Παναγιώτης Ἰ. Μπούμης στο ΕΚΚΛΗΣΙΑ ONLINE- Ὁμότ. Καθηγητής Παν/μίου Ἀθηνῶν
Ὁ κανόνας τῆς Συνόδου τῆς Καρχηδόνος (251 ἤ 255 μ.Χ.) ἐπί τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπικυρώθηκε ἀπό τόν β΄ καν. τῆς Πενθέκτης Οἰκουμ. Συνόδου, λέει μεταξύ πολλῶν ἄλλων περί αἱρετικῶν καί σχισματικῶν καί τά ἑξῆς: « . . . καί μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ἐπάνω Πέτρου τοῦ Ἀποστόλου ἀρχῆθεν λέγοντος (τῆς) ἑνότητος τεθεμελιωμένης».
Ἀφορμή γιά τήν ἐνασχόληση μέ τόν παρόντα κανόνα καί τήν ἀνωτέρω πρόταση μοῦ ἔδωσαν δύο νέοι ἀλλοδαποί θεολόγοι ἐπιστήμονες, ὅταν μοῦ ἔδωσαν νά «ρίξω μιά ματιά» σέ μελέτη τοῦ ἑνός ἐξ αὐτῶν, ἐπάνω στόν ἅγιο Κυπριανό καί στό ἔργο του De Unitate Ecclesiae, τό ὁποῖο φέρεται μέ διπλή (τουλάχιστον) μορφή.
Ἑστιάζουμε τή μελέτη μας στό ἀνωτέρω χωρίο τοῦ κανόνα τῆς Καρχηδόνος γιά τό μεγάλο του ἐνδιαφέρον καί τή σπουδαιότητα ἀλλά καί τήν ἐπικαιρότητα.
Ἀπό τήν πρώτη στιγμή ἐκεῖνο πού προσελκύει τήν προσοχή καί τήν περιέργεια ἰδιαιτέρως ἑνός θεολόγου-κανονολόγου, ἐπειδή βρίσκεται σ’ αὐτή τή σειρά τοῦ λόγου πού διαβάσαμε καί τί δηλώνει, εἶναι ἡ φράση «ἀρχῆθεν λέγοντος» (= ἐξ ἀρχῆς, ἀπό τήν ἀρχή ὅταν λέει). Ποιός «λέει» («λέγοντος») ὁ Κύριος ἤ ὁ Πέτρος; Σέ ποιόν ἀποδίδει ὁ κανόνας τό «ἀρχῆθεν λέγοντος»; Χρειάζεται ἔρευνα καί ἑρμηνεία.
Περιττόν νά λεχθεῖ ἐδῶ ὅτι ἐμεῖς στήν ἑρμηνεία τῶν ἱερῶν κανόνων ἀκολουθοῦμε τή σύγχρονη μέθοδο ἑρμηνείας: Τήν ἑρμηνεία τοῦ νόμου καθ’ ἑαυτόν (τό κείμενο, τό δημιούργημα) καί ὄχι τή σκέψη, τή θέληση τοῦ νομοθέτη.
Καί τοῦτο ἐπειδή οἱ κανόνες ἔχουν θεσπισθεῖ ἀπό πολλά πρόσωπα καί ὄχι ἀπό ἕνα, ὁπότε θά μπορούσαμε νά μαντέψουμε τή σκέψη τοῦ ἑνός, ἐνῶ τῶν πολλῶν δέν εἶναι δυνατόν. Καί ἀκόμη περισσότερο, ἐπειδή οἱ κανόνες ἔχουν θεσπισθεῖ μέ τήν ἐπιστασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ ὁποίου τή σκέψη, τό νοῦ, κανένας δέν μπορεῖ νά γνωρίζει.
Σημειωθήτω ἐπιπροσθέτως ὅτι σήμερα βαδίζουν σέ μία παράλληλη πορεία ἡ νομική – ἀντικειμενική – κατά γράμμα ἑρμηνεία καί ἡ δημοκρατική ἀρχή, ἐπειδή οἱ νομοθετοῦντες εἶναι πολλοί καί κάτω ἀπό τίς ἴδιες λέξεις τοῦ νόμου μπορεῖ νά ἔδωσε καθένας ἕνα διαφορετικό νόημα.
Ἐπανερχόμαστε, λοιπόν, στήν ἐπίμαχη φράση «ἀρχῆθεν λέγοντος» καί στό γιατί εἶναι σ’ αὐτή τή θέση μέσα στό χωρίο.
Κατ’ ἀρχάς ἡ ἀνωτέρω φράση προφανῶς παραπέμπει στό περιστατικό-διάλογο τοῦ Κυρίου μέ τόν Πέτρο πού περιλαμβάνεται στό Ματθ. 16,16-18.
