Μετά την καταγραφή των ιστορικών δεδομένων των Ορφανοτροφείων της Πόλης, των ταλαιπωριών των παιδιών, των μετακινήσεων τους σε Μονές της Πόλης , του σχολείου του Ορφανοτροφείου, της απαγόρευσης λειτουργίας του και των μαρτυριών εκπαιδευτικών και μαθητών, το τελευταίο μέρος περιλαμβάνει τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε και το φαινόμενο του «ιδρυματισμού» που παρατηρήθηκε.

Το Ορφανοτροφείο της Πριγκήπου στέκει στο λόφο του Χριστού. Από το 1898 το οικοδόμημα που προοριζόταν για πολυτελές ξενοδοχείο λες και η μοίρα του το κατατρέχει αντιμετωπίζει δυσεπίλυτα προβλήματα. Το μέγεθος και το είδος της κατασκευής έπαιξαν και παίζουν καθοριστικό ρόλο.

Η δωρεά της Ελένης Ζαρίφη προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο φάνηκε να δίνει για κάποιες δεκαετίες τη λύση στο πρόβλημα στέγασης των ορφανών της Ρωμαίικης Κοινότητας, που εκείνα τα χρόνια, κυρίως εξαιτίας των πολέμων και των αναταραχών, ήταν πολλά. Η συντήρηση ενός τέτοιου οικοδομήματος από την πρώτη στιγμή αποτελούσε ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο για τη σωστή λειτουργία του. Ειδικά μετά από τις μεγάλες καταστροφές που προκλήθηκαν κατά τη διάρκεια του Α΄Π.Π. με την εγκατάσταση αρχικά Ρώσων προσφύγων και Γερμανών στρατιωτών (1918-1922) η κατάσταση μοιάζει να είναι μη αναστρέψιμη και οι δυσκολίες στη διαχείριση και λειτουργία αυτού του εμβληματικού θεσμού τεράστιες για την Ομογένεια. Κι όλα αυτά φυσικά δεν αφορούν μόνο το κτιριακό ζήτημα αλλά κυρίως και βαθύτερα αντανακλούν στην οργάνωση, στελέχωση, διαχείριση του Ορφανοτροφείου ως ίδρυμα που περιθάλπει παιδικές ψυχές.

Η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια λειτουργίας του, τη δεκαετία του ’60, μοιάζει να είναι τραγική και να απέχει παρασάγγας από τους κανόνες και τα πρότυπα λειτουργίας που ισχύουν την εποχή εκείνη στο δυτικό κόσμο.

Η κατάσταση γίνεται φανερή μέσα από την έκθεση που καταθέτει ο Ηλίας Βιγγόπουλος, παιδαγωγός, με σπουδές στην ιατρική και μετεκπαιδεύσεις στη Γενεύη και στη Περούτζια.

Στον Α΄ τόμο του Δελτίου της Εταιρείας Μελέτης της Καθ’ ημάς Ανατολής (Αθήνα 2004) περιλαμβάνεται και η εν λόγω έκθεση, όπου ο Ηλίας Βιγγόπουλος στην εισαγωγή της έκθεσής του αναφέρει: «Η έντιμος Εφορεία του εν Πριγκήπω Ορφανοτροφείου Αρρένων και Θηλέων εν τη επιθυμία αυτής όπως βελτιώση την παιδαγωγικήν στάθμην του Ιδρύματός της, ήχθη εις την απόφασιν να ζητήσει εν πρώτοις την επί του σημείου τούτου γνώμην ειδικών προσώπων. Διό και απευθυνθείσα προς το νεοϊδρυθέν Γραφείον Μελετών του Συνδέσμου προς Ενίσχυσιν των σχολών εζήτησε την συνεργασίαν του Διευθυντού του εν λόγω Γραφείου….». Και συμπληρώνει: «Κατά τη διάρκεια των επισκέψεων αυτών εγένετο αμέσως αντιληπτόν ότι τα προβλήματα του Ιδρύματος ήσαν πολύ περισσότερα των αρχικώς υποτεθέντων και ότι η έντιμος Εφορεία διεξήγεν σκληρόν οικονομικόν αγώνα, ίνα δυνηθή να ανταποκριθή εις τας πιεστικάς καθημερινάς ανάγκας αυτού. Συνέπεια των υλικών δυσχερειών είναι βεβαίως η επιδείνωσις των παιδαγωγικών και ψυχολογικών όρων διαβιώσεως των τροφίμων και του εσωτερικού προσωπικού του Ιδρύματος…..ότι το έμψυχο υλικόν του Ορφανοτροφείου υπέφερεν από τας νοσηράς συνεπείας του λεγομένου «ιδρυματισμού». Για την επίλυση των πολύπλοκων ψυχολογικών και παιδαγωγικών προβλημάτων ο Ηλ. Βιγγόπουλος αναφέρει ότι ζήτησε τη βοήθεια εξειδικευμένου ψυχολόγου κι συνεργάστηκε με την Αιμιλία Σαμψωνίδου.

