Η Θεοδώρα, έζησε κατά τους χρόνους της βασιλείας του Ζήνωνος το έτος 474 μ.Χ. Γεννήθηκε και ανατράφηκε στην Αλεξάνδρεια. Όταν μεγάλωσε οι γονείς της την πάντρεψαν στην ίδια πόλη, με ένα νέον ευγενή, σοβαρό και ηθικό. Σ’ αυτόν τον σύζυγο η κόρη εφύλαττε κάθε υποταγή και όσα άλλα επιβάλλεται να φυλάττουν οι τίμιες και σοβαρές γυναίκες στους δικούς τους άνδρες, νόμιμα και καθαρά. Γι αυτό ο άνδρας της, φρόνιμος εκ φύσεως, βλέποντας την ενάρετη διαγωγή της συζύγου του, ακολουθούσε και εκείνος, όσο μπορούσε τη χρηστοήθεια εκείνης, ώστε και οι δυο ζούσαν θεάρεστα, με πολλή κοσμιότητα χριστιανική.
Βλέποντας ο εχθρός το ευλογημένο αυτό ανδρόγυνο, να ζει τόσο θεάρεστα, να φυλάττει με επιμέλεια τις παραγγελίες του Κυρίου, να εργάζεται τις αρετές των ερημιτών, φθόνησε μιαρός. Έβαλε κάθε φροντίδα, να διαχωρίσει το ευλογημένο αυτό ανδρόγυνο, με τον εξής τρόπο. Άναψε στην καρδιά ενός ευγενούς και πλουσίου νέου, έρωτα σατανικό κατά της σωφρονέστατης Θεοδώρας. Τόσο τον κυρίευσε το πάθος, ώστε μέρα νύχτα, ξύπνιος και κοιμώμενος, τη Θεοδώρα φαντάζονταν. Για να επιτύχει το σκοπό του, έβαλε γυναίκες που ασχολούντο με τη μαντεία να φροντίσουν με κάθε τρόπο, άλλη με λόγια έρωτος και άλλη με παγίδες σατανικές, να καταφέρουν τη Θεοδώρα και να τη φέρουν στο θέλημά του.
Το σατανικό σχέδιο πετυχαίνει
Μία από τις πολλές αυτές γυναίκες διδαγμένη από το διάβολο, αφού έκαμε τις μαντείες της, άρχισε να παρακινεί τη Θεοδώρα με μεγάλη επιμονή, τόσο, που η Θεοδώρα της λέγει:
Γιατί με αναγκάζεις να κάμω τέτοια μεγάλη αμαρτία; Εγώ τρέμω εκείνη τη φοβερή ημέρα της κρίσεως. Φοβάμαι η δυστυχισμένη την κόλαση που περιμένει τους αμαρτωλούς. Αλλά και αυτόν τον ήλιο ντρέπομαι, που μέλλει να γίνει μάρτυρας της αμαρτίας αυτής. Τότε η κακότροπος εκείνη γυναίκα της λέει: Γι’ αυτό μη φοβάσαι, κόρη μου, άκουσε τη συμβουλή μου και ας γίνει αυτό άμα πέσει ο ήλιος. Έτσι κανένας άλλος δεν μπορεί να ξέρει τίποτε, μήτε θέλει να βρεθεί κανένας να μαρτυρήσει, ούτε μπροστά στο Θεό, ούτε μπροστά στους ανθρώπους. Τότε (αλλοίμονο) αφ’ ενός μεν διότι το γένος των γυναικών είναι ευκολόπιστο, αφ’ ετέρου δε από συνέργεια του σατανά, πείστηκε η Θεοδώρα και έγινε η αμαρτία!
