Ναός της Αναστάσεως: Τόπος ιερότατος για τον Ιουδαϊσμό, τον Χριστιανισμό και το Ισλάμ, η Ιερουσαλήμ είναι μία από τις παλιότερες πόλεις του κόσμου.
τα αρχαιολογικά ευρήματα επιτρέπουν να προσδιορίσουμε ότι ο πρώτος οικισμός εμφανίστηκε κατά το 2800 π.Χ., μετατρεπόμενος σε πλήρη πόλη γύρω στο 2000 π.Χ. Στις μέρες μας, βέβαια, παραμένει διαφιλονικούμενη μεταξύ των Ισραηλινών και των Παλαιστινίων. Tαυτόχρονα, όμως, εξακολουθεί να είναι το μεγαλύτερο αστικό κέντρο του Ισραήλ, αποτελώντας έδρα τόσο για το κοινοβούλιο, όσο και για τον πρόεδρο και για τον πρωθυπουργό της χώρας.
Τις περισσότερες μέρες του έτους, η χριστιανική συνοικία (η οποία βρίσκεται κεντρικά στη λεγόμενη «παλαιά πόλη» της Ιερουσαλήμ) διάγει έναν μάλλον ήσυχο βίο, έχοντας σαν πνευματικό επίκεντρό της τον Ναό της Αναστάσεως –γνωστό σε μας και ως Εκκλησία του Πανάγιου Τάφου.
Κάθε Πάσχα, όμως, τα πράγματα αλλάζουν και η κίνηση στη χριστιανική συνοικία γίνεται ιδιαίτερα έντονη και πυκνή, καθώς πλήθη προσκυνητών από όλο τον κόσμο συρρέουν στον ναό για τις λατρευτικές ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας, που κορυφώνονται ασφαλώς με την Ανάσταση και το χαρμόσυνο μήνυμά της. Είναι εδώ, άλλωστε, όπου κάθε Μεγάλο Σάββατο μεσημέρι τελείται η αφή του Αγίου Φωτός από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, το οποίο ταξιδεύει στη συνέχεια αεροπορικώς τόσο στην Ελλάδα, όσο και σε άλλα κράτη με πλειονότητα Ορθόδοξων Χριστιανών (π.χ. Ρωσία, Ουκρανία, Ρουμανία, Γεωργία).
Ένα πανέμορφο μνημείο, με αιώνες ιστορίας, συνδεδεμένο με τα Πάθη του Ιησού
Ο Ναός της Αναστάσεως είναι ένα πολυσύνθετο οικοδόμημα, με την αρχιτεκτονική του να μαρτυρεί τη μακρά του ιστορία, αντανακλώντας στοιχεία και τάσεις πολλών διαφορετικών εποχών. Ταυτόχρονα, ωστόσο, αποτελεί κι ένα πανέμορφο μνημείο για τον σύγχρονο κόσμο, στο οποίο εδρεύει το Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων, αλλά στο πλαίσιο ενός «προσκυνηματικού καθεστώτος» (Status Quo): μιας συμφωνίας χρονολογούμενης στο 1757, δηλαδή, που επιτρέπει και στους Αρμένιους, στους Φραγκισκανούς, στους Κόπτες, στους Αβησσυνούς (Αιθίοπες) και στους Συρορθόδοξους να ελέγχουν το κτίριο.
Ο πρώτος Ναός της Αναστάσεως, η λεγόμενη «Κωνσταντίνειος Βασιλική», σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Ζηνόβιο και εγκαινιάστηκε το 335 από τον Μέγα Κωνσταντίνο και τη μητέρα του, την Αγία Ελένη, παίρνοντας τη θέση ενός ρωμαϊκού ιερού της θεάς Αφροδίτης (ή του Δία, κατ’ άλλους). Μάλιστα, σύμφωνα με τις παραδόσεις, η Αγία Ελένη μερίμνησε ώστε στα όριά του να συμπεριληφθεί τόσο ο τόπος της Σταύρωσης του Ιησού (ο Γολγοθάς), όσο κι ένας τάφος που αποκαλύφθηκε λαξευμένος σε βράχο και προσδιορίστηκε ως ο (κενός, μετά την Ανάσταση) τάφος του Κυρίου, αφού σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη βρισκόταν πολύ κοντά στο σημείο όπου είχε θανατωθεί.
Πολλοί επιστήμονες, βέβαια, έχουν αμφισβητήσει αυτούς τους ισχυρισμούς, προβάλλοντας ως επιχείρημα ότι, τόσους αιώνες μετά τη δράση του Ιησού, δεν ήταν δυνατόν να γίνει ακριβής προσδιορισμός του Γολγοθά ή του τάφου του –οπότε η Αγία Ελένη προέβη σε αυθαίρετες εκτιμήσεις. Για τους Χριστιανούς, όμως, ήδη από τον 4ο αιώνα η παράδοση απόκτησε μεγάλη σημασία, με αποτέλεσμα ο ναός να γίνει εξέχον κέντρο προσκυνήματος. Εδώ και περίπου 2000 χρόνια, λοιπόν, οι πιστοί ξεκινάνε από τον λόφο Σιών και ακολουθούν μια πορεία 14 στάσεων, η οποία καταλήγει στον Πανάγιο Τάφο. Συμβολικά, η πορεία λέγεται Οδός του Μαρτυρίου (Via Dolorosa, για τους Καθολικούς) και αναπαριστά τα πάθη του Ιησού από την καταδίκη του σε θάνατο έως τον ενταφιασμό του σώματός του. Η πρώτη στάση απηχεί την προσευχή του στο Όρος των Ελαιών.
