Στην αυλή του ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου στον Άνω Βόλο, βρίσκεται υπαίθρια βρύση κατασκευασμένη το 1929, στην οποία είναι εντοιχισμένες δύο λιθανάγλυφες πλάκες με επιγραφές χρονολογημένες από το 1713.
Οι επιγραφές είναι σκαλισμένες με βυζαντινούς γραφικούς χαρακτήρες και αρχαϊκή σύνταξη. Κάθε πλάκα, εκτός από την επιγραφή, είναι εμπλουτισμένη και με απλά διακοσμητικά θέματα. Οι επιγραφές αυτές κίνησαν αρχικά το ενδιαφέρον του λόγιου μοναχού από τον Άγιο Λαυρέντιο του Βόλου Ζωσιμά Εσφιγμενίτη, που έζησε στα τέλη του 19ου αιώνα (1887) και του αρχαιολόγου Απόστολου Αρβανιτόπουλου, εφόρου Αρχαιοτήτων Θεσσαλίας (1911), χωρίς όμως να μπορέσουν να τις διαβάσουν με ακρίβεια, πράγμα που τελικά κατάφερε το 1921 ο Νικόλαος Γιαννόπουλος, χαρισματικός αρχαιολόγος χωρίς πανεπιστημιακούς τίτλους σπουδών. Το κείμενο των επιγραφών αυτών έχει άμεση σχέση με την επισκοπική ιστορία της Μητροπόλεως Λαρίσης, γι’ αυτό και το παρουσιάζουμε.
Όπως διακρίνεται και στο σχεδιάγραμμα των πλακών που δημοσιεύουμε, πρόκειται για δύο τετράγωνες ισομεγέθεις μαρμάρινες πλάκες, με διαστάσεις 63 Χ 63 εκ. η κάθε μία, τοποθετημένες η μία πάνω στην άλλη. Κάθε επιγραφή στολίζεται με κάποιο διακοσμητικό θέμα. Η γραφή είναι μεγαλογράμματη, εξώγλυφη, δηλαδή τα γράμματα προεξέχουν από τις μαρμάρινες επιφάνειες και συνοδεύονται με τις χαρακτηριστικές συντομεύσεις της βυζαντινής επιγραφικής. Γραμματικά και συντακτικά το κείμενο είναι άψογο. Θα αποφύγουμε όμως για λόγους συντομίας την αρχαϊκή γραφή και θα αναφέρουμε το περιεχόμενο κάθε πλάκας σε ελεύθερη νεοελληνική απόδοση του Νικ. Γιαννόπουλου.
Η επάνω επιγραφή αναφέρει τα εξής:
«Θεοτόκε φύλαττε τον θεϊκό Ποιμένα της Λαρίσσης / τον φρόνιμον Παρθένιον που είναι ανώτερος κάθε εγκαρδίου λύπης / διότι μετά προσοχής είδεν, ω τρισαγία, την έλλειψη κοντά στον ναό / και για χατίρι σου έκανε με δικές του δαπάνες βρύση που να τρέχη γάργαρο νερό / το έτος 1713 μετά από τη γέννησιν του Χριστού και στις 30 του μηνός Νοεμβρίου».
Η κάτω επιγραφή έχει ως εξής:
«Και όπως ο Μωυσής ο υπηρέτης του Θεού για χατίρι των ομοφύλων του / έκανε να αναβλύση από το βουνό ευχάριστο νερό, έτσι / τώρα και ο Παρθένιος, ο λάτρης της Αγίας Τριάδος και προσέτι της Λαρίσσης / ο θεσπέσιος Ποιμένας, πράττοντας καθ’ όμοιον τρόπον με εκείνον για να χαρίση / βρύση στους συμπολίτες του, μετέφερε με δικές του δαπάνες νερό από μακριά».
Με απλά λόγια, οι επιγραφές αυτές δηλώνουν ότι ο Μητροπολίτης Λαρίσης Παρθένιος, διαβλέποντας την έλλειψη νερού κοντά στην εκκλησία της Θεοτόκου στον Άνω Βόλο, συνέβαλε με δικές του δαπάνες το έτος 1713 να μεταφερθεί από μακρινή πηγή νερό και να κατασκευασθεί βρύση, για την εξυπηρέτηση των κατοίκων της περιοχής.
