ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Β’ Κορ. ια’ 31- ιβ’ 9) Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. Ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης Ἀρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων, καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ. […]
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Β’ Κορ. ια’ 31- ιβ’ 9)
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. Ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης Ἀρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων, καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ. Καυχάσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. Καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. Ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου. Ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. Ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾿ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. Ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.
Νεοελληνική Απόδοση:
Αδελφοί, ο Θεός και Πατέρας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που είναι ευλογητός αιωνίως, ξέρει ότι δεν ψεύδομαι. Εις την Δαμασκόν ο εθνάρχης του βασιλέως Αρέτα εφρουρούσε την πόλιν της Δαμασκού, επειδή ήθελε να με πιάση, αλλά με κατέβασαν από ένα παράθυρο μέσα σε καλάθι, από το τείχος, και ξέφυγα από τα χέρια του. Το να καυχώμαι λοιπόν δεν είναι συμφέρον μου, αλλά θα έλθω εις οπτασίας και αποκαλύψεις του Κυρίου. Ξέρω ένα άνθρωπο χριστιανό, ο οποίος προ δεκατεσσάρων ετών – είτε με το σώμα, δεν ξέρω, είτε εκτός του σώματος, δεν ξέρω, ο Θεός ξέρει – αρπάχθηκε έως τον τρίτο ουρανό. Και ξέρω ότι ο άνθρωπος εκείνος – είτε με το σώμα είτε εκτός του σώματος δεν ξέρω, ο Θεός ξέρει – αρπάχθηκε εις τον παράδεισο και άκουσε ανέκφραστα λόγια τα οποία δεν επιτρέπεται να επαναλάβη άνθρωπος. Δι’ ένα τέτοιον άνθρωπο θα καυχηθώ, διά τον εαυτόν μου όμως δεν θα καυχηθώ, παρά μόνον διά τας αδυναμίας μου. Αλλά και εάν θελήσω να καυχηθώ, δεν θα είμαι ανόητος, διότι θα πω την αλήθεια, το αποφεύγω όμως μήπως με θεωρήση κανείς ανώτερον από ό,τι βλέπει σ’ εμέ η ακούει από εμέ. Και διά να μη υπερηφανεύομαι διά τας πολλάς αποκαλύψεις, μού εδόθηκε ένα αγκάθι εις το σώμα, ένας άγγελος του Σατανά, διά να με ραπίζη, διά να μη υπερηφανεύομαι. Τρεις φορές παρεκάλεσα τον Κύριον γι’ αυτό, διά να φύγη από εμέ. Και μου είπε, