Του Επισκόπου Κωνσταντιανής Κοσμά.
Μέσα στον καταιγισμό των διαφόρων προτύπων που βομβαρδίζουν σήμερα τον άνθρωπο και τον οδηγούν σε αδιέξοδα, η Ορθόδοξη Εκκλησία προβάλλει υγιή πνευματικά πρότυπα, τα οποία μέσα στο χρόνο δεν αλλοιώνονται ούτε χάνουν την αξία τους.
Οριοθετούν τις αξίες της ζωής μας και μας προσφέρουν αυθεντικές αλήθειες μεταμορφώνοντας τους ανθρώπους σε δοχεία της χάριτος του Θεού.
Ένα τέτοιο υγιές πρότυπο, το οποίο προβάλλει η Εκκλησία μας, είναι ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Ιερομάρτυρας και Ισαπόστολος.
Πρότυπο ζωής για όλους τους συγχρόνους Ιεραποστόλους ανά τον κόσμο. Δεν υπολόγισε κόπους και στερήσεις.
Είχε ξεχάσει τον εαυτό του. Πήρε τον πόνο ενός ολόκληρου λαού και τον έκανε προσευχή.
Έλιωνε σαν το κερί καθημερινά για τους αδελφούς του παρηγορώντας τους μέσα από το εμπνευσμένο κήρυγμα και την αληθινή πίστη του.
Ήθελε να αφυπνίσει τη συνείδηση των ανθρώπων και να τους δώσει να καταλάβουν ότι, για να έρθει η ελευθερία ενός λαού από τους κατακτητές, θα πρέπει πρώτα να έρθει η ελευθερία της ψυχής από τη σκλαβιά της αμαρτίας.
Ιδιαίτερα την περίοδο εκείνη της Τουρκοκρατίας, ο Άγιος Κοσμάς είχε την αγωνία για το μέλλον των Ελλήνων, οι οποίοι κάτω από τον Οθωμανικό ζυγό υπέφεραν ημέρα με την ημέρα και οδηγούνταν στον αφανισμό.
Δεν μπορούσε να ησυχάσει η ιερατική του συνείδηση, καθώς σκεπτόταν όλα αυτά.
Προσευχόταν και παρακαλούσε τον Πανάγαθο Θεό να του δείξει ένα σημείο, ώστε αυτή η επιθυμία του και η αγάπη του να μπορέσει να βοηθήσει το λαό του Θεού, να μπορέσει να λάβει σάρκα και οστά.
Όταν ήρθε εκείνη η ευλογημένη ημέρα της προσκλήσεώς του για το μεγαλειώδες ιεραποστολικό του έργο, ο Θεός του μίλησε μέσα από το Άγιο και Ιερό Ευαγγέλιο: Μηδείς το εαυτού ζητείτω αλλά το του ετέρου έκαστος (Α΄ Κορ. 10, 24).
Η προσευχή του έφερε το ποθούμενο αποτέλεσμα, γιατί ο Θεός είδε το βάθος της καρδιάς του Αγίου, διέκρινε τον πόθο του, την θυσιαστική του αγάπη, αλλά και την επιτυχία της ιεραποστολής του.
Έτσι, για να οδηγηθεί ο Άγιος στην απόφαση να αφήσει την ησυχία του μοναστηριού και να ακολουθήσει το δρόμο της αφύπνισης ενός ολόκληρου λαού, προετοιμάστηκε κατάλληλα για τον σκοπό.
Έλαβε την άδεια του Οικουμενικού Πατριάρχου, ώστε η ιερά αποστολή του να φέρει καρπούς στις ψυχές των ανθρώπων.
Δεν ήταν επιπόλαιη η απόφασή του. Δεν ήταν ενθουσιασμός. Την κατηύθυνε η Πρόνοια του Θεού. Ήταν σκεύος εκλογής, όπως ο απ. Παύλος.
Τον είχε επιλέξει ο Πανάγαθος Θεός, για να γίνει φωτιστής ενός λαού, ο οποίος είχε αποπροσανατολιστεί, είχε χάσει την εθνική, πολιτιστική και πνευματική του ταυτότητα και κινδύνευε να οδηγηθεί στον αφανισμό.
