγίου Ιωάννη του Καλυβίτη.
Ο βίος του Οσίου
Ο όσιος Πορφύριος, ο Καυσοκαλυβίτης, γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1906 στο χωριό Άγιος Ιωάννης Καρυστίας Ευβοίας, που είναι κοντά στο Αλιβέρι. Οι γονείς του ήσαν πτωχοί, γεωργοί. Ο πατέρας του ονομαζόταν Λεωνίδας Μπαϊρακτάρης και η μητέρα του Ελένη. Ο πατέρας του είχε κλήση μοναχική, αλλά τελικά δεν έγινε μοναχός. Υπήρξε, όμως, ψάλτης στο χωριό του, ενώ είχε την τύχη, όπως αναφέρει η Ευαγγελία Ασημικού – Μάτζαρη στο βιβλίο της «Η ιστορία του Αγιάννη και του Κουστουμάλου, ένα χωριό δύο διαφορετικές ιστορίες» να έχει γνωρίσει τον Άγιο Νεκτάριο της Αίγινας όταν αυτός πέρασε από την περιοχή. Ήταν όμως και πολύ φτωχός και έτσι αναγκάστηκε να αφήσει τον τόπο του και να φτάσει ως τον Παναμά όπου εργάστηκε για τη διάνοιξη της διώρυγας.
Ο Ευάγγελος φοίτησε στο σχολείο του χωριού του μόνο για δύο χρόνια αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε τις ώρες που βοσκούσε τα πρόβατα της οικογένειας να δια βάζει τον βίο του Αγίου Ιωάννη του Καλυβίτη. Η φτώχια, που έστειλε στον Παναμά εργάτη τον πατέρα του, ήταν αυτή που τον ανάγκασε σε ηλικία μόλις οκτώ χρόνων να πιάσει δουλειά στα ορυχεία της περιοχής και στη συνέχεια σε παντοπωλείο στη Χαλκίδα και στον Πειραιά.
Ο Γέροντας ως παιδί είχε έντονα πρόωρη ανάπτυξη. Όπως διηγήθηκε ο ίδιος, από οκτώ χρονών ξυριζόταν. Ο δρόμος προς τον μοναχισμό. Διαβάζοντας με δυσκολία το βίο του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτη εκεί που έβοσκε τα πρόβατα, αλλά καιόταν δούλευε στο παντοπωλείο, αισθάνθηκε την ανάγκη να τον μιμηθεί. Ήταν δε πολλές οι φορές που ενώ
ξεκίνησε για το Άγιον Όρος, αλλά για διάφορους λόγους γύριζε πίσω. Στη μάχη του για τη μεγάλη φυγή βγήκε νικητής όταν είχε πια κλείσει τα 13 του χρόνια. Στο καράβι για το περιβόλι της Παναγιάς συναντήθηκε και με τον μετέπειτα γεροντά του τον ιερομόναχο και πνευματικό Παντελεήμονα. Αυτός τον ανέλαβε υπό την προστασία του μέσα από το καράβι, τον παρουσίασε ως ανιψιό του και τον βοήθησε με τον τρόπο αυτό να μπει στον Άθω παρόλο που
Ο μοναχός Νικήτας ποτέ δεν σκέφθηκε να αφήσει το Άγιον Όρος και να γυρίσει στον κόσμο. Όμως αρρώστησε (βαριά πλευρίτιδα) και έτσι οι γέροντές του αναγκάστηκαν να του δώσουν εντολή να εγκατασταθεί σ’ ένα μοναστήρι στον κόσμο, για να γίνει καλά. Υπάκουσε και γύρισε, αλλά, μόλις συνήλθε, επέστρεψε στην καλύβη της μετανοίας του. Ξαναρρώστησε όμως, και έτσι οι Γέροντές τον ξανάστειλαν στον κόσμο οριστικά.
Έτσι τον βρίσκουμε να μονάζει στα δεκαεννέα του χρόνια στη Μονή Λευκών του Αγίου Χαραλάμπους, κοντά στη γενέτειρά του. Συνέχισε κι εδώ την αγιορείτικη τακτική του, «τα ψαλτήρια του» και τα όμοια, μόνο που αναγκαστικά περιόρισε τη νηστεία του μέχρις ότου αποκατασταθεί η υγεία του.