Η Θεοδώρα μετανοεί πικρά
Όταν έγινε η αμαρτία, άρχισε το σπαθί της συνειδήσεως να κεντά πικρότατα την καρδιά της Θεοδώρας. Θυμόταν την πρώτην της ευτυχία με τη τιμή και τη σωφροσύνη της, που τα έχασε για μιας στιγμής αισχράς ηδονής. Φλογιζόταν η καρδιά της από αμέτρητη λύπη, και έκλαιε πικρά και με βαρύτατους αναστεναγμούς. Κάθε στιγμή προσευχόταν προς τον Κύριον και έλεγε τους προφητικούς και θλιβερούς λόγους: «Προσώζεσαν και εσάπησαν οι μώλωπές μου από προσώπου της αφροσύνης μου». Δεν τολμούσε να ζητήσει
συγχώρηση από τον Θεό για το αμάρτημα της. Φοβόταν μήπως την οργισθεί ο Θεός περισσότερον. Ο άνδρας της που την έβλεπε τόσο λυπημένη, την παρηγορούσε χωρίς να ξέρει την αιτία. Εκείνη όμως που έβλεπε αθεράπευτη την πληγή της ψυχής της δε την ωφελούσε καθόλου η παρηγοριά του και η αγάπη του. Πικραινόταν ακόμη πιο πολύ και οι τύψεις την έσφιγγαν περισσότερο.
Η Θεοδώρα γίνεται Μοναχή
Η ζωή της κοντά στον άνδρα της ήταν μαρτύριο. Έφυγε λοιπόν κρυφά και πήγε σε ένα Μοναστήρι που είχε ενάρετη Ηγουμένη. Αφού την προσκύνησε με πολλή ευλάβεια και ταπείνωση, πέφτοντας στα πόδια της την παρακαλούσε να φέρουν το ιερό Ευαγγέλιο. ’Ήθελε να δει όπως έλεγε, αν σύμφωνα με τα λόγια της μάντισσας, ήξερε ο Θεός την αμαρτία που έκαμε τη νύκτα. Τότε της λέγει η ηγουμένη: Και τι πράγμα γίνεται στον κόσμο μεγάλο ή μικρό, που δεν το ξέρει ο Θεός; καθώς λέγει και ο προφήτης: Εκείνος που έδωσε την ακοή και την όραση στον άνθρωπο, δεν ακούει και δεν βλέπει τα πάντα; Και μόνο να κινηθεί και να σκεφθεί ο άνθρωπος το παραμικρό κίνημα και νόημα, έχει την είδηση ο Θεός.
Αλλά η Θεοδώρα πάλι με δάκρυα ζητούσε να φέρουν το Ευαγγέλιο. Τέλος έφεραν το ιερόν Ευαγγέλιον. Ευθύς μόλις το άνοιξε είδε το έξης γραμμένο: «Ο γέγραφα, γέγραφα». Αυτό την έκαμε από τη λύπη της παρ’ ολίγο να τρελαθεί. Έγινε έξω φρένων. Έκλαιγε και οδυρόταν και με τα δύο χέρια της έγδερνε το πρόσωπό της και με θλιβερές φωνές φωνάζει! Αλλοίμονο σε μένα την τρισαθλία, πως τόλμησα και ατίμασα τον άνδρα μου;
Με τέτοιες φωνές και δάκρυα έκρινε ότι δεν είναι άξια, μήτε τον ουρανό να βλέπει, ούτε το φως, ούτε τον αέρα, για το αμάρτημα, που έκαμε. Δεν μπορούσε να εύρη άλλον τρόπον, παρά να αφήσει τον κόσμο και να πάρει το σχήμα των Μοναχών, και έτσι αμέριμνη, να αρχίσει τον αγώνα της μετανοίας. Αλλά ήξερε ότι ο άνδρας της θα την αναζητήσει παντού, και γι’ αυτό αποφάσισε να πάει σε Μοναστήρι ανδρών.
Η Θεοδώρα σε Μοναστήρι
Με την απόφαση αυτή, άλλαξε ρούχα φόρεσε ανδρικά και ξεκίνησε. Ο δρόμος ήταν μακρύς από την Αλεξάνδρεια 18 χιλιόμετρα. Με την προσευχή της νίκησε την απόσταση και τέλος έφθασε. Άρχισε να παρακαλεί τους Μοναχούς να τη δεχθούν να μονάσει εκεί. Εκείνοι όμως της είπαν, ;oτι δεν είναι δυνατόν να την δεχθούν αμέσως, αλλά πρώτα να μείνει όλη νύχτα έξω από το μοναστήρι ασκεπής, για να δοκιμασθεί με την υπομονή και τότε θα την δεχθούν. Η Θεοδώρα, παρ’ όλο που ήξερε την ερημιά του τόπου, και είχε το φόβο ότι δεν λείπουν και τα θηρία, όμως δέχθηκε την απόφαση αυτή των Μοναχών με χαρά. Έμεινε όλη την νύχτα έξω από την πόρτα της Μονής, χωρίς να πάθη τίποτε. Ο Θεός, που φύλαξε τον Δανιήλ από τα λιοντάρια, φύλαξε και τη δούλη του από τα θηρία.