Έκανε 4 ιεραποστολικές περιοδείες που κράτησαν 19 χρόνια. Περιόδευε περπατώντας και μιλούσε σε πόλεις και χωριά που έβρισκε στο δρόμο του και από εκεί προχωρούσε μέσα στα βουνά. Όπου έβλεπε χωριό, όσο μακρυά κι αν ήταν, όσο κι αν ο δρόμος ήταν δύσβατος και επικίνδυνος, χωρίς δισταγμό οδηγούσε τα βήματά του μέσα στο χωριό.
Περιόδευσε την Στερεά Ελλάδα, την Αχαΐα, την Θεσσαλία, την Μακεδονία, την Ήπειρο, τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, την Θράκη, τα μέρη της Κωνσταντινούπολης, το Άγιον Όρος, την Αλβανία, μέρος της Σερβίας και άλλα μέρη.
Μάζευε τα πλήθη στην πλατεία του χωριού, όπου ζητούσε να στήσουν ένα μεγάλο ξύλινο Σταυρό.
Εκεί, μπροστά στο Σταυρό, πατώντας σε ένα σκαμνάκι, για να βλέπει όλους, μιλούσε απλά και συγκινητικά για την πίστη του Χριστού, για την αιώνια ζωή. Έδινε πατρικές συμβουλές, για να ζούνε χριστιανική ζωή οι άνθρωποι, τροφοδοτούσε τις ελπίδες τους για την ανάσταση του Γένους και συμπλήρωνε το κήρυγμά του πάντα με θερμές συστάσεις να στέλνουν τα παιδιά τους στα σχολεία.
Έπρεπε με κάθε θυσία να ιδρύσουν και να συντηρήσουν μόνοι τους σχολεία, γιατί μέσα σε αυτά θα κρατήσουν άσβεστη την πίστη τους και την αγάπη τους στην σκλαβωμένη Πατρίδα.
Το αποτέλεσμα αυτής της ιεραποστολικής δράσης του Αγίου στην τότε σκλαβωμένη Ελλάδα ήταν να θυσιάσει την ίδια του την ζωή στις 24 Αυγούστου 1779, στο Κολικόντασι της Βορείου Ηπείρου, για να προσφέρει ελευθερία ψυχής και σώματος σε αθάνατες ψυχές.
Στην σημερινή εποχή, όπου η τεχνολογία καλπάζει πάνω σε νέα δεδομένα, το μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων μιλάνε για ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά δυστυχώς βλέπουμε ελάχιστα αποτελέσματα. Εδώ, όμως, πρέπει να προσέξουμε κάτι.
Επειδή όλοι μιλάνε για ανθρώπινα δικαιώματα, οι ίδιοι ξεχνάνε ότι έχουν και τις ανάλογες υποχρεώσεις.
Δεν εννοείται δικαίωμα χωρίς υποχρέωση. Αυτά τα δύο συμβαδίζουν. Γι’ αυτό ακριβώς εκφράζουν την ελευθερία του ανθρώπου, αλλά και τον λόγο του απ. Παύλου: Ελεύθερος είναι ο άνθρωπος που μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να παραιτηθεί από κάτι που κατέχει, για ένα σκοπό ανώτερο, χωρίς να ταράζεται από το γεγονός ότι το χάνει.
Αλλιώς είναι δούλος της φθοράς, αιχμάλωτος της φοβίας και ανασφάλειας που χαρακτηρίζουν τον χωρίς Χριστό αλύτρωτο άνθρωπο.
Στην περίπτωση του Αγίου Κοσμά τι παρατηρούμε; Όταν μιλούσε για ανθρώπινα δικαιώματα, γνώριζε ποιες ήταν και οι υποχρεώσεις του.
Μιλούσε θυσιαστικά και όχι θεωρητικά: Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού (Ιω. 15,13).
