Οικουμενισμός: Σε προηγούμενο δημοσίευμά μας με θέμα: «Σχολιασμός των ανίερων συμπροσευχών για την ενότητα των χριστιανών» αναφερθήκαμε στις όντως ανίερες συμπροσευχές μεταξύ Ορθοδόξων και ετεροδόξων…
οι οποίες αγγίζουν τα όρια της βλασφημίας κατά του Θεού. Τονίσαμε ότι στις συμπροσευχές αυτές πρωτοπόρος εμφανίζεται ο Παπισμός και ότι «ένα ισχυρό εργαλείο που έχει στα χέρια του, για να επιτύχει αυτό τον στόχο, [την ‘ένωση των εκκλησιών’], είναι και η λεγόμενη ‘Παγκόσμια Εβδομάδα Προσευχής για την Ενότητα των Χριστιανών’».
Όπως είναι γνωστό η Β΄ Βατικανή Σύνοδος, (1962-1965), εισήγαγε μία νέα Εκκλησιολογία στη δογματική της διδασκαλία, με την οποία αποστασιοποιείται ριζικά από την προγενέστερη περί Εκκλησίας διδασκαλία της. Η νέα αυτή Εκκλησιολογία διατυπώνεται στο περιβόητο «Περί Οικουμενισμού Διάταγμα», (Unitatis Redintegratio), το οποίο έβαλε τα θεμέλια του παπικού Οικουμενισμού. Με το διάταγμα αυτό ο Παπισμός υιοθέτησε μία νέα εκκλησιαστική πολιτική απέναντι στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τις άλλες χριστιανικές ομολογίες και άνοιξε τον δρόμο για την προσέγγιση και τον διάλογο μ’ αυτές με στόχο την πανχριστιανική ενότητα. Η στροφή αυτή προς τις άλλες ομολογίες θεωρήθηκε ως επιβεβλημένη και ως σύμφωνη με το θέλημα του Θεού. Ο Καρδινάλιος Edward Cassidy σε πρόσφατο σχετικά έργο του, (2005), με τίτλο: «Οικουμενισμός και Διαθρησκειακός Διάλογος: Unitatis Redintegratio, Nostra Aetate», δήλωσε: «Η Σύνοδος, [Β΄ Βατικανή], με μία σαφή ριζοσπαστική αποστασιοποίησή της από την προγενέστερη αυτής διδασκαλία, παρουσιάζει την Οικουμενική Κίνηση ως ‘εμφορουμένη από την Χάρη του Αγίου Πνεύματος’».[1] Όπως φαίνεται από την παραπάνω δήλωση, (αλλά και από άλλες που δεν είναι του παρόντος να παραθέσουμε), ο Παπισμός παρουσιάζει τον Οικουμενισμό ως θεϊκή εντολή και θέληση, αλλά και ως επιτακτική αναγκαιότητα για την σύγχρονη πορεία του κόσμου, ως πανάκια και νομοτέλεια!
Την κακόδοξη αυτή ιδεολογία, που θέλει τον Οικουμενισμό, όχι ώς αίρεση, αλλά ως θεϊκή εντολή, την είδαμε να επαναλαμβάνει σε πρόσφατο άρθρο του ο παπικός «αρχιεπίσκοπος» πρώην Κερκύρας κ. Ιωάννης Σπιτέρης. Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα της «Καθολικής Εκκλησίας Ελλάδος», με τίτλο: «Καρποφόρησε καθόλου ο Οικουμενισμός;», με την ευκαιρία των φετινών «οκταημέρων προσευχών για την ένωση των Χριστιανών»[2].
Μελετήσαμε με προσοχή το δημοσίευμα και θεωρήσαμε χρέος μας να το σχολιάσουμε, διότι αποκαλύπτει με αρκετή σαφήνεια, πως ο Παπισμός «βλέπει» τον Οικουμενισμό. Μ’ άλλα λόγια, ποια θέση παίρνει η μια αίρεση, που έχει μια ηλικία περίπου 1000 χρόνια, απέναντι σε μια άλλη αίρεση που έχει ηλικία μόλις 100 χρόνια. Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ένα παράδοξο φαινόμενο, το φαινόμενο δηλαδή μία αίρεση, (αυτή του Παπισμού), να κυοφορεί και να γεννά μια άλλη αίρεση, (αυτή του Οικουμενισμού). Πρόκειται για ένα φαινόμενο, που ίσως δεν έχει ιστορικό προηγούμενο και αποτελεί μια πρωτοτυπία στις μέχρι σήμερα εμφανισθείσες αιρέσεις στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας μας.