Ο πρώτος ναός περιλάμβανε δύο ξεχωριστές κατασκευές: μία ροτόντα (οκταγωνικό κιβώριο) στον τόπο της ταφής και μια μεγάλη βασιλική με περίκλειστο αίθριο με κιονοστοιχία, με την κατά παράδοση τοποθεσία του Γολγοθά. Τα δύο οικοδομήματα επικοινωνούσαν μέσω εσωτερικής αυλής. Στη σύγχρονη μορφή του, ο Πανάγιος Τάφος έχει διαστάσεις 2,07 x 1,93 μέτρα, εξακολουθεί να περιλαμβάνει τους βραχώδεις τοίχους του τάφου, καλύπτεται με μάρμαρο και φωτίζεται από λυχνίες. Τα πρώτα οικοδομήματα άντεξαν ως το 614, καθώς ο ναός κάηκε κατά την τότε εισβολή των Περσών στην Ιερουσαλήμ. Ανοικοδομήθηκε ξανά το 630, όταν οι Βυζαντινοί ανέκτησαν προσωρινά τον έλεγχο της πόλης, που πέρασε στα χέρια των Αράβων το 638.
Κατά την κυριαρχία των Αράβων στην Παλαιστίνη, ο ναός προστατεύτηκε μαζί με όλες τις χριστιανικές τοποθεσίες. Με την πάροδο των αιώνων, όμως, τέτοιες πολιτικές σεβασμού δεν τηρήθηκαν από όλους τους ηγεμόνες. Το 1009, λ.χ., ο Φατιμίδης χαλίφης Αλ-Χακίμ μπι-Αμρ Αλλάχ διέταξε την πλήρη καταστροφή του. Ο διάδοχός του, ωστόσο, συμφώνησε με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπέρ της ανοικοδόμησης. Το έργο ολοκληρώθηκε τελικά το 1048, χάρη σε τεράστιες δαπάνες του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ’ Μονομάχου, στον οποίον οφείλεται το λεγόμενο «Επτακάμαρο», καθώς και το παρεκκλήσι της Εύρεσης του Τίμιου Σταυρού.
Το 1099 οι ιππότες της Α΄ Σταυροφορίας απέσπασαν την Ιερουσαλήμ από τους Άραβες και ο Γάλλος ευγενής Γοδεφρείδος ντε Μπουιγιόν πήρε τον τίτλο του «Προστάτη του Πανάγιου Τάφου» (Advocatus Sancti Sepulchri), ιδρύοντας παράλληλα το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, το οποίο θα άντεχε σε διάφορες μορφές ως το 1291. Κατά την περίοδο αυτή χτίζεται το Καθολικό στο προαύλιο ανατολικά της ροτόντα, οπότε διαμορφώνεται το εξωτερικό του Ναού της Αναστάσεως όπως το γνωρίζουμε σήμερα, με το καμπαναριό και τους δύο χαρακτηριστικούς τρούλους (ο μεγάλος ανήκει στη ροτόντα, ο μικρότερος στο Καθολικό). Το εσωτερικό, ασφαλώς, διατήρησε τα παλαιότερα πρωτοχριστιανικά και μεσοβυζαντινά του χαρακτηριστικά.
Στους αιώνες που κύλησαν έκτοτε θα γίνονταν νέες εργασίες (π.χ. ανακαίνιση από τους Φραγκισκανούς το 1555, με κατασκευή καινούριου Κουβουκλίου), αλλά θα συνέβαιναν και νέες καταστροφές (π.χ. από τους σεισμούς του 1834-1836). Πιο χαρακτηριστική μετατροπή θεωρείται αυτή του 1809-1810, όταν ο Μυτιληνιός αρχιτέκτονας Νικόλαος Χρ. Κομνηνός ξανάχτισε τη ροτόντα και το εξωτερικό τμήμα του Κουβουκλίου. Με αυτή θεωρείται ότι οριστικοποιήθηκε το εσωτερικό του ναού, όπως το ξέρουμε σήμερα. Από τότε, η σημαντικότερη παρέμβαση έλαβε χώρα το διάστημα 2016-2017, όταν έγινε συντήρηση, αναστήλωση και αποκατάσταση του Ιερού Κουβουκλίου, κατόπιν πορίσματος της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας του Ισραήλ που ήθελε τη δομή να μην κρίνεται πλέον ασφαλής. Κάτι ιδιαίτερα ανησυχητικό, με δεδομένο ότι είναι εντός του Ιερού Κουβουκλίου όπου γίνεται η τελετή αφής του Αγίου Φωτός, κάθε Μεγάλο Σάββατο.
