Hμέρα όπου τιμάτε η Εθνική αντίσταση στην οποία πήραν μέρος πολλά στελέχη της Εκκλησίας,Ενας από αυτούες και ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών μακαριστός Σεραφέιμ που βρέθηκε στα βουνά της Ηπείρου με τον ΔΕΔΕΣ και τον Ζέρβα.Σε μια συνενετευξή του το 1991 εξηγεί τους λόγους που βγήκε στο βουνό και πώς έζησε εκείνη την περίοδο.

Συνέντευξη στην Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, 30 Σεπτεμβρίου 1991

– Πως βγήκατε στο βουνό Μακαριώτατε ;

– Το 1942, με χειροτόνησε ο Δαμασκηνός…, μου έδωσε το οφίκκιο του Αρχιμανδρίτου και με τοποθέτησε και πάλι ως Εφημέριο, ως Εφημερεύο- ντα Ιεροκήρυκα ακριβέ- στερα, στον ’γιο Λουκά Πατησίων. Εκεί, κατά το διάστημα που ήμουν διάκονος ακόμη, είχα αναπτύξει μια δράση, ας την πω εθνική.
Αναλογιζόμενος την πείνα και τη δυστυχία που είχε τότε η πατρίδα μας, ίδρυσα εκεί κάτι συσσίτια, στο προαύλιο του Ναού, σ’ έναν κήπο. Όταν εμείς δεν είχαμε να φάμε, εγώ τάιζα 600 παιδιά.

Στα κηρύγματά μου (…) ήμουν λιγάκι λαύρος κατά των κατακτητών και πολλές φορές κατά των εκτρεπομένων Ελλήνων ή Ελληνίδων, συμπραττόντων με τους κατακτητάς . Κινδύνευσε τότε και η ζωή μου ακόμη. Είχε έλθει στα αυτιά μου ότι « αυτός θα το φάει το κεφάλι του!»

Όπως φαίνεται με παρακολουθούσε κι η οργάνωση του Ε.Δ.Ε.Σ. και μια μέρα με πλησίασαν και με βολιδοσκόπησαν, αν θέλω να βγω στο βουνό, στις αντάρτικες ομάδες του Ε.Δ.Ε.Σ. του Ζέρβα. Με προθυμία δέχθηκα και μυήθηκα μάλιστα από τον βιομήχανο που είχε εργοστάσια, Ευθύμιο Μπάρδη και τον δικηγόρο Ματσούκα στο κατάστημα του Μπάρδη .

– Θυμάστε την αναχώρησή σας;

– Πήγα στο βουνό, σαράντα τρία η υπόθεση αυτή (…), δια μέσου Πατρών πέρασα στο Κρυονέρι με μια πνίχτρα , δεν θυμούμαι και τα’ όνομά της, ένα καραβάκι τέλος πάντων, του οποίου η ασφάλεια δεν ήταν και τόσο μεγάλη. Από εκεί με το τρενάκι έφθασα στο Αγρίνιο, βέβαια συστημένος πού θα πήγαινα, πού θα κατέλυα. Κατόπιν οδηγήθηκα έξω από το Αγρίνιο με τα πόδια, για να εξηγούμεθα, όδευα προς Ήπειρο παρακαλώ. Με τα πόδια. Στο δρόμο συνάντησα κι άλλους που πήγαιναν για αντάρτικο. Αξιωματικοί και λοιποί. Δεν θυμάμαι αν ήταν κι ο Λιλαίος τότε, ο νομικός σύμβουλος της Εκκλησίας σήμερα. Δεν θυμάμαι αν ήταν στην πορεία εκείνη κι αυτός .

Περάσαμε τα χωριά του Αγρινίου και φθάσαμε στα Τζουμέρκα εν τέλει, στο στρατηγείο του Ζέρβα. Ο ίδιος μάλιστα ήταν σε περιοδεία εκείνες τις μέρες.

– Κληρικοί, Μακαριώτατε , είχαν πάει με το ΕΑΜ;

– Από την άλλη πλευρά ήταν δύο Μητροπολίτες. Ο Ηλείας Αντώνιος και Κοζάνης Ιωακείμ. Αυτοί ήσαν με το ΕΑΜ. Ο ’ρης Βελουχιώτης είχε και άλλους κληρικούς. Τον Ηγούμενο…

– Της Μονής Αγάθωνος, τον Γερμανό;

– Ναι! Αυτός ο Γερμανός ήταν γνωστός ως καπετάν Ανυπόμονος.