Η Θεοδώρα γίνεται Μοναχός
Την επόμενη ημέρα ο ηγούμενος αφού την εξομολόγησε και την ρώτησε το όνομα της, της είπα για την ζωή στο Μοναστήρι. Η Αγία του είπε ότι την λένε Θεόδωρο και με μεγάλη χαρά ήθελε να μονάσει. Τότε ο προεστός την εκούρεψε. Αμέσως ντύθηκε το Σχήμα, αρνήθηκε κάθε κοσμική προσπάθεια, και μίσησε τις αναπαύσεις του σώματος. Με χαρά ανάλαβε τους κόπους και τους αγώνες της ασκήσεως. Σε όσες υπηρεσίες την πρόσταζαν,έτρεχε με προθυμία. Έκαμε οχτώ χρόνια σκάβοντας και φροντίζοντας τους κήπους, από τους οποίους προμηθεύονταν οι Μοναχοί τα λαχανικά. Άλεθε το σιτάρι. Ζύμωνε το ψωμί για τους Μοναχούς και πάλι με τόσες υπηρεσίες ποτέ δεν έλειψε από τις ακολουθίες της Εκκλησίας. Όταν ησύχαζε από τις υπηρεσίες και ήταν καιρός να αναπαυθεί την νύχτα με λίγο ύπνο, τότε κτυπούσε με λύπη το στήθος της λέγοντας με θερμά δάκρυα: Συγχώρησε με. Κύριε, διότι κατέστρεψα το κάλλος της σωφροσύνης.
Η Θεοδώρα συναντά τον άνδρα της
Κάποτε δεν είχε το Μοναστήρι λάδι, και ο προεστός την έστειλε με δυο, καμήλες στην Αλεξάνδρεια, να φέρει το λάδι, που χρειάζονταν. Όμως συναντά τον άνδρα της στο δρόμο.
Αυτό συνέβη κατά θείαν οικονομίαν. Επειδή ο άνδρας της Θεοδώρας από τον καιρό που στερήθηκε τέτοια γυναίκα, δε στέγνωσαν τα μάτια του ποτέ από τα δάκρυα. Ο πόνος του ήταν πως η Θεοδώρα τον άφησε και ακολούθησε άλλον άνδρα. Γι αυτό παρακαλούσε μέρα νύχτα το Θεό, για να του φανερώσει αν βρισκόταν με άλλον άνδρα ή όχι. Ο Πανάγαθος Θεός έστειλε θείον Άγγελον ο οποίος του είπε: Εάν θέλεις να δεις με τα μάτια σου τη Θεοδώρα, σήκω το πρωί πολύ νωρίς και πήγαινε στο δρόμο, που λέγεται Μαρτύριον Πέτρου του Αποστόλου και θα σε απαντήσει άνθρωπος, τον οποίον να προσέξεις καλά στο πρόσωπο, και θα επιτύχεις αυτό που θέλεις.
Με τα λόγια του Αγγέλου,κατά την ώρα του όρθρου κίνησε ο άνθρωπος, και το πρωί έφθασε στο μέρος που του όρισε. Πράγματι, σε λίγο συναντήθηκαν ο ένας με τον άλλον κατά πρόσωπο. Η μεν Θεοδώρα γνώρισε τον άνδρα της αμέσως. Θυμήθηκε την αγάπη, που της είχε, θυμήθηκε την αμαρτία που έκαμε και με μεγάλη λύπη γέμισαν τα μάτια της δάκρυα. Όταν πλησίασε όμως τον χαιρέτησε και αμέσως προχώρησε στο δρόμο της. Εκείνος ο δυστυχής δεν την γνώρισε. Τα ανδρικά ρούχα του Μοναχού που φορούσε, η κακοπάθεια, οι νηστείες, οι αγρυπνίες και η μεγάλη της λύπη για το αμάρτημά της, είχαν αλλάξει εντελώς το σχήμα και τη μορφή της. Μόνο την αντιχαιρέτησε και αυτός και έτσι καθένας πήρε το δρόμο του.