Ὁ Κύριος εἶπε πρός τόν Πέτρο καί διακήρυξε «ἀρχῆθεν»: «Κἀγώ δέ σοί λέγω σύ εἶ Πέτρος καί ἐπί ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τήν Ἐκκλησίαν».
Αὐτό τό εἶπε ὁ Κύριος, ἀφοῦ προηγουμένως καί ὁ Πέτρος εἶχε κατά ἀποκάλυψη ἄνωθεν, ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ Πατρός, ὁμολογήσει καί πεῖ «Σύ εἶ ὁ Χριστός ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος».
Τόν διάλογο αὐτό συνοψίζει, διερμηνεύει καί διαφωτίζει τό χωρίο τοῦ κανόνα.
Ἄν τό «ἀρχῆθεν λέγοντος» ἀναφερόταν μόνο στόν Κύριο καί στούς λόγους Του («κἀγώ σοί λέγω»), γιατί νά μήν ἦταν στήν ἑξῆς θέση καί σειρά τοῦ κανόνα: «Καί μιᾶς Ἐκκλησίας ὑπό Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ἀρχῆθεν λέγοντος ἐπάνω Πέτρου τοῦ Ἀποστόλου τῆς ἑνότητος τεθεμελιωμένης»;
Μήπως, λοιπόν, τέθηκε τό «ἀρχῆθεν λέγοντος» σ’ αὐτή τή θέση γιά νά ἀναφέρεται καί στόν Κύριο καί στόν Πέτρο; Καί στούς δύο; Δέν ἀποκλείεται.
Ἀλλά ἄς πᾶμε καί πιό πέρα πρός διεύρυνση τῶν νοουμένων. Μήπως τό «ἀρχῆθεν λέγοντος» καί ἰδίως τό «λέγοντος» μᾶς δίνει τό δικαίωμα, τόν ἀέρα, νά ποῦμε ὅτι ἀναφέρεται καί στόν λέγοντα (τόν Πέτρο), ἀλλά καί στά λεγόμενα (τά λεχθέντα = στήν πέτρα, στήν ὁμολογία) ἀπό τόν Πέτρο;
Νομίζουμε καί στά δύο. Μήπως καί ὁ Κύριος (Ματθ. 16,18) χρησιμοποιεῖ τά συνώνυμα γιά νά ὑποδείξει τή συνύπαρξη καί τῶν δύο; Καί τό πρόσωπο καί τήν ὁμολογία; Καί στό πρόσωπο Πέτρο καί στήν ὁμολογία πέτρα. Δίνει ἔμφαση, κάνει διάκριση, δέν κάνει λογοπαίγνιο.
Ἐπαναλαμβάνουμε τό «Σύ εἶ Πέτρος» (ὑπάρχει τό ὁμολογοῦν πρόσωπο) «καί ἐπί ταύτῃ τῇ πέτρᾳ» (ὑπάρχει ἡ ὁμολογία, ἡ ἀλήθεια).
Ἑπομένως καταλήγουμε ὅτι γιά νά θεμελιώνεται ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας χρειάζονται καί τά πρόσωπα, οἱ ἀπόστολοι τότε, σήμερα οἱ διάδοχοί τους, ἀλλά καί ἡ ὁμολογία αὐτῶν, ἡ ὀρθή πίστη τους, ἡ ἀλήθεια πού εἶναι ὁ Χριστός, ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ Πατρός.
Ἴσως θά πεῖ κάποιος: Μήπως εἶναι ἀδύνατον νά σκέφθηκε κάτι τέτοιους συνδυασμούς ἡ Σύνοδος; Ἐδῶ ἀντί ἄλλης ἀπαντήσεως θά θέλαμε νά ἀντιγράψουμε κάτι τό ἐντυπωσιακό πού ἔχει γράψει ὁ καθηγητής τῆς Νομικῆς Σχολῆς στή Γερμανία K. Engisch: «Πολύ εὔστοχα λέει ὁ Andre Gide στό ἔργο του Paludes ” . . . ἐκεῖνο πού μέ ἐνδιαφέρει περισσότερο εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού πρόσθεσα χωρίς νά τό ξέρω — αὐτό τό μέρος τοῦ ἀσυνειδήτου πού θά ἤθελα νά τό ὀνομάσω μέρος τοῦ Θεοῦ. Ἄς περιμένουμε τήν ἀποκάλυψη τῶν πραγμάτων ἀπό παντοῦ, τήν ἀποκάλυψη τῶν ἔργων μας ἀπό τό κοινό”» (βλ. Παν. Μπούμη, Κανονικόν Δίκαιον, ἔκδ. Γ΄, Ἀθήνα 2002, σελ. 77).