Ο αρθρογράφος επισημαίνει κατ’ αρχήν με έκδηλη απογοήτευση ότι «στη χώρα μας γίνονται ελάχιστες -από κοινού- οικουμενικές εκδηλώσεις, [συμπροσευχές], αυτήν την περίοδο. Όχι μόνο αυτό, αλλά μερικοί ορθόδοξοι αδελφοί μας, χαρακτηρίζουν τον οικουμενισμό σαν αίρεση, ή ακόμα και ως παναίρεση. Είναι φανερό, ότι βρισκόμαστε έτη φωτός μακριά από αυτό που εννοούμε ως ‘οικουμενισμό’ και από αυτό που επιδιώκει το θεάρεστο αυτό κίνημα». Αγνοεί, φαίνεται, ότι ο χαρακτηρισμός του Οικουμενισμού ως παναιρέσεως δεν είναι δικός μας, αλλά μιάς πλειάδος σύγχρονων θεοφωτίστων αγίων και μεγάλων θεολογικών προσωπικοτήτων της Εκκλησίας μας. Παραθέτουμε μερικούς ενδεικτικά: Τον άγιο Ιουστίνο τον Πόποβιτς, τους αγιασμένους γέροντες Παΐσιο τον αγιορείτη, Εφραίμ τον Κατουνακιώτη, Φιλόθεο Ζερβάκο, Νικόλαο Αχρίδος, Γεώργιο Κάλτσιου, (Ρουμάνο), Ιωάννη Μαξίμοβιτς, Σεραφείμ Ρόουζ και Εφραίμ τον Αριζονείτη, (πρώην ηγούμενο της Ιεράς Μονής Φιλοθέου). Τον μακαριστό Πατριάρχη Ιεροσολύμων Διόδωρο και τους μακαριστούς Προκαθημένους Αρχιεπισκόπους Αθηνών Χρυσόστομο Β΄ και Σεραφείμ Α΄. Τους αείμνηστους Μητροπολίτες Φλωρίνης Αυγουστίνο, Παραμυθίας Παύλο, Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιο και Αιτωλίας και Ακαρνανίας Κοσμά. Τους αείμνηστους αρχιμανδρίτες τέως προέδρους της Π.Ο.Ε. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο και Μάρκο Μανώλη. Τους αείμνηστους αρχιμανδρίτες Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο, Σπυρίδωνα Μπιλάλη, Γεώργιο Καψάνη, Αθανάσιο Μυτιληναίο, Χρυσόστομο Πήχο και Σαράντη Σαράντο. Επίσης τους αείμνηστους κορυφαίους καθηγητές Θεολογικών Σχολών πρωτοπρεσβυτέρους Γεώργιο Φλωρόφσκυ, Ιωάννη Ρωμανίδη και Γεώργιο Μεταλληνό. Από τους λαϊκούς μνημονεύουμε τους αείμνηστους κορυφαίους καθηγητές Κωνσταντίνο Μουρατίδη, Στυλιανό Παπαδόπουλο, Μέγα Φαράντο, Γεώργιο Γαλίτη, Στέργιο Σάκκο και Ιωάννη Κορναράκη. Επίσης τον αείμνηστο πρωτοπρ. Νικόλαο Μανώλη, τον μακαριστό Νικόλαο Σωτηρόπουλο και πολλούς άλλους, ων τα ονόματα εν βίβλω ζωής. Από τους έτι επιζώντας μνημονεύουμε τον ομότιμο καθηγητή, πρωτ. π. Θεόδωρο Ζήση, τους καθηγητές κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη και κ. Χρήστο Βούλγαρη, τους αρχιμανδρίτες π. Μάξιμο Καραβά και π. Αθανάσιο Μετεωρίτη, τους πρωτοπρεσβυτέρους π. Πέτρο Χίρς, π. Αναστάσιο Γκοτσόπουλο, κ.α. Παραλείπουμε μια πλειάδα επωνύμων και ανωνύμων ομολογητών κληρικών, μοναχών και λαϊκών, τους οποίους δεν μνημονεύσαμε «δι’ άγνοιαν, ή λήθην, ή πλήθος ονομάτων», τους οποίους όμως γνωρίζει ο Θεός.