Το αποτέλεσμα αυτής της αγάπης και της ελευθερίας του ήταν να τον κρεμάσουν οι Τούρκοι επάνω σε ένα δέντρο θυσιάζοντας, όπως προαναφέραμε, την ζωή του, για να σωθούν χιλιάδες άλλοι.
Αν οδηγήσουμε τα βήματά μας στην σημερινή εποχή, θα εντυπωσιαστούμε με την πορεία της Εκκλησίας μέσα στον κόσμο ανά τους αιώνες. Παρά τις αντιξοότητες, τους κλυδωνισμούς, τους διωγμούς, τα μαρτύρια των χριστιανών, τις διάφορες ανά τους αιώνες δοκιμασίες κ.α., ο λόγος του Ιερού Χρυσοστόμου μας αποκαλύπτει αυτή την αλήθεια: Τοιοῦτον ἔχει μέγεθος ἡ Ἐκκλησία. Πολεμουμένη νικᾶ, ἐπιβουλευομένη περιγίνεται, ὑβριζομένη λαμπροτέρα καθίσταται. Δέχεται τραύματα καὶ οὐ καταπίπτει ὑπὸ τῶν ἐλκῶν (πληγές).
Κλυδωνίζεται, ἂλλ’ οὐ καταποντίζεται. Χειμάζεται, ἀλλὰ ναυάγιον οὒχ ὑπομένει. Παλαίει, ἂλλ’ οὒχ ἡττᾶται. Πυκτεύει , ἂλλ’ οὐ νικᾶται (PG 53, 397).
Αυτή είναι η Εκκλησία και αυτό θα συνεχίσει να κάνει μέχρι της συντελείας των αιώνων. Να ανανεώνει την ʺΑλήθειαʺ συνεχώς και να αποκαλύπτει την ταυτότητα και την αποστολή της.
Αυτή την αποστολή και το ιερό έργο της η Εκκλησία, εδώ και κάποιες δεκαετίες, προσπαθεί να τα μεταφέρει και σε άλλες ηπείρους και χώρες του πλανήτη μας. Μεταφέρει το μήνυμα της Αναστάσεως και της Αλήθειας, με οποιοδήποτε κόστος και τρόπο, κάνοντας πράξη τον λόγο του Κυρίου: πορευθέντες κηρύξατε το Ευαγγέλιον πάση τη κτίσει (Μάρκ. 16, 15).
Είναι το άγιο έργο του Ευαγγελισμού των Εθνών που άρχισε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός με την διδασκαλία του και την σταυρική του θυσία και γενικά με το όλο απολυτρωτικό του έργο.
Η Ιεραποστολή γίνεται με αγάπη και σεβασμό στον άλλον χωρίς καμία μορφή επιθετικότητας ή βίας. Η Εκκλησία με την Ιεραποστολή επιδιώκει να δημιουργήσει πολιτείες ελευθέρων προσώπων που η κοινωνικότητά τους θα στηρίζεται στην αγάπη και την υποστήριξη του συνανθρώπου, στη φιλανθρωπία και τη διακονία μακριά από κάθε συμφέρον, ιδιοτέλεια και ιδεολογία.
Έτσι, λοιπόν, ζητούνται άνθρωποι με πόθο στην καρδιά και ιεραποστολικό ζήλο, αγάπη για τον Χριστό και την Εκκλησία, θυσιαστικό πνεύμα και με γενναία απόφαση να αφήσουν πίσω την πατρίδα τους και την γη των προγόνων τους, αγκαλιάζοντας το έργο της Εκκλησίας διακονώντας τον αμπελώνα του Κυρίου: Ο μεν θερισμός πολύς, οι δε εργάται ολίγοι…(Ματθ. 9, 37).
Σε αυτό το σημείο, αξίζει να αναφέρουμε το παράδειγμα του μεγάλου Ιεραποστόλου, μακαριστού Αρχιμ. π. Κοσμά Γρηγοριάτη, ο οποίος αναλώθηκε ψυχήτε και σώματι στον αμπελώνα της Αφρικανικής ηπείρου και όλη η πορεία του είναι το επισφράγισμα με την θυσία του.