Τα απαραίτητα χρήματα εξασφαλίστηκαν από το Παγκόσμιο Ταμείο Μνημείων, τη Mica Ertegun και από δωρεά του βασιλιά της Ιορδανίας, ενώ το έργο ανέλαβε να διεκπεραιώσει διεπιστημονική ομάδα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, με επικεφαλής την καθηγήτρια Τώνια Μοροπούλου. Για την Ορθοδοξία, ειδικά, το ρίσκο υπήρξε μεγάλο, γιατί είχε μεγάλη σημασία οι μετρήσεις των ειδικών να συμφωνούν με ό,τι αναφερόταν σε θρησκευτικά έγγραφα, στόχος που επετεύχθη δίχως προβλήματα. Παράλληλα, δόθηκε έτσι η ευκαιρία στην παγκόσμια επιστημονική κοινότητα να μελετήσει τον Πανάγιο Τάφο για πρώτη φορά, πιστοποιώντας ότι είναι αυθεντικό νεκρικό μνημείο χρονολογούμενο στην Κωνσταντίνεια περίοδο (4ος αιώνας).
Επίσκεψη στον Πανάγιο Τάφο
Ακριβώς μπροστά στην είσοδο του Ναού της Αναστάσεως βρίσκεται η Ιερά Αυλή. Εδώ, κάθε Μεγάλη Πέμπτη, τελείται η λειτουργία του Νιπτήρα –του πλυσίματος δηλαδή των ποδιών των μαθητών του Ιησού– ενώ κάθε Μεγάλη Παρασκευή λήγει εδώ η πομπή που εκκινεί από το Πραιτώριο, αναπαριστώντας τελετουργικά το μαρτύριο του Κυρίου. Στη νοτιοανατολική γωνιά του προαυλίου, επίσης, βρίσκονται σκαλοπάτια που οδηγούν στον Γολγοθά. Οι πιστοί εισέρχονται στον ναό μόνο από τη λεγόμενη Αγία Πόρτα: μια άλλη, πανομοιότυπη είσοδος έχει μείνει σφραγισμένη από το 1187.
Μπαίνοντας τώρα στο εσωτερικό, απέναντι ακριβώς από την είσοδο, θα δείτε το πρώτο προσκύνημα –την Ιερά Κατάθεση, όπως διαμορφώθηκε μετά τις προαναφερόμενες αναστηλωτικές εργασίες του 1810. Αποτελείται από φυσικό βράχο, καλυμμένο με κοκκινωπό μάρμαρο. Σύμφωνα με την παράδοση, εδώ εναπόθεσαν το σώμα του Ιησού ο Ιωσήφ με τον Νικόδημο, όταν το κατέβασαν από τον σταυρό (αποκαθήλωση).
Στο Καθολικό, κατόπιν, στη μεγάλη αίθουσα με τον επιβλητικό τρούλο στο μεσαίο τμήμα του Ναού της Ανάστασης, θα δείτε τον Ομφαλό: μια μαρμάρινη σφαίρα σε ειδική βάση, λόγω της οποίας η βυζαντινή παράδοση θεωρούσε την εκκλησία αυτή ως τον «ομφαλό της Γης». Κάτι που έχει περάσει και στους Μουσουλμάνους, καθώς στα αραβικά το Καθολικό αποκαλείται «νουσουλ-τινιά», δηλαδή «η μέση του κόσμου». Η τελετή της αφής του Αγίου Φωτός, όπως είπαμε και πιο πάνω, τελείται κάθε Μεγάλο Σάββατο μεσημέρι στον χώρο του Ιερού Κουβουκλίου γύρω από τον Πανάγιο Τάφο, που θεωρείται μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Άλλα σημαντικά αξιοθέατα για όσους έρχονται εδώ ως επισκέπτες είναι ο τάφος του Ιωσήφ της Αριμαθαίας πίσω από το παρεκκλήσι των Κοπτών, σε ένα τμήμα του Ναού της Αναστάσεως που ανήκει στην κοινότητα των Αβησσυνών, το Παρεκκλήσι του Αγκάθινου Στέμματος –όπου η παράδοση θέλει τους Ρωμαίους να περιπαίζουν τον Ιησού, ντύνοντάς τον με κόκκινο χιτώνα και φορώντας του στέμμα από αγκάθια– καθώς και το λεγόμενο Παρεκκλήσι της Μαρίας Μαγδαληνής (ή «Μη Με Αγγίζεις»): εδώ, υποτίθεται, είναι το σημείο όπου, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, ο Ιησούς αποκαλύφθηκε στη Μαρία Μαγδαληνή μετά την Ανάστασή του, λέγοντάς της «Μη μου άπτου» όταν επιχείρησε να τον αγγίξει, καθώς πλέον τον έβλεπε στην άφθαρτη, θεϊκή υπόστασή του.