Ρωτάμε τον κ. Σπιτέρη: Μπορούμε να πούμε ότι όλοι οι παραπάνω θεοφώτιστοι άνδρες και ακαδημαϊκοί διδάσκαλοι κορυφαίου κύρους πλανήθηκαν; Και μάλιστα τόσο πολύ πλανήθηκαν, ώστε να βρίσκονται «έτη φωτός μακριά από αυτό που εννοούμε ως ‘οικουμενισμό’»; Μπορούμε να πούμε ότι ο σκοτισμός της ψυχής των υπήρξε τόσο μεγάλος, ώστε όχι μόνον δεν μπόρεσαν να εννοήσουν ότι ο Οικουμενισμός δεν είναι αίρεση και παναίρεση, αλλά το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή ένα «θεάρεστο κίνημα»; Όχι βέβαια!
Μπορεί να μας πει άραγε ο «φωτισμένος» κ. Σπιτέρης, ο οποίος εμφανίζεται ως βαθύς γνώστης του Οικουμενισμού, ποιά είναι η βαθύτερη σχέση του «θεαρέστου αυτού κινήματος» με την Μασονία; Έχει συνειδητοποιήσει άραγε, ότι μεταξύ της Μασονίας και του Οικουμενισμού υπάρχει μία βαθιά αιτιώδης σχέση και παράλληλη συμπόρευση, επειδή ακριβώς οι στόχοι και οι επιδιώξεις των συγκλίνουν; Σχετικά με τον ενεργό ρόλο της Μασονίας στην προώθηση του Οικουμενισμού μας πληροφορεί ο μακαριστός αρχ. π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος στο έργο του: «Ο Οικουμενισμός χωρίς μάσκα». Σύμφωνα με τον μεγάλο αυτό πολέμιο του Οικουμενισμού, οι ίδιοι οι μασόνοι ομολογούν το ζωηρό ενδιαφέρον τους και την συμβολή τους για την «ένωση των Εκκλησιών», που προωθεί ο Οικουμενισμός. Συγκεκριμένα στο μασονικό περιοδικό «Le Temple», που εκδίδεται στο Παρίσι, δημοσιεύθηκε το 1946 άρθρο με θέμα: «Η ένωσις των Εκκλησιών». Γράφουν: «Το πρόβλημα το οποίον ηγέρθη υπό του σχεδίου της ενώσεως των Εκκλησιών, αι οποίαι ομολογούν τον Χριστόν, ενδιαφέρει ζωηρώς την Μασονίαν και είναι συγγενές προς την Μασονίαν, καθ’ όσον περιέχει εν εαυτώ την ιδέαν της παγκοσμιότητος. Και ας μας επιτραπεί να προσθέσωμεν, ότι εάν αυτή η ένωσις, τουλάχιστον όσον αφορά τας μη ρωμαϊκάς ομολογίας, ευρίσκεται εις καλόν δρόμον, τούτο οφείλεται εις την τάξιν μας».[3]
Την βαθιά αιτιώδη σχέση μεταξύ Μασονίας και Οικουμενισμού επιβεβαιώνει επί πλέον και το γεγονός ότι υψηλόβαθμοι «Ορθόδοξοι» κληρικοί και μάλιστα Πατριάρχες, που προώθησαν τον Οικουμενισμό, υπήρξαν ταυτόχρονα υψηλόβαθμα μέλη της Μασονίας. Την τραγική αυτή και φρικτή πραγματικότητα μας αποκαλύπτει, με ντοκουμέντα και αδιάσειστες μαρτυρίες, ο μοναχός π. Σεραφείμ Ζήσης σε μία πολλή σημαντική μελέτη του με τίτλο: «Στοιχεία επιδράσεως της Μασονίας στον πρώιμο ελληνικό Οικουμενισμό».[4] Εν προκειμένω τίθεται το ερώτημα: Πως είναι δυνατόν να είναι «θεάρεστο» ένα κίνημα, καθ’ όν χρόνον αυτό συμπορεύεται και προωθεί τους στόχους ενός σκοτεινού και αντιχρίστου κινήματος, όπως είναι η Μασονία; Εάν δεχθούμε ότι ο Οικουμενισμός είναι «θεάρεστο» κίνημα, τότε κατ’ ανάγκην και η Μασονία είναι «θεάρεστο» κίνημα. Επομένως ένα από τα δύο πρέπει να συμβαίνει: Ή η Μασονία είναι και αυτή «θεάρεστο» κίνημα, ή ο κ. Σπιτέρης βρίσκεται «έτη φωτός» μακριά από αυτό που κατά βάθος είναι ο Οικουμενισμός. Αυτό που συμβαίνει είναι σίγουρα το δεύτερο.