Λοιπόν, καί κανένας ἀπό τούς συνέδρους τῆς Συνόδου Καρχηδόνος ἤ τῆς Πενθέκτης Οἰκουμ. Συνόδου νά μήν εἶχε διανοηθεῖ ὅλα ἤ μερικά ἀπό τά ἀνωτέρω, αὐτό δέν ἀποκλείει σ’ ἐμᾶς τούς νεότερους, τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, νά δώσουμε καί τίς παραμέτρους ἑρμηνείας αὐτές στό θεῖο αὐτό κείμενο τοῦ ἱεροῦ κανόνα τῆς Καρχηδόνος, ἐφόσον τό ἐπιτρέπει καί συμβάλλει τό κείμενο.
Τήν ἄποψη αὐτή ἐνισχύει καί τό γεγονός τῆς ὑπάρξεως δύο (τριῶν;) μορφῶν τοῦ κειμένου De Unitate Ecclesiae τοῦ Κυπριανοῦ, εἴτε ἔχουν γίνει ἀπ’ αὐτόν τόν ἴδιο εἴτε ἀπό ἄλλους ἑρμηνευτές ἤ σχολιαστές τοῦ ἐν λόγῳ ἔργου.
Ἐμεῖς πάντως θά λέγαμε ὅτι οἱ δύο αὐτές μορφές δέν ἀναιροῦν ἡ μία τήν ἄλλη, ἀλλά ἡ μία συμπληρώνει τήν ἄλλη. Ἔτσι δέν ἀποκλείεται ἀκόμη καί ἡ περίπτωση νά γράφτηκαν ἀπό τόν ἴδιο τόν Κυπριανό, ἡ μία πρό τῆς Συνόδου Καρχηδόνος καί ἡ ἄλλη μετά, ὅταν εἶχε θεσπισθεῖ ὁ κανόνας τῆς Καρχηδόνος μέ τό ἐπίμαχο, διαφωτιστικό καί περιεκτικό αὐτό χωρίο.
Ἐπί τῇ εὐκαιρίᾳ θά θέλαμε νά εἰσέλθουμε δι’ ὀλίγων καί σέ ἕνα παρεμφερές ζήτημα: Πολλή συζήτηση γίνεται, ἤ «μᾶλλον θόρυβος γίνεται», καί ἄφθονο μελάνι χύνεται, γύρω ἀπό τίς ὀνομασίες ἤ τίτλους Ἐπίσκοπος, Ἀρχιεπίσκοπος, Πατριάρχης, Πρῶτος (μέ ἤ χωρίς δεύτερο ἤ ἴσους) κ.τ.λ. Ἐμεῖς μέ τήν ἀνωτέρω ἀφορμή καταφύγαμε καί ἐκτενέστερα στόν β΄ αὐτόν καν. τῆς Πενθέκτης Οἰκουμ. Συνόδου, ὁ ὁποῖος τοποθετεῖ ὄχι χωρίς λόγο τόν κανόνα τῆς Καρχηδόνος μεταξύ τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων.
Αὐτός, λοιπόν, ὁ κανόνας τῆς Πενθέκτης, ἀφοῦ προηγουμένως κάνει λόγο γιά κανονολόγους ἐπισκόπους, γιά ἀρχιεπισκόπους καί γιά Πατριάρχες, παραδόξως πρός τό τέλος ὁ κανόνας τούς ἀποκαλεῖ ὅλους μαζί μέ ἕνα ὅρο χωρίς διάκριση προέδρους, λέγοντας «ἐν τοῖς τῶν προειρημένων προέδρων τόποις».
Δηλαδή ὅλοι οἱ ἀνωτέρω ἐπίσκοποι εἶναι πρόεδροι στήν τοπική τους Ἐκκλησία, στήν Ἐπαρχία ἤ πόλη (ἡ ἐπισκοπή), στό κράτος-ἔθνος (ἡ ἀρχιεπισκοπή) καί στήν ὑπερτοπική ἤ διακρατική περιφέρεια (τό Πατριαρχεῖο). Προφανῶς εἶναι πρόεδροι μιᾶς συνάξεως, ἑνός συλλογικοῦ ὀργάνου, τῆς Συνόδου τῶν τόπων αὐτῶν. Εἶναι χαρακτηριστικό ἐπίσης ὅτι χρησιμοποιεῖ τή λέξη πρόεδροι γιά ὅλους καί ὄχι τή λέξη πρῶτοι.