Στο μοναστήρι αυτό τον βρήκε, όταν έμενε για λίγο εκεί ως φιλοξενούμενος επισκέπτης, ο Αρχιεπίσκοπος Σιφναίου Πορφύριος ο Γ΄. Από τη συζήτηση μαζί του διέγνωσε την αρετή του και τα θεία χαρίσματά του και τόσο εντυπωσιάσθηκε, ώστε στις 26 Ιουλίου του 1927, εορτή της Αγίας Παρασκευής, τον χειροτόνησε διάκονο και την επομένη, εορτή του Αγίου Παντελεήμονος, τον προεχείρισε πρεσβύτερο, ως σιναΐτη και τον ονόμασε Πορφύριο. Οι χειροτονίες έγιναν στο παρεκκλήσιο του εν Κύμη επισκοπείου της Ιεράς Μητροπόλεως Καρυστίας, συμπροσευχομένου και του τότε Μητροπολίτου αυτής κυρού Παντελεήμονος Φωστίνη. Ήταν τότε ο Γέροντας εικοσιενός μόνο ετών. Στη συνέχεια ο τότε επιχώριος Μητροπολίτης Καρυστίας Παντελεήμων του ανέθεσε έργον πνευματικού. Ο νεαρός ιερομόναχος Πορφύριος άσκησε ευδοκίμως, με τη χάρη του Θεού, το έργο του πνευματικού στην Εύβοια μέχρι το 1940. Αναδεχόταν καθημερινώς τις εξομολογήσεις πλήθους πιστών, πολλές μάλιστα φορές για πολλές αδιάκοπες ώρες. Γιατί η φήμη του ως πνευματικού, γνώστου της ψυχής και ασφαλούς οδηγού, πολύ σύντομα διαδόθηκε στα περίχωρα και πολύς κόσμος συνέρεε στο εξομολογητήριό του στην Ιερά Μονή Λευκών, κοντά στο Αυλωνάρι της Ευβοίας, ώστε μερικές φορές να περνά όλη την ημέρα και τη νύχτα χωρίς διακοπή και χωρίς ανάπαυση, στην εκπλήρωση του ιερού αυτού έργου και Μυστηρίου. Τους προσερχόμενους βοηθούσε και με το διορατικό του χάρισμα, με το οποίο τους οδηγούσε στην αυτογνωσία, την ειλικρινή εξομολόγηση και την εν Χριστώ ζωή. Με το ίδιο χάρισμα αποκάλυπτε και πολλές πλεκτάνες του πονηρού και έσωζε ψυχές από τα δίκτυά του και τις μεθοδείες του.
Το 1938 του απονεμήθηκε, και πάλι από το Μητροπολίτη Καρυστίας, το οφίκιο του αρχιμανδρίτη.Γύρω στο 1938 τον βρίσκουμε εγκατεστημένο στην εγκαταλελειμμένη και ερειπωμένη (τότε) ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Άνω Βάθειας Ευβοίας, που υπάγεται στην ιερά Μητρόπολη Χαλκίδας. Είχε αποχωρήσει από την ιερά Μονή του Αγ. Χαραλάμπους, επειδή μετετράπη σε γυναικεία.
πό τις 12 Οκτωβρίου 1940 του ανατέθηκαν καθήκοντα προσωρινού Αεφημέριου στο παρεκκλήσι του Αγίου Γερασίμου της Πολυκλινικής Αθηνών, που βρίσκεται στη γωνία των οδών Σωκράτους και Πειραιώς, δίπλα στην Ομόνοια.
Ασκήθηκε συνολικά 33 έτη στην έρημο της Ομονοίας, όπως έλεγε ο ίδιος, αντί της ερήμου του Αγίου Όρους, όπως ποθούσε η ψυχή του. Εδώ, παραλλήλως προς το έργο του εφημερίου, το οποίο ασκούσε με τέλεια ευλάβεια και αφοσίωση, τελώντας με θαυμαστή ιεροπρέπεια της εκκλησιαστικές ακολουθίες, εξομολογώντας, νουθετώντας και θεραπεύοντας τις ψυχικές και πολλάκις και τις σωματικές αρρώστιες των ασθενών, ασκούσε και το έργο του πνευματικού για όλους όσους πήγαιναν σ’ αυτόν.
Στις 16. 3. 1970 έλαβε μικρή σύνταξη από το Ταμείο Ασφαλίσεως Κληρικών Ελλάδος, ως συμπληρώσας τριακονταπενταετία και αποχώρησε τυπικά από
Τελικά, γύρω στο 1973, περιόρισε στο ελάχιστο τις μεταβάσεις του στην Πολυκλινική και δεχόταν τα πνευματικά του τέκνα στον Άγιο Νικόλαο Καλλισίων Πεντέλης, όπου λειτουργούσε και εξομολογούσε.
Στις 20-8-1978, ευρισκόμενος στον Άγιο Νικόλαο Καλλισίων, υπέστη έμφραγμα του μυοκαρδίου και μεταφέρθηκε επειγόντως στο νοσηλευτήριο «Υγεία», όπου νοσηλεύθηκε επί 20ήμερον
Αργότερα, όταν πλέον είχε εγκατασταθεί σε προχειρότατο οικίσκο του κατασκευαζομένου στο Μήλεσι μετοχίου του Ησυχαστηρίου που είχε ιδρύσει, υποβλήθηκε σε εγχείρηση καταρράκτη στο αριστερό μάτι και από σφάλμα του γιατρού καταστράφηκε το μάτι και μετά από λίγα χρόνια (1987) ο Γέροντας τυφλώθηκε εντελώς..
Εξαιτίας της καταστάσεως αυτής δεν μπορούσε να τραφεί κανονικά και διατηρήθηκε με μερικές κουταλιές γάλα και νερό την ημέρα, με αποτέλεσμα να φτάσει στον έσχατο βαθμό της εξαντλήσεως, μέχρι σημείου να μη μπορεί ούτε καθιστός να σταθεί. Του έγιναν περίπου 12 μεταγγίσεις, όλες στο κατάλυμά του στο Μήλεσι και τελικώς επεβίωσε.Στις 27 Νοεμβρίου του 2013 το οικουμενικό Πατριαρχείο προχώρησε στην αγιοκαταταξή του.