Παρά κάτω σημειώνει: «Εκείνοι που γράφουν και μιλούν με αυτόν τον τρόπο, στη χώρα μας, ανήκουν σε μία ακραία κοινωνική ομάδα την οποία συναντάμε σε όλες τις κοινωνίες ανεξάρτητα από τη θρησκευτικότητά τους»! Ούτε λίγο, ούτε πολύ ο παπικός «αρχιεπίσκοπος», θεωρεί τους προμνημονευθέντες αγίους και καταξιωμένους διδασκάλους της Εκκλησίας μας και όλους εμάς που τους ακολουθούμε, ως αντικοινωνικούς, φανατικούς, ρατσιστές, κάτι σαν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, ή τους νεοναζί! Τον ενοχλεί προφανώς η εμμονή και η προσήλωσή μας στην απαραχάρακτη δισχιλιόχρονη διδασκαλία της Εκκλησίας μας και διότι δεν ενδίδουμε στον δαιμονικό πειρασμό του Οικουμενισμού. Τον πληροφορούμε, ότι καθόλου δεν μας ενδιαφέρει, πως θα μας κρίνουν, ή πως θα μας χαρακτηρίσουν οι άνθρωποι, αλλά πως θα μας κρίνει ο Θεός, έχοντας υπ’ όψη μας τον θεόπνευστο λόγο του αποστόλου Παύλου: «εμοί δε εις ελάχιστόν εστιν ίνα υφ’ υμών ανακριθώ, ή υπό ανθρωπίνης ημέρας», (Α΄ Κορ.4,3). Εκείνο που «μετρούσε» για τον μέγα Παύλο ήταν όχι οι κρίσεις των ανθρώπων, αλλά η κρίση του Θεού.
Στη συνέχεια σημειώνει «Στην αδελφή Ορθόδοξη Εκκλησία υπάρχουν πολλοί, (λαϊκοί, θεολόγοι, ιερείς και Μητροπολίτες), οι οποίοι είναι εντελώς αντίθετοι με αυτούς τους πολέμιους του οικουμενισμού και συνεργάζονται, χωρίς προκαταλήψεις, με τους μη ορθοδόξους χριστιανούς». Εδώ προφανώς αναφέρεται στους εκ των «ορθοδόξων» οικουμενιστές, οι οποίοι είτε από άγνοια και προκατάληψη, είτε από φόβο και δειλία, είτε από ανεπαρκή θεολογική κατάρτιση, είτε χάριν ικανοποιήσεως ατομικών φιλοδοξιών και κοσμικών επιδιώξεων, είτε λόγω πολιτικών και άλλων πιέσεων, παρασύρθηκαν και δέθηκαν στο άρμα του επάρατου Οικουμενισμού. Έχουμε αναφερθεί πολλές φορές στους πεπλανημένους αυτούς αδελφούς μας, (κληρικούς και λαϊκούς) και κάνουμε ό,τι μπορούμε, να τους βοηθήσουμε πνευματικά, να απαλλαγούν από την αίρεση, είτε με κείμενα και δημοσιεύσεις, είτε με άλλους τρόπους, είτε με τις προσευχές μας, επαναλαμβάνοντας την προσευχή του μεγάλου Βασιλείου: «τους πεπλανημένους επανάγαγε και σύναψον τη αγία σου καθολική και αποστολική Εκκλησία». Δεν μας τρομάζει το γεγονός ότι αυτοί είναι πολλοί, ενώ εμείς λίγοι, έχοντας υπ’ όψη μας τον λόγον του Κύριου: «στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν, και ολίγοι εισίν οι ευρίσκοντες αυτήν», (Ματθ.7,14).