Από την αρχή σημειώνει το ακατάλληλο του χώρου εξαιτίας του μεγέθους του και του μη εκπαιδευτικού του χαρακτήρα. Όπως γράφει «παρουσιάζει όψιν ερειπιώδη, καταθλιπτικήν και ψυχολογικώς διαβρωτικήν». Οι πανύψηλοι τοίχοι, οι απέραντοι διάδρομοι, οι σκοτεινοί σχεδόν εφιαλτικοί στρατιωτικοί κοιτώνες με ξεφτισμένους σοβάδες και υγρασία παντού, με τα σπασμένα παράθυρα και τα «ακατοίκητα», όπως ονόμαζαν τον ερειπωμένο τελευταίο όροφο του κτιρίου επέτειναν το αίσθημα εγκατάλειψης στα παιδιά του Ιδρύματος που είχαν ήδη τραυματιστεί από την απουσία των γονέων τους. Τονίζει την ανάγκη δημιουργίας οικογενειακού κλίματος τόσο στην τραπεζαρία όσο και στους κοιτώνες, με τη δημιουργία μικρών ομάδων και την αποφυγή οποιασδήποτε μορφής «στρατωνισμού» που εξαφανίζει «τον σεβασμόν προς το άτομον και το φυσικόν αυτού δικαίωμα ιδιαιτέρας στοργής και φροντίδας». Επίσης τονίζεται η ανάγκη διαμόρφωσης συνθηκών ανάλογων των ηλικιών και των σωματικών διαστάσεων των παιδιών, όπως η αγορών καθισμάτων και τραπεζιών στην τραπεζαρία, η κατασκευή ντουζιερών στα μπάνια ξεχωριστά για τα αγόρια και τα κορίτσια, η τοποθέτηση ραφιών και ντουλαπιών για τα προσωπικά είδη του καθενός καθώς και κουρτινών στα παράθυρα κι μικρών χαλιών μπροστά στα κρεβάτια. Ιδιαίτερη σημασία δίνει στο σεβασμό των αναγκαίων ωρών ύπνου για κάθε ηλικία κι άρα στη δημιουργία ανάλογων ομάδων στους κοιτώνες. Εντύπωση προκαλεί η απουσία θυρών στις τουαλέτες και η επισήμανση του Βιγγόπουλου για άμεση τοποθέτησή τους για ψυχολογικούς και παιδαγωγικούς λόγους.

Εντύπωση προκάλεσε επίσης η απουσία ειδικής νοσοκόμας αλλά και θαλάμου λοιμωδών νοσημάτων. Με βαθιά συγκίνηση ο Βιγγόπουλος γράφει : «Ένα παιδάκι άρρωστο είναι ένας άγγελος πονεμένος που έπεσεν επάνω εις την γην. Τι περιποίησιν θα εκάναμε σ’ έναν άγγελον, την ιδίαν θα πρέπη να κάνωμε και δι’ ένα άρρωστο παιδάκι, και προ πάντων δι’ ένα άρρωστο παιδάκι του Ορφανοτροφείου….που στερείται πρώτα απ’ όλα το χάδι της μητρός του.» Τονίζει επανειλημμένως την ανάγκη εξιδεικευμένου προσωπικού, όχι μόνο παιδαγωγών αλλά και όλων των ειδικοτήτων.

Τέλος κλείνει την εισαγωγή του κάνοντας λόγω για την «χαώδη και ακυβέρνητον κατάστασιν» που επικρατεί εξαιτίας της απουσίας υλικοτεχνικής υποδομής. Τονίζει τις φιλότιμες προσπάθειες της διοίκησης αλλά την αδυναμία παραγωγής αποτελέσματος εξαιτίας της απουσίας απλών υποδομών, όπως τηλεφωνικής εσωτερικής επικοινωνίας μέσα στο τεράστιο οικοδόμημα αλλά και εξιδεικευμένου διοικητικού προσωπικού.

Συνοψίζοντας ο Βιγγόπουλος αναφέρει: «Το κυριώτερον είναι να αποφασίσωμεν να καταστήσωμεν κάποτε το Ίδρυμά μας, αληθινόν ίδρυμα προστασίας αναξιοπαθούντων παίδων και ουχί άσυλον παιλαιού τύπου…».

Όλες αυτές οι συνθήκες που περιεγράφηκαν πιο πάνω ήταν φυσικό να οδηγήσουν τον Βιγγόπουλο και την Σαμψωνίδου στη διάγνωση ότι τα παιδιά που φιλοξενούνταν στους χώρους του Ορφανοτροφείου παρουσίαζαν συμπτώματα ιδρυματισμού, χρόνιας συναισθηματικής ατροφίας. Κι ότι όπως επισημαίνει: «…η σχολική καθυστέρησις και η νοητική τοιαύτη ενίων τροφίμων, δεν οφείλεται εις οκνηρίαν ή αμέλειαν εξ υπαιτιότητος αυτών τοιτούτων των τροφίμων αλλά εις τας παιδαγωγικάς συνθήκας υπό τας οποίας ούτοι διαβιούν σήμερον ως και εις προηγουμένην αυτών συναισθηματικής ατροφίαν ή αδιαφορίαν των γονέων των»

Από τα στατιστικά στοιχεία προκύπτει ότι τα ορφανά παιδιά είναι το πολύ 52-54% ενώ το υπόλοιπο 46-48% «έχουν εν ζωή αμφότερους τους γονείς των, οι οποίοι όμως είναι τελείως άποροι ή ο εις εκ των δύο πάσχει από χρόνιον αθεράπευτον νόσημα.». Αυτό οδηγεί τον Βιγγόπουλο στην πρόταση να τροποποιηθεί η ονομασία του ιδρύματος και ο προορισμός του, γιατί όπως λέει: «η σημερινή ονομασία του αποτελεί όχι μόνο παιδαγωγικό μας όνειδος αλλά και απαράδεκτον αφορμήν βαθέος ψυχικού τραυματισμού πολλών αθώων ανθρωπίνων υπάρξεων».

Ακόμη όμως και τα στατιστικά στοιχεία που συλλέχθηκαν με επιστημονικό τρόπο από τον Βιγγόπουλο και την Σαμψωνίδου σχετικά με την σχολική στασιμότητα των τροφίμων καταδεικνύουν ότι: «τα παιδιά δεν μένουν στάσιμα εξ υπαιτιότητάς των αλλά εξαιτίας του ατυχούς οικογενειακού των βίου και των αντιπαιδαγωγικών συνθηκών του ιδρύματος» αλλά και σε ένα ποσοστό νοητικώς υστερούντων.