Τότε άρχισε να παραπονιέται περισσότερο στο Θεό, διότι απατήθηκε από τον Άγγελο, που δεν τήρησε την υπόσχεση του. Όμως φάνηκε πάλι σ’ αυτόν ο Άγγελος και του λέγει: Σύμφωνα με την υπόσχεση μου, σου έδειξα τη γυναίκα σου. Ήταν εκείνος ο Μοναχός με τον οποίο συναντηθήκατε χθες στο δρόμο και χαιρετηθήκατε. Αυτός ήταν η γυναίκα σου η Θεοδώρα. Όταν πληροφορήθηκε από τον Άγγελο ότι η Θεοδώρα δεν πήγε με άλλον άνδρα, ησύχασε από την υποψία. Μόνο λυπόταν που στερήθηκε τέτοια πολύτιμη σύντροφο.
Η Θεοδώρα συνεχίζει αυστηρότατα τον αγώνα της
Μετά την συνάντησί της αυτή με τον άνδρα της η Θεοδώρα δόθηκε σε μεγαλύτερους άγώνες με την άσκησι, που άκολουθούσε. Όσο η άσκησι δυνάμωνε τόσο και η άγάπη προς τον Κύριον γινόταν δυνατώτερη. Έτρωγε μόνο μια φορά την ήμέρα λίγο ψωμί και νερό. Κατόπιν αύξανε τις ύπηρεσίες προς την Μονή και λιγόστευε το φαγητό τρώγοντας τα ίδια κάθε δύο μέρες. Σε λίγο ζήτησε άδεια από τον Ηγούμενο να φορέση κατάσαρκα τρίχινο ράσο για να παιδεύση το σώμα, που την έκανε να χάση τη σωφροσύνη της. ”Ω σεβάσμια διάθεσι της Μακαρίας Θεοδώρας. Με τέτοια έγκράτεια, με τόσους κόπους της μετανοίας, δεν έπαυε και πάλι ο πόνος της καρδιάς της, για κείνο το σφάλμα που έκανε. Πάντοτε το θυμόταν και πάντοτε έκλαιε. Και είχε δίκαιο θυμό, να κάμη έκδίκησι κατά του διαβόλου, να τον πληγώση δυνατά πολλές φορές, όπως την πλήγωσε μια φορά και της κατέστρεψε τη ζωή. Ο μισθαποδότης Θεός, όχι μόνον της συγχώρησε το άμάρτημα για την μετάνοια που έδειξε, άλλά και για τις άρετές της την χαρίτωσε και την ένίσχυσε να κάμη και θαύματα άκόμη.
Η Θεοδώρα σκοτώνει τον κροκόδειλο
Κοντά στο Μοναστήρι εκείνο ήταν μια μεγάλη λίμνη, στην όποίαν ζούσε ένας μεγάλος και φοβερός κροκόδειλος, που έτρωγε ζώα και άνθρώπους, και ότι ζωντανό πλησίαζε έκεί. ‘Οσοι κατοικούσαν κοντά στη λίμνη δεν τολμούσαν να πλησιάσουν έκεί από το φόβο του θηρίου. Γι αυτό και ο έπαρχος της Αλεξάνδρειας Γρηγόριος, είχε στρατιώτες γύρω από τη λίμνη και φύλαγαν να μη πλησιάση κανείς. Ο Ηγούμενος της Μονής που ήξερε τις αρετές της Θεοδώρας, σκέφθηκε ότι ήταν αδύνατον με τόσους υπερβολικούς αγώνες, να μην άπέκτησε θειο χάρισμα. Την έκάλεσε λοιπόν στο κελλί του και της λέγει: Τέκνον μου Θεόδωρε, πάρε το σταμνί και πήγαινε να φέρης νερό από τη λίμνη.
Εκείνη άμέσως μόλις άκουσε την προσταγή του Ηγουμένου, επειδή ήταν πρόθυμη στην ύπακοή, άμέσως άρπαξε το σταμνί και έτρεξε να έκτελέση την προσταγή. Όταν έφθασε η Θεοδώρα στο χείλος της λίμνης την εμπόδισαν πολλοί με φοονές να μη πλησιάση και φαγωθή από το θηρίον. Άλλά εκείνη με πίστι και με την ελπίδα της ευλογημένης υποταγής, πλησίασε στο νερό. Και όσοι βρίσκονταν έκεί είδαν θαύμα φρικτόν. Καθώς μπήκε η Άγια στη λίμνη να γέμιση το σταμνί, άμέσως ήλθε ο κροκόδειλος και την έπήρε στη ράχη του και την έφερε στη μέση της λίμνης για να πάρη καθαρό νερό, και πάλι άφού γέμισε το σταμνί την έφερε σηκωτή στην άκρη της λίμνης. Όταν βγήκε έξω η αγία καταράστηκε το παμφάγον θηρίον, το οποίον άμεσους ψόφησε. Έτσι λυτρώθηκε ο κόσμος από το φόβο και τον κίνδυνο και έδόξασε τον Θεόν και ευχαριστούσε την Άγια.
Αύτά, βλέποντας ο εχθρός της αλήθειας, έτριζε τα δόντια εναντίον της Θεοδώρας. Και όχι μόνον με κρυφές έπιθέσεις, άλλά στα φανερά ο μιαρός άρχισε να τη φοβερίζη. Της έλεγε.
Δεν θα σε άφήσοα να ήσυχάσης, έως ότου σε κάνω παίγνιο, ρεζίλι, σε κείνους που τώρα σε εύλαβούνται και σέβονται.
Το έργο του σατανά
Σε λίγες μέρες τελείωσε το σιτάρι του Μοναστηριού. Ο Ηγούμενος πρόσταξε τη Θεοδώρα να πάρει τις καμήλες και να πάει στην Αλεξάνδρεια να προμηθευτή σιτάρι. Παράγγειλε ακόμη σ’ αυτήν, αν ίσως και δεν προφθάσει να γυρίσει την ημέρα, να μείνει το βράδυ, σε ένα μικρό μοναστηράκι που λεγόταν του Ενάτου, να αναπαυθούν και οι καμήλες και η ίδια. Αφού έκαμε την αγορά του σιταριού η Οσία, κατά την επιστροφή έφθασε στο μικρό μοναστηράκι με το βασίλεμα του ήλιου. Σύμφωνα με την παραγγελία του Ηγουμένου, έμεινε τη νύκτα εκεί και κοιμήθηκε κοντά στα πόδια των ζώων για ασφάλεια του σιταριού.
Και τότε άρχισε τον πόλεμο ο Σατανά. Μέσα στο Μοναστηράκι, έμεινε μια κόρη συγγενής κάποιου από αυτούς που μόναζαν εκεί. Σ’ αυτήν λοιπόν την κόρη, έβαλε ο σατανάς σφοδρό έρωτα με την Οσία που νόμιζε ότι ήταν άνδρας. Πήγε αμέσως χωρίς ντροπή και πλάγιασε κοντά στην Οσία και την παρακινούσε και την εβίαζε στην αμαρτία. Όταν όμως αυτή η κόρη είδε ότι ματαίως κοπίαζε, απελπίστηκε. Μη υποφέροντας όμως την φλόγα του πάθους, που την κατάκαιε, παραδόθηκε σε κάποιον ξένον που διανυκτέρευε εκείνο το βράδυ εκεί στη Μονή. Το πρωΐ εκείνος που έκαμε την ατιμία στην κόρη έφυγε, και η Οσία με τις καμήλες γύρισε στο Μοναστήρι, χωρίς βέβαια να ξέρη τίποτε από όσα συνέβησαν στην κοπέλα εκείνο το βράδυ.
Πέρασε λίγος καιρός και η κοπέλα βρέθηκε έγκυος. Οι συγγενείς άρχισαν να την βιάζουν να φανερώσει ποιος την διέφθειρε. Επειδή δεν ήξερε το όνομα του ξένου, ο σατανάς την παρακίνησε να πει ότι ο δράστης ήταν ο Μοναχός Θεόδωρος του Όκτώκαιδεκάτου Μοναστηριού που έμεινε την νύκτα εκεί. Εκείνοι πίστεψαν τα λόγια της και με φωνές έτρεξαν στο Μοναστήρι όπου αγωνιζόταν η Οσία, και άρχισαν να φωνάζουν. Ο Ηγούμενος όταν άκουσε τα ανέλπιστα αυτά, κάλεσε τη Θεοδώρα και την ρώτησε αν έχει ιδέαν γι’ αυτό το αμάρτημα. Η Οσία βέβαια αποκρίθηκε ότι δεν είχε είδη σι γι’ αυτό το αδίκημα.