Στη συνέχεια «αναλύει» από παπικής επόψεως, πόσο «καλός» και «θεάρεστος» είναι ο Οικουμενισμός. Γράφει: «Στην πραγματικότητα, όμως, ποιος είναι ο σκοπός του οικουμενισμού; Στην καρδιά της ζωής μιας Εκκλησίας υπάρχει η κοινή ομολογία πίστεως. Η οικουμενική κίνηση δεν σημαίνει άρνηση κάποιου σημείου της πίστεως, ή συρρίκνωση της πίστεως, διότι η αποκεκαλυμμένη αλήθεια δεν είναι ανθρώπινη, αλλά θεϊκή. Πρόκειται, μάλλον, για μία από κοινού αύξηση, ή ανάπτυξη στην πίστη. Η παρακαταθήκη της πίστεως που περιέχεται στα παλαιά σύμβολα πίστεως είναι κοινά σε όλες τις Εκκλησίες, αυτές όμως πρέπει να αλληλοβοηθιούνται, ώστε να είναι σ’ αυτές παρόν όλο το περιεχόμενο και όλες οι απαιτήσεις της κληρονομιάς που μεταδόθηκε από τους Αποστόλους» (Ιωάννης Παύλος Β΄, Εγκύκλιος, Ut unum sint αρ. 78)»!
Εδώ ο «αρχιεπίσκοπος» παρουσιάζει το άσπρο μαύρο. Λέει ότι «η οικουμενική κίνηση δεν σημαίνει άρνηση κάποιου σημείου της πίστεως, ή συρρίκνωση της πίστεως», αποκρύπτει όμως ότι ο Οικουμενισμός είναι μια φρικτή χοάνη, όπου συγκεράζονται όλες οι θρησκευτικές πίστεις και όλες οι χριστιανικές ομολογίες και όπου εναρμονίζεται η αλήθεια με την πλάνη. Όταν για παράδειγμα διακηρύσσεται σε όλους τους τόνους από υψηλόβαθμους εκκλησιαστικούς ηγέτες, ότι και στο Ισλάμ υπάρχει σωτηρία, δεν αποτελεί αυτή η κακόδοξη θέση άρνηση βασικής δογματικής διδασκαλίας της πίστεώς μας, ότι ο μοναδικός σωτήρας και λυτρωτής είναι ο Χριστός; Ότι «ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία· ουδέ γαρ όνομά εστιν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ω δει σωθήναι ημάς»; (Πραξ.4,12).
Λέει επίσης ότι: «Πρόκειται, μάλλον, για μία από κοινού αύξηση, ή ανάπτυξη στην πίστη»! Αλλά πότε είχαμε αυξομείωση της πίστης στην ιστορία της Εκκλησίας μας; Η πίστη της Εκκλησίας είναι «άπαξ παραδοθείσα»: «Αγαπητοί πάσαν σπουδήν ποιούμενος γράφειν υμίν περί της κοινής σωτηρίας ανάγκην έσχον γράψαι υμίν παρακαλών επαγωνίζεσθαι τη άπαξ παραδοθείση τοις αγίοις πίστει», (Ιουδ. 3). Η πίστη αυτή παραδόθηκε στο σύνολό της στους αγίους αποστόλους την ημέρα της Πεντηκοστής και στη συνέχεια ερμηνεύθηκε από τους αγίους Πατέρες. Η ανακάλυψη δήθεν καινούργιων «αληθειών», (κατ’ ουσίαν καινούργιων αιρετικών διδασκαλιών), είναι θλιβερό «προνόμιο» του Παπισμού. Κατά συνέπεια δεν είναι δυνατόν να γίνεται λόγος «για μία από κοινού αύξηση, ή ανάπτυξη στην πίστη», αλλά μόνον για επιστροφή του Παπισμού στην «άπαξ παραδοθείσα πίστη», την οποία κράτησε ανόθευτη και απαραχάρακτη μόνον η Ορθοδοξία μας.