Ἔτσι συμπεραίνουμε ὅτι μποροῦμε νά ἔχουμε πρωτεῖο τοῦ προέδρου τῆς Συνόδου ἑνός κράτους, δηλ. τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, καί πρωτεῖο τοῦ προέδρου μιᾶς ὁμοσπονδίας κρατῶν, δηλ. τοῦ Πατριάρχου.
Ὡστόσο καί βάσει ὅσων λέχθηκαν προηγουμένως πρέπει νά θεωροῦμε ὅτι ἔχουν πρωτεῖο ἑνότητας καί ὄχι πρωτεῖο ἐξουσίας καί ὑπεροχῆς ἔναντι τῶν ἄλλων προέδρων ἐπισκόπων ἤ μητροπολιτῶν ἤ ἀρχιεπισκόπων ἤ Πατριαρχῶν.
Τοιουτοτρόπως παίρνει καί οὐσιαστικό νόημα, ἐποικοδομητική καί ἑνωτική ἀποστολή, τό «πρωτεῖο» μέσα στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο καί τόν χριστιανικό κόσμο.
Ἐν τέλει ἐδῶ ὀφείλουμε νά κάνουμε ἕνεκα καί ἐπιστημονικῆς δεοντολογίας τήν ἑξῆς σημείωση: Σέ ἀρκετά χειρόγραφα λείπει τό ἄρθρο «τῆς» («τῆς ἑνότητος τεθεμελιωμένης»).
Ἴσως αὐτό ὀφείλεται καί στό ὅτι ὁ κανόνας τῆς Καρχηδόνος στή συνέχεια ἔχει τή φράση «ἑνότητα Κυρίου κρατοῦντες». Δηλαδή ὅτι ἡ ὅλη ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας θεμελιώνεται στόν Κύριο καί ὄχι ἀποκλειστικά στόν Πέτρο.
Ὅμως μέ τήν ἑρμηνεία πού δώσαμε στό «ἀρχῆθεν λέγοντος» (τουτέστι ὁμολογοῦντος τοῦ Πέτρου τό «σύ εἶ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ»), νομίζουμε ὅτι καταλήγουμε στό ἴδιο συμπέρασμα εἴτε βάλουμε τό ἄρθρο «τῆς» εἴτε βάλουμε τό «ἑνότητος» χωρίς τό ἄρθρο. Ὅτι συμμετέχει καί ὁ Πέτρος στήν ἑνότητα.
Τελικῶς, ἡ οἰκοδομή καί ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας θεμελιώνεται στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Κάθε ἕνας ὅμως ἀπόστολος ἤ διάδοχός τους «κρατεῖ» ἤ ἀλλιῶς (δια)τηρεῖ κάποια ἤ μέρος τῆς ἑνότητας αὐτῆς, ἐφόσον βεβαίως κρατεῖ καί τήν ὀρθή ὁμολογία.
Γι’ αὐτό καί οἱ πρωτεύοντες τῶν Ἐκκλησιῶν, ὅπως εὐστόχως τούς ὀνομάζει ὁ ιζ΄/κγ΄ καν. Καρθαγένης, οἱ πρόεδροι, δέν θεμελιώνουν ὅλη τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὁ καθένας μόνος του, ἀλλά ὅλοι μαζί μέ ἐπικεφαλῆς καί ὁμολογοῦντες τόν Χριστό, ἤ ἀλλιῶς μέ «θεμέλιον» τόν Χριστό τόν ἀπαρασάλευτο καί μή ἀντικαθιστάμενο (Α΄ Κορ. 3,11).
Σημειωθήτω ὅτι ὁ ὑπάρχων ἐνεστώτας πρωτεύων-πρωτεύω ὡς χρόνος δηλώνει καί κάτι τό παροδικό ἤ μεταβαλλόμενο. Σήμερα εἶναι, αὔριο (ἴσως) ὄχι. Πρβλ. Ματθ. 19,30 κ.ἄ. Δέν δηλώνει τό τετελεσμένο, τό ἀμετάβλητο καί μόνιμο.
Τό βάρος, λοιπόν, πέφτει στήν πέτρα, στόν Χριστό, καί ὄχι στό πρόσωπο ἑνός μόνου ἀποστόλου ἤ ἐπισκόπου.
Σημείωση: Περισσότερα γιά τήν ἑρμηνεία τοῦ Ματθ. 16,18 βλέπε Παν. Μπούμη, Ἡ πέτρα τοῦ ἀπ. Πέτρου (Συμβολή εἰς τήν ἑρμηνείαν τοῦ χωρίου Ματθ. 16,18), περιοδ. «Θεολογία», τόμ. 51 (1980), σελ. 146-157.