Ένα άλλο πρόβλημα που εντοπίστηκε μέσα από την έρευνα ήταν η συνεχής αλλαγή του μαθητικού δυναμικού και οι επιπτώσεις που είχε αυτή στην κοινωνιολογική και ψυχολογική ισορροπία των ομάδων. Καθώς «εις τοιαύτα ιδρύματα αι αναπτυσσσόμεναι μεταξύ των τροφίμων διαπροσωπικαί και συναισθηματικαί σχέσεις είναι συχνότατα ισχυραί, είναι όθεν πολύ πιθανόν αι μεταβολαί εις τον χαρακτήρα, η αιφνίδιος οκνηρία, η τάσις φυγής και λοιπαί άλλαι ψυχοπαθολογικαί εκδηλώσεις ωρισμένων τροφίμων να οφείλωνται εις την τοιαύτην συχνήν αναστάτωσιν της ισορροπίας των διαπροσωπικών σχέσεων συναισθηματικών δεσμών ή αντιθέσεων εις την σύνθεσιν των μαθητικών ομάδων.»

Φτάνοντας στα συμπεράσματα ο Ηλίας Βιγγόπουλος καταλήγει πως όσο φιλότιμες κι αν είναι οι προσπάθειες που καταβάλει τόσο η Εφορεία του Ιδρύματος όσο και το προσωπικό είναι αδύνατον να πετύχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα καθώς δεν υπάρχει το εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό που θα στελεχώσει όλες τις θέσεις, διευθυντικές, παιδαγωγικές, βοηθητικού προσωπικού. Κι αν κρίνεται αναγκαία η νέα κτιριακή δομή των οικίσκων σύμφωνα με «τας αρχάς και αντιλήψεις της συγχρόνου παιδαγωγικής επιστήμης διαμορφωθείσης νέας σχολικής αρχιτεκτονικής, είναι πολύ πιθανόν και κακήν χρήσιν των διαρρυθμισθησομένων χώρων να κάνη και ουδόλως να αξιοποιήση παιδαγωγικώς τα τεχνικά μέσα, τα εποπτικά όργανα, τα σκεύη και την επίπλωσιν με την οποία θα εφοδιασθή το νέον κτηριακόν συγκρότημα.»

Γι’ αυτό: «… η προπαρασκευή ενός ειδικευμένου προσωπικού επιβάλλεται να γίνει α ν υ π ε ρ θ έ τ ω ς».

Λίγο πριν από το κλείσιμο του Ορφανοτροφείου της Πριγκήπου γίνεται φανερό πως η κατάσταση που επικρατούσε στο λόφο του Χριστού είχε φτάσει σε τραγικό σημείο. Η ανάγκη αναδιάρθρωσης, στελέχωσης, εκσυγχρονισμού αλλά κυρίως εκπαίδευσης του εργαζόμενου προσωπικού. Τα χρονίζοντα προβλήματα στο κτίριο είναι αυτά που επιτείνουν τις δυσκολίες αλλά η λύση τους δεν θα φέρει την ισορροπία στις ψυχές των παιδιών αν δε λυθεί το μέγιστο πρόβλημα του εξειδικευμένου προσωπικού καταλήγει ο Βιγγόπουλος στην έκθεσή του.

Με την καταγραφή της έκθεσης Βιγγόπουλου τελειώνει η αρθρογραφία της σειράς για τα Ορφανοτροφεία της Πόλης και ιδιαίτερα της Πριγκήπου.

Εν κατακλείδι θα μπορούσε να τονισθεί ότι με τα μέσα που διέθετε η Ομογένεια πρόφταινε παντού και σε όλες τις συνιστώσες της στήριξης και βοηθείας στους Ρωμιούς της Πόλης, Ίμβρου και Τενέδου και όχι μόνο αφού έτεινε χείρα βοηθείας και στους πρόσφυγες.

Και βεβαίως γίνονταν λάθη και υπήρχαν παραλήψεις. Γενικά όμως τα Ιδρύματα αυτά τα οποία ιδρύθηκαν και συντηρήθηκαν από την Ρωμαίικη ιδεολογία, πνεύμα και υστέρημα, ήταν φορείς που εργάζονταν για την πρόοδο της κοινότητας μας και την μορφωτική και παιδαγωγική πρόοδο των νέων.

ΔΗΜΟΥ- ΣΟΛΤΑΡΙΔΗΣ

Εκκλησία Online
Γράψε το σχόλιό σου

Αφήστε μια απάντηση

Comment moderation is enabled. Your comment may take some time to appear.