Επίσης ο ισχυρισμός που λέει παρακάτω ότι «η παρακαταθήκη της πίστεως που περιέχεται στα παλαιά σύμβολα πίστεως είναι κοινά σε όλες τις Εκκλησίες», είναι ένα άλλο χοντρό ψέμα. Πότε σεβάστηκε η «εκκλησία» του «τα παλαιά σύμβολα πίστεως»; Τα αρχαία Σύμβολα τα σεβάστηκε μόνον η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία, ενώ η «εκκλησία» του βεβήλωσε και αυτό το Σύμβολο Πίστεως της Νικαίας με την δαιμονική προσθήκη του φιλιόκβε. Μπορεί να μας απαντήσει ο κ. Σπιτέρης, σε ποια αρχαία Σύμβολα και σε ποιες βιβλικές και πατερικές μαρτυρίες είναι θεσμοποιημένες οι δεκάδες πλάνες του αιρετικού Παπισμού (Φιλιόκβε, Πρωτείο και Αλάθητο, Κτιστή Χάρις, Καθαρτήριο, Αξιομισθίες των Αγίων, Ικανοποίηση της Θείας Δικαιοσύνης, Μαριολατρία, Καισαροπαπισμός), κλπ;
Παρακάτω έγραψε: «Όσον αφορά στην Καθολική Εκκλησία, πράγματι, ο οικουμενισμός καρποφόρησε και εμπλούτισε την συνείδησή της…. Υπενθυμίζουμε μερικούς από αυτούς τους καρπούς του οικουμενισμού για την Καθολική Εκκλησία: Η Καθολική Εκκλησία αναγνωρίζει το βάπτισμα όλων των Χριστιανών αρκεί να χορηγείται στο όνομα της Αγίας Τριάδας. Με όλες τις συνέπειες που απορρέουν από αυτήν την βασική θεολογική αρχή. Αυτός είναι ο λόγος που ωθεί την Καθολική Εκκλησία να αλλάξει ακόμη και το λεξιλόγιό της όταν αναφέρεται στις σχέσεις της με τους μη-καθολικούς. Έτσι, όχι μόνο δεν μεταχειρίζεται τη λέξη ‘αιρετικός’ για τους μη-καθολικούς, αλλά αποφεύγει ακόμη και την έκφραση ‘χωρισμένοι αδελφοί’ και την αντικαθιστά με διατυπώσεις όπως ‘οι άλλοι χριστιανοί’, ‘οι άλλοι βαπτισμένοι’, ‘οι χριστιανοί των άλλων κοινοτήτων’. Και αυτό διότι, από τη στιγμή που αναγνωρίζει το βάπτισμα των άλλων χριστιανών, πιστεύει πως είναι ήδη σε κοινωνία μαζί τους, αλλά βέβαια, όχι ακόμα σε πλήρη κοινωνία».
Πράγματι ο «οικουμενισμός καρποφόρησε και εμπλούτισε την συνείδηση» του Παπισμού, μόνο που αυτή «καρποφορία» είναι σάπια, διότι και το δέντρο από το οποίο προήλθε είναι και αυτό σάπιο, σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου μας: «ου δύναται δένδρον αγαθόν καρπούς πονηρούς ποιείν, ουδέ δένδρον σαπρόν καρπούς καλούς ποιείν», (Ματθ.7,18). Μπορεί να μας απαντήσει ο κ. Σπιτέρης στο ερώτημα: Πότε η «εκκλησία» του βρισκόταν σε πλάνη, τότε που θεωρούσε τους Ορθοδόξους ως αιρετικούς, ή τώρα που τους θεωρεί ως μη αιρετικούς; Θα του δώσουμε εμείς την απάντηση: Ο Παπισμός και τότε και τώρα βρίσκεται σε πλάνη και σε κατάσταση αιρέσεως, διότι επιμένει αμετανοήτως στις πλάνες του, γι’ αυτό και έχει καταδικαστεί από μια σειρά αγίων Συνόδων, που αναφέραμε πολλές φορές σε προηγούμενες ανακοινώσεις μας.