Μετά από 13 χρόνια διακονίας, στις 27 Ιανουαρίου 1989, σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, χύνοντας το αίμα του στην γη που αγάπησε και αγωνίστηκε για την μετάδοση του Ευαγγελικού μηνύματος και την θεμελίωση της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην καρδιά της Αφρικής, στην Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.
Ενώθηκε η δική του καρδιά με την καρδιά της Αφρικής, για να αποδείξει την αλήθεια του λόγου του που είχε πει προφητικά στο παρελθόν: Για την Ιεραποστολή το δόσιμο να είναι ολοκληρωτικό, δίχως κρατούμενα, με διάθεση αυτοθυσίας και αυταπαρνήσεως και με σκοπό να αφήσουμε τα κόκκαλά μας μεταξύ των ιθαγεννών.
Το παράδειγμα του μακαριστού π. Κοσμά είναι οδοδείκτης στις επόμενες γενιές, αλλά και υπενθύμιση του δικού μας χρέους απέναντι σε λαούς που δεν έχουν ακούσει ακόμα το μύνημα του Ευαγγελίου. Είναι ένα προσκλητήριο έμπνευσης και προσφοράς σε ανθρώπους που διστάζουν ή έχουν αμφιβολίες, για να κάνουν το ξεκίνημα της προσωπικής τους Πεντηκοστής στον αμπελώνα της Ιεραποστολής και ιδιαιτέρως στην υποσαχάρια Αφρική.
Δυστυχώς, στις ημέρες μας, το θέμα της Ιεραποστολής έχει ατονίσει σε μεγάλο βαθμό και ιδιαιτέρως στην ήπειρο της Αφρικής.
Υπάρχει μία αποστροφή από αρκετούς ανθρώπους για το έργο αυτό, ακόμα και μέσα στο χώρο της Εκκλησίας. Ακούς από κάποια χείλη κληρικών παντός βαθμού και λαϊκών ότι δεν χρειάζεται να κάνουμε ιεραποστολή, να πάμε σε άλλες χώρες, όταν το σπίτι μας χρειάζεται κατήχηση και επαναευαγγελισμό.
Ας βοηθήσουμε πρώτα το ποίμνιό μας, την οικογένειά μας, τους χριστιανούς μας και, αν δούμε κάποια αποτελέσματα, τότε να πάμε να κηρύξουμε και σε άλλες χώρες.
Όταν σκέφτονται οι άνθρωποι με αυτό τον τρόπο, έχουν λανθασμένη άποψη για το θέμα αυτό και, το βασικότερο, αμφισβητούν και απορρίπτουν τον λόγο του ίδιου του Χριστού: Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν (Ματθ. 28, 19 – 20).
Σε αυτό το χωρίο παρατηρούμε ότι ο Χριστός δεν μίλησε αόριστα, αλλά έδωσε εντολή στους Αποστόλους και στον καθένα ξεχωριστά να πάνε και να κηρύξουν την καινή διαδασκαλία σε όλα τα έθνη. Άρα, μας υποχρεώνει να πάμε σε άλλα έθνη να κηρύξουμε το μήνυμα του Ευαγγελίου.
Ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος έλεγε: πες μου σε παρακαλώ πώς θα γίνει συνεργός της Ιεραποστολής ο άλλος, όταν βλέπει εσένα να αδιαφορείς τόσο ακόμα και για την δική σου σωτηρία; Δεν είσαι σε θέση να κάνεις θαύματα και με αυτά να πείσεις; Πείσε με την φιλανθρωπία, την συμπαράσταση, την συντροφικότητα, την περιποίηση και όλα τα παρόμοια.
Εν κατακλείδι
Οι καταστάσεις που βιώνουμε σήμερα σε παγκόσμια κλίμακα μας καλούν να αποκτήσουμε ιεραποστολική συνείδηση.
Ο καθένας ας χρησιμοποιήσει τα χαρίσματα και τις δυνατότητές του πάντοτε στην υπακοή της Εκκλησίας.
Από αυτήν ξεκινάει, από Αυτήν αντλεί δύναμη και, στο τέλος, ό,τι κατορθωθεί σε Αυτήν οφείλεται.