Πέρασε ο ορισμένος καιρός και η κόρη γέννησε ένα αγόρι. Οι συγγενείς αμέσως το πήραν και το έφεραν στο Μοναστήρι και το άφησαν στη μέση της αυλής και έφυγαν. Πίστευσαν οι αδελφοί ότι αυτός ο Θεόδωρος ήταν πατέρας του παιδιού. Κι’ έτσι μαζί με το βρέφος τον εξόρισαν από το Μοναστήρι.
Η μακαρία Θεοδώρα χωρίς να διαμαρτύρησει αναλαμβάνει την ευθύνη του παιδιού. Κάνει μια μικρή καλύβα για να προφυλάξει το βρέφος και αρχίζει το βαρύ έργο της μάνας. Με το γάλα που ζητούσε από τους τσοπάνηδες το έτρεφε και με το μαλλί από τα πρόβατα του έκαμε φορέματα για να το ντύσει και να το σκεπάσει. Αυτήν η υπέροχη ψυχή υπόμεινε 7 χρόνια καταφρονημένη με τέτοια δεινή κατηγορία. Και όμως δεν έβγαλε από το στόμα της ούτε ένα ψυχρό λόγο. Δε δυσανασχέτησε ποτέ. Αλλά, καθώς θυμόταν το αμάρτημά της κάθε στιγμή, έπασχε με κάθε καταφρόνηση για να το εξαλείψει.
Παρουσιάζεται ο σατανάς σαν άνδρας της
Μια μέρα παρουσιάζεται ο σατανάς μπροστά στην Αγία με τη μορφή του ανδρός της. Με δάκρυα στα μάτια άρχισε κλαίγοντας να της λέει. -Ω αγαπημένη μου και πολυπόθητη Θεοδώρα, ω φως των ματιών μου και παρηγοριά μου, χαρά και ηδονή της καρδιάς μου, φθάνει τόσους χρόνους που με τυράννησε η στέρηση σου. Παύσε, σε παρακαλώ τώρα τους πόνους της λύπης μου. Πάμε στο σπίτι μας να ζήσουμε και οι δυό μαζί θεάρεστα. Η δε Άγια, νομίζοντας ότι είναι πραγματικά ο άνδρας της του απάντησε: Δεν είναι δυνατόν,
μια και εγώ απαρνήθηκα τον κόσμο και τα εγκόσμια, να στραφώ πίσω στα του κόσμου, τα μάταια και τα ψεύτικα. Έπειτα πως μπορώ να βλέπω το πρόσωπό σου, χωρίς ντροπή, αφού μόλυνα η ταλαίπωρη την τιμή της συζυγίας; Και λέγοντας αυτά, ήρθε στη μνήμη της το αμάρτημα της και σήκωσε τα χέρια της σε προσευχή. Και καθώς άνοιξε το στόμα της να αναφέρει το φοβερό όνομα του Ιησού Χριστού, ευθύς αμέσως ο δαίμονας έγινε άφαντος.
Άλλοτε το ακάθαρτο πνεύμα φάνηκε σαν άρχοντας με πλήθος στρατού, και σαν στρατηγός και έλεγαν στην Αγία οι υπηρέτες του σατανά: Προσκύνησε τον μόνον άρχοντα. Η δε Αγία καθώς είπε πως το Θεό πρέπει να προσκυνάμε, πρόσταξε εκείνος που φαινόταν άρχοντας και έδειραν τόσο την Αγία και την πλήγωσαν τόσο, ώστε έμεινε ακίνητος, αναίσθητη τελείως. Όταν την είδαν μερικοί βοσκοί την άλλη μέρα, πήγαν και είπαν στον ηγούμενο ότι ο αδελφός Θεόδωρος πέθανε. Κατά το μεσονύκτιο η Θεοδώρα συνήλθε κάπως και άρχισε να λέγει:
Δίκαια έπαθα, εγώ είμαι η αιτία της τιμωρίας, γιατί έκαμα εκείνη την αμαρτία στην αρχή. Άρχισε σιγά σιγά να προσεύχεται και να παρακαλεί τον Θεό να την συγχωρήσει και να παύσουν πια οι πειρασμοί για να μπόρεση να ησυχάσει. Εκείνοι δε που ήρθαν για να την ενταφιάσουν, όταν την άκουσαν να προσεύχεται είπαν ότι ο Θεόδωρος αναστήθηκε.
Ο Ηγούμενος συγχωρεί την Αγία
Αφού πέρασαν επτά χρόνια, εκείνοι οι Μοναχοί από το Μοναστήρι του ενάτου, που συκοφάντησαν την Αγία, ήλθαν και παρακάλεσαν τον Ηγούμενο να δεχθεί τον Μοναχό Θεόδωρο στη συνοδεία των αδελφών, επειδή έκανε αρκετό κανόνα για το φταίξιμο εκείνο. Πρόσθεσαν δε ότι από θεία Αποκάλυψη πληροφορήθηκαν ότι συγχωρήθηκε το αμάρτημα του Θεοδώρου. Ο ηγούμενος αμέσως υπάκουσε σ’ αυτούς, και πρόσταξε να καθήσει ο αδελφός Θεόδωρος στο εσωτερικό κελί ελεύθερος και συγχωρημένος από την καταδίκη της συκοφαντίας. Ο ηγούμενος παρατηρούσε τη ζωή που έκανε η Αγία και την σεβόταν κρυφά.
Όταν πέρασαν λίγες ημέρες άρχισε η Αγία να συμβουλεύει το παιδί σαν πατέρας γνήσιος τον δρόμο της σωτηρίας. Οι αδελφοί απ’ έξω άκουγαν την ομιλία και το ανέφεραν στον Ηγούμενο. Ο Ηγούμενος παράγγειλε σε μερικούς Μοναχούς να στέκονται απ’ έξω από το κελί κρυφά, να ακούουν τι λέει στο παιδί ο Θεόδωρος. Οι Μοναχοί με την παραγγελία του ηγουμένου, άκουσαν την Αγία, να συμβουλεύει το παιδί λέγοντας αυτά:
Άκουσε, αγαπητό μου παιδί, ο καιρός της δικής μου ζωής, έφθασε στο τέλος, εγώ δε, επιθυμώ να πάω το ταχύτερον σε κείνη την μακαρία ζωή. Εσένα δε, παιδί μου, σε αφήνω στον πατέρα των ορφανών, τον Θεό και στον ηγούμενο της Μονής. Να ζητάς παιδί μου, την ευγένεια της ψυχής, που είναι αληθινή, και όχι του σώματος που είναι ψεύτικη.
Και με άλλα παρόμοια λόγια αγάπης η Αγία δίδαξε το παιδί παρέδωσε την ολόφωτη ψυχή της στα χέρια τουΘεού. Τότε το παιδί άρχισε να κλαίει γοερά, ώστε από τις φωνές του γέμισε το κελί. Όταν τα άκουσαν αυτά οι απεσταλμένοι έτρεξαν στον ηγούμενο και είπαν σ’ αυτόν όσα άκουσαν από τις συμβουλές. Τότε λέγει ο ηγούμενος: είδα και εγώ, αδελφοί μου, όραμα θαυμαστόν και ακούστε το.
Το όραμα του Ηγουμένου
Είδα λέει ο ηγούμενος, σαν να ήλθαν δύο άνθρωποι, οι οποίοι με σήκωσαν στον αέρα πολύ ψηλά, και εκεί έβλεπα πλήθος από Αγγέλους και άκουσα μια φωνή, που μου έλεγε:
Βλέπε πόσα αγαθά ετοιμάστηκαν για τη νύμφη μου Θεοδώρα. Μου φαινόταν ακόμη ότι έβλεπα ένα ωραιότατο κρεββάτι απερίγραπτο που το κρατούσε ένας Άγγελος. Εγώ τότε, βλέποντας αυτόν τον στολισμό το νυφικό, που δεν μπορώ με λόγια να σας τον περιγράψω, ρωτούσα να μάθω για ποιόν ετοιμάζεται όλη αυτή η παράταξη. Προτού μου απαντήσουν, βλέπω έξαφνα παράταξη, Προφητών, Αποστόλων, Μαρτύρων και άλλων Δικαίων, και ανάμεσα στα τάγματα εκείνα, φάνηκε μια γυναίκα, στολισμένη με δόξα και λαμπρότητα, η οποία κάθισε σε κείνο το υπέροχο κρεββάτι.