Παρακάτω προσθέτει ότι η «εκκλησία» του «εμπλουτίστηκε», από την «Οικουμενική Κίνηση». Γράφει: «Από τις επαφές και το διάλογο με τις άλλες Χριστιανικές Ομολογίες, η Καθολική Εκκλησία αισθάνεται ότι εμπλούτισε την αυτοσυνείδησή της. Έτσι π.χ. χάρη στους αδελφούς Ορθοδόξους ενδυνάμωσε την διδασκαλία της για τον αναντικατάστατο ρόλο του Αγίου Πνεύματος στην εκκλησιολογία και στα Ιερά Μυστήρια. Ακόμα, αντιλήφθηκε την σπουδαιότητα μιας ενεργούς Συνοδικότητας ως αντιστάθμιση στο παπικό πρωτείο». Τι σημαίνουν όλοι αυτοί οι «εμπλουτισμοί»; Σημαίνουν ότι ο Παπισμός πήρε από την Ορθοδοξία κάποια στοιχεία της διδασκαλίας της, τα οποία έκρινε ως ωφέλιμα και ορθά, ενώ απέρριψε όλη την υπόλοιπη διδασκαλία της. Όμως σε τι τον ωφέλησαν όλοι αυτοί οι «εμπλουτισμοί», αφού καθόλου δεν ίσχυσαν να τον απομακρύνουν από τις δεκάδες αιρετικές διδασκαλίες του, οι οποίες και τον απέκοψαν από την Εκκλησία του Χριστού; Και κάτι ακόμη: Πως συνέβη και δεν εντόπισαν αυτούς τους «εμπλουτισμούς» αφ’ εαυτών και δυνάμει του «αλαθήτου», (που υποτίθεται ότι κατέχουν), οι εκατοντάδες «πάπες» που πέρασαν στην ιστορία του Παπισμού και τους εντόπισαν στους Ορθοδόξους, τους οποίους μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες θεωρούσαν ως αιρετικούς;
Το συμπέρασμα όσων αναφέραμε είναι ότι ο Οικουμενισμός όντως καρποφόρησε, καρποφορεί και θα καρποφορεί για το αιρετικό Βατικανό, καινούργιες πλάνες και αιρέσεις, όχι όμως και για την Αγία Ορθοδοξία μας. Καλούμε τον κ. Σπιτέρη να έρθει εις εαυτόν και εν μετανοία να μετρήσει, πόσα «έτη φωτός» απέχει από το τι κατ’ ουσίαν είναι ο Οικουμενισμός. Εν συνεχεία δε να επιστρέψει στην Ορθοδοξία, για να μην χάσει την ψυχή του. Καλούμε επίσης και πάλι τον φιλόχριστο λαό του Θεού να επαγρυπνεί. Διότι μπορεί, βέβαια, ο κ. Σπιτέρης να απέχει «έτη φωτός» από την εις βάθος γνώση αυτής της παναιρέσεως, όμως η κυοφορούμενη «ένωση των εκκλησιών» δεν απέχει καθόλου «έτη φωτός». Αυτή βρίσκεται δυστυχώς προ των πυλών! Είναι προαποφασισμένη σε σκοτεινά κέντρα και ίσως πραγματοποιηθεί το 2025, σε σχεδιαζόμενη «παγχριστιανική Σύνοδο». Θα είναι ένα από τα φοβερότερα εσχατολογικά γεγονότα στην ιστορία της Εκκλησίας μας, διότι δεν θα είναι επιστροφή των παπικών στην Ορθοδοξία, αλλά η ένωση των εκ των «ορθοδόξων» εγκάθετων οικουμενιστών με τον Παπισμό.