Το 1688 έφθασε στη Λάρισα ο Παρθένιος, εκλεγμένος από τη Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως μητροπολίτης της ιστορικής αυτής Μητρόπολης, διαδεχόμενος τον Μακάριο Α’ (1680-1688). Με σπουδές στην περίφημη την εποχή εκείνη Πατριαρχική Σχολή, και αναθρεμμένος μέσα στο φαναριώτικο περιβάλλον της Κωνσταντινούπολης, έφθασε σε υψηλά επίπεδα πνευματικής καλλιέργειας. Πριν από την εκλογή του στη Μητρόπολη Λαρίσης ήταν για αρκετά χρόνια στην υπηρεσία της Ιεράς Πατριαρχικής Συνόδου και εκεί είχε και την ευκαιρία, αλλά και τη δυνατότητα να φανερώσει, αλλά και να ξεδιπλώσει τα έμφυτα προσόντα του. Επιπλέον η θέση που κατείχε τον βοήθησε να γνωρισθεί με υψηλόβαθμα στελέχη του πατριαρχικού περίγυρου και των πνευματικών ιδρυμάτων της Πόλης. Τα πολλά προσόντα του ήταν γνωστά στον πατριάρχη Καλλίνικο Β’ τον Ακαρνάνα και η τοποθέτησή του στη Λάρισα ήταν η επιβράβευση των πολλαπλών ικανοτήτων του. Στη νέα του θέση ο Μητροπολίτης Παρθένιος προσπάθησε, χάρη και στην επιμέλεια και τη φρόνηση που τον διέκρινε, εκτός από το λειτουργικό και ποιμαντικό έργο του, να βάλει τάξη στα πράγματα της μητροπολιτικής του περιφέρειας, μετά την ακυβερνησία που επέδειξε ο προκάτοχός του. Ακόμη επεδίωξε να βοηθήσει σοβαρά και στην εκπαιδευτική ανάπτυξη της περιοχής του. Βαθιά μορφωμένος, συνετός και ένθερμος υποστηρικτής των γραμμάτων και της παιδείας, ίδρυσε νέες σχολές, τις ενίσχυσε οικονομικά, ενώ συγχρόνως αναβάθμισε και τις ήδη υπάρχουσες.
Αν τώρα κανείς διερωτηθεί με ποια δικαιοδοσία ο Μητροπολίτης Λαρίσης δρούσε στην περιοχή της Δημητριάδος, όπου υπάγεται σήμερα ο Άνω Βόλος, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, η εκκλησιαστική χωροθέτηση των επαρχιών, οι οποίες υπάγονταν στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μεταξύ των οποίων και ο ελληνικός χώρος, αποτελείτο σε πρώτο επίπεδο από τις Μητροπόλεις, επικεφαλής των οποίων βρισκόταν ο επιχώριος μητροπολίτης. Σε κάθε Μητρόπολη υπάγονταν διάφορες επισκοπές με επικεφαλής επίσκοπο, ο οποίος εκκλησιαστικά και διοικητικά υπαγόταν στον αντίστοιχο μητροπολίτη. Η Μητρόπολη Λαρίσης ήταν από τις μεγαλύτερες του οικουμενικού θρόνου και έφθασε σε κάποια περίοδο να έχει στη δικαιοδοσία της 16 επισκοπές. Μία από αυτές ήταν και η Επισκοπή Δημητριάδος, στην οποία ανήκε η περιοχή του σημερινού Βόλου και ολόκληρο το Πήλιο. Έτσι εξηγείται η ευεργεσία του Μητροπολίτη Λαρίσης Παρθενίου σε μια περιοχή την οποία ποίμαινε ο επίσκοπος Δημητριάδος.
Ποιος είναι ο συντάκτης του κειμένου των επιγραφών παραμένει άγνωστο. Οπωσδήποτε όμως θα πρέπει να ήταν πολύ καλός γνώστης της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας και μελετητής των Αγίων Γραφών. Υπάρχει υπόνοια ότι το κείμενο των επιγραφών είναι του ίδιου του Παρθενίου, παρ’ όλους τους ύμνους που εκφράζονται προς το πρόσωπό του, γιατί ήταν βαθιά μορφωμένος ιεράρχης και πολύ καλός γνώστης της αρχαίας και της βυζαντινής ελληνικής γραμματείας.
Με την πράξη του αυτή αποκαλύπτεται ότι κατά τη διάρκεια της παρουσίας του στον μητροπολιτικό θρόνο της Λαρίσης, ο Παρθένιος, εκτός από τις σοβαρές προσπάθειες που κατέβαλλε για τα γράμματα, εμφάνισε και μια νέα πτυχή της πολυποίκιλης δραστηριότητας του. Υπήρξε χρηματοδότης πολλών αγαθοεργών πράξεων στις περιοχές της εκκλησιαστικής του δικαιοδοσίας, προς όφελος του ποιμνίου του. Με αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώνεται και ο ιστορικός του Οικουμενικού Πατριαρχείου Μανουήλ Γεδεών, ο οποίος σε σημείωμά του το 1904 στην εφημερίδα του Πατριαρχείου «Εκκλησιαστική Αλήθεια» με τίτλο «Γράμματα επί Παρθενίου Μητροπολίτου Λαρίσσης», έγραφε για τον ιεράρχη: «…το πρώτον θέμα των ποιμενικών φροντίδων εγένετο το δείξαι το ευσεβές ημών γένος ζων», δηλαδή μία από τις πρώτες φροντίδες της ποιμαντικής δραστηριότητάς του ήταν να αποδείξει ότι το προικισμένο με ευσέβεια γένος των Ελλήνων, παρά την αφόρητη τυραννία, ήταν ακόμη ζωντανό.