«Τό ὁμοίωμα διαλύει τήν ἀντίθεση ἀλήθειας – ψέματος καί τό πάθος τῆς συμμετοχῆς, πάνω στά ὁποῖα θεμελιώνεται τό πολιτιστικό – πολιτικό – πολιτισμικό πλαίσιο τοῦ Διαφωτισμοῦ.
Στό ὁμοίωμα τό φανταστικό ἀποκτάει μία κοινωνική διάσταση, ὄχι ἐπειδή τά περιεχόμενά του εἰσπράττουν τή συγκατάθεση, τήν ἔγκριση, τή συναίνεση τῶν ὑποκειμένων, ἀλλά ἐπειδή ἡ ἴδια ἡ κοινωνία ἀποπραγματοποιήθηκε, ἀπέκτησε μία φανταστική διάσταση ἡ ὁποία ἐπιβάλλεται στά ὑποκείμενα! Δέν εἶναι δηλαδή οἱ φαντασιώσεις τῶν ὑποκειμένων πού γίνονται κοινωνικές καί συνεπῶς τελεσφόρες, ἀλλά ἀπεναντίας τά ὁμοιώματα τῆς κοινωνίας πού ἐπιβάλλουν τή δική τους γεγονότητα στά ὑποκείμενα, διαλύοντας τήν πραγματικότητά του»[1].
Αυτό είναι και το πραγματικό περιεχόμενο της “Θεαματικής Κοινωνίας”. Προβάλλει ένα κάλπικο πρωτότυπο, ξένο και οξύμωρο προς το πρότυπο και αρχέγονό του και μέσω αυτού ή καλύτερα εξαιτίας αυτού, αξαιτίας δηλαδή της κίβδυλης πραγματικότητάς του, εδραιώνει την κυριαρχία του “θεάματος” στον μεταμοντέρνο κόσμο.
Παραπομπές:
[1] Αυτόθι, σελ 55. Ο Β. Γαϊτάνης τονίζει: Το θέαμα είναι η ύψιστη αντιστροφή της πραγματικότητας ως διαμεσολάβηση. Η εικόνα προηγείται της συνείδησης και μεσολαβεί πριν τη συνείδηση του υποκειμένου. Η σχέση με την αυτοσυνείδηση και την κτίση ως ολότητα αλλοτριώνονται. Αν πραγματικότητα είναι “η ταυτότητα του όντος με τον εαυτό του, και ταυτόχρονα η συνείδηση της αντιστοιχίας αυτής της ταυτότητας με την πλάση”, το θέαμα επεμβαίνει στην κεντρική αρχή αυτής της ταυτότητας. Προσπαθεί όχι μόνο να αλλιώσει την σχέση με τον κόσμο, αλλά και την σχέση με τον εαυτό. Είναι το ίδιο ο απέραντος διχασμός αυτής της ταυτότητας ανθρώπου και συνείδησης, είναι η διαλεκτική εκείνη στιγμή όπου το πρόσωπο δεν παράγεται πια από το είναι του Θεού (είτε, όπως συμβαίνει στη Δύση, απ’ την υπερβατικήαυτοσυνείδηση), παρά απ’τη μεσολάβηση, απ’την “εικόνα”!». (Γαϊτάνη Β., Η Ετερότητα της Επικοινωνίας, σελ. 6 – 7).