Εκείνοι δε που με έφεραν εκεί, μου έλεγαν ότι αυτός είναι ο Μοναχός Θεόδωρος. Εκείνος που συκοφαντήθηκε άδικα και ο οποίος δέχθηκε να υπομείνει αυτή την καταφρόνηση επτά χρόνους, εξόριστος από την αδελφότητα, και άφηνε να νομίζεται πατέρας ξένου παιδιού. Αυτός, που δέχθηκε να τρέφει σπέρμα ξένο, με τέτοια κακοπάθεια, χωρίς να φανερώσει ποιος είναι και να ελευθερωθεί από τέτοια ντροπή. Γι’ αυτό βλέπεις αξιώθηκε να πάρει τώρα τέτοια δόξα και λαμπρότητα.
Έως εδώ, αδελφοί τελείωσε το όραμα. Ας πάμε τώρα στο κελί του Θεοδώρου να ιδούμε το γεγονός. Όταν έφθασαν στο κελί βλέπουν το παιδί να κλαίει επάνω στη Θεοδώρα που είχε τελειώσει.
Η αποκάλυψη της Θεοδώρας
Στην ετοιμασία, που της έκαναν, είδαν ότι ήταν γυναίκα. Τότε τα μάτια όλων έρρεαν ασταμάτητα και του ηγουμένου και των άλλων αδελφών, επάνω στο λείψανο της Άγιας.
Δάκρυα μετάνοιας, που την είχαν όλοι τόσο παρεξηγήσει και τόσο βασανίσει με την άδικη τιμωρίας της. Ο ηγούμενος αμέσως κάλεσε και τους άλλους Μοναχούς από την άλλη Μονή, που την είχαν όλοι τόσο συκοφαντήσει να έλθουν να δουν το παράδοξο πράγμα, και να κλάψουν για την απάτη της ψεύτικης συκοφαντίας. Όταν έφθασαν και είδαν, έμειναν εκστατικοί, και έτρεμαν από το φόβο τους. Νόμιζαν ότι θα τους βρει θεϊκή οργή για την άδικη κατηγορία προς την Αγία.
Έρχεται και ο άνδρας της
Τότε παραστάθηκε Άγγελος Κυρίου προς τον ηγούμενο, και παράγγειλε να στείλει τάχιστα άνθρωπο στην πόλι με άλογο, και κείνο που θα έβρισκε πρώτον, να τον βάλει επάνω στο άλογο και να τον φέρει στο Μοναστήρι. Ο πρώτος που συνάντησε ο Μοναχός ήταν ο άνδρας της. Και αυτός είχε δει θεία αποκάλυψη και είχε κινήσει για το Μοναστήρι. Όταν έφθασαν και είδε ο σύζυγος το ιερότατο λείψανο της Μακαρίας Θεοδώρας, έπεσε επάνω και έκλαιε και οδυρόταν πικρά. Την καλούσε με το όνομά της αναθυμίζοντας την ενάρετη ζωή που πέρασαν μαζί προτού φύγει. Όλα αυτά που διηγόταν ο άνδρας της ήταν αξιέπαινα και θαύμαζαν όλοι που τα άκουαν. Τότε με πάσαν ευλάβεια και κατάνυξη έψαλαν ύμνους προς τον Θεό και ενταφίασαν αυτό το πολύαθλο και σεβάσμιο λείψανο.
Ο άνδρας της με τις ευχές της Αγίας, δεν έφυγε από το Μοναστήρι. Έγινε Μοναχός και κάθισε στο κελί της συζύγου του. Και αυτός έζησε ζωή ασκητική και όταν έφυγε προς τον Κύριον ετάφη μαζί με την Αγία.
Αλλά και το παιδί που ανάθρεψε η Αγία, πρόκοψε τόσον στη Μοναστική ζωή, ώστε αργότερα έγινε Μοναχός και υστέρα Ηγούμενος της Μονής.