Επίσημα όμως εγώ ήμουν εκείνος πού αντιπροσώπευα την Εκκλησία της Ελλάδος στην Εθνική Αντίσταση. Αντιλαμβάνεσαι, μάχες από εδώ, μάχες από εκεί. Εναντίον των Γερμανών, εναντίον των Ιταλών και δυστυχώς, αυτό ήταν το άσχημο, και εναντίον των κομμουνιστών. Ενώ εμείς πολεμούσαμε τούς Γερμανούς,… μια ωραία πρωία μας επιτέθησαν κι οι κομμουνιστές στα υψώματα της Καλεντίνης και είμεθα μεταξύ δύο πυρών.

Ο πόλεμος εμαίνετο… Ο στρατηγός Ζέρβας ενόμισε ότι ήμουν ό κατάλληλος για να μεταφέρω κάτι έγγραφα. Και τα μεν έγγραφα έφθασαν στην Αθήνα, όπου τα έστειλα, εγώ όμως έμεινα αμανάτι στην ’ρτα, διότι προδόθηκα . Στην Καλεντίνη , θυμάμαι, ξημερωθήκαμε. Μ’ ένα σύνδεσμο που μου έδωσε ο Ζέρβας (…). Τότε δόθηκε σήμα ότι ανέβαιναν Γερμανοί.

• Κάποτε, φθάσατε στην ’ρτα…

• Οι άνθρωποι τρυπώσανε στους λόφους. Εγώ, λοιπόν, πήρα τον δρόμο για τον προορισμό μου. Ολομόναχος. Τόσο μυαλό είχα φαίνεται! Είχα κουράγιο όμως. Έφθασα στήν ’ρτα, αφού διανυκτέρευσα σ’ ένα χωριό άλλο, όπου είχε ο ΕΔΕΣ “σύνδεσμο”. Καλή του ώρα, ήταν διερμηνεύς στην Κομαντατούρ , πρέπει να ζει, τον λέγανε Λάμπρο Λάμπρου. Ήταν τότε υπάλληλος της Αγροτικής Τράπεζας στην ’ρτα. Έμεινα το βράδυ στο σπίτι ενός δικηγόρου Παπαβησσαρίωνος , για να οδηγηθώ το πρωί στην ’ρτα.

Ήμουν χωρίς ταυτότητα. Δεν είχα ταυτότητα θεωρημένη. Ο “σύνδεσμος” με βοήθησε και πέρασα από το φυλάκιο των Γερμανών στη γέφυρα. Κατευθύνθηκα αμέσως στη Μητρόπολη, στο Δεσπότη, στον αείμνηστο ’ρτας και προκάτοχο μου στη Μητρόπολη αυτή Σπυρίδωνα, ο οποίος μάλιστα είχε εκφράσει στον Αρχιεπίσκοπο την επιθυμία να τον διαδεχθώ όταν πεθάνει. Αμέσως ενήργησε ή Μητρόπολις να βγει η άδεια μεταβάσεως μου στην Αθήνα. Αλλά φαίνεται ότι προδόθηκα. Τον πρώτο πού είδα μέσα στην πόλη από χιλιάδες κατοίκους ήταν ένας χασάπης, γνωστός στην ’ρτα. Χαιρετηθήκαμε. “Καλημέρα! Καλημέρα!” Αχ, λέω μέσα μου, κάηκα. Κακός οιωνός. Φαίνεται ότι με πρόδωσαν στους Γερμανούς κι οι Γερμανοί, ενώ τούς πήγα όλα τα χαρτιά, δεν μου έδιναν άδεια. Μου απαγόρευσαν την έξοδο…

– Τελικά, τα καταφέρατε…

– Εν πάση περιπτώσει κι η οργάνωση ενήργησε και μου έστειλε χαρτιά από την Αθήνα ότι “μεταβαίνω εις ’ρταν μετ’ επιστροφής”. Έτσι, ένα πρωί τα βάζω στην τσέπη… κι ανεβαίνω σ’ ένα φορτηγό αυτοκίνητο, ένα γκαζοζέν, που μετέφερε πορτοκάλια. Μπήκα μέσα και είπα “Ό θεός βοηθός!” Το έσκασα από εκεί κι ήρθα στην Αθήνα. Μόλις έφθασα εδώ, οι Γερμανοί άρχισαν να ενοχλούν τον Δεσπότη στην ’ρτα, άλλοι πήγαιναν στον Αρχιερατικό Επίτροπο και με ζήταγαν. Έρχεται κάτω ο Δεσπότης και μου λέγει: “Φυλάξου! Θα σε πιάσουν οι Γερμανοί και θα σε σκοτώσουν”. Τότε έβαλα κάτι τζάμια γυαλιά και πήγαινα στην Σύνοδο.

Τα βράδια όμως άλλαζα σπίτια, άλλοτε κοιμόμουν εδώ κι άλλοτε εκεί, ώσπου ξεκουμπίστηκαν…”.

Εκκλησία Online
Γράψε το σχόλιό σουΣχόλια (-1)

Αφήστε μια απάντηση

Comment moderation is enabled. Your comment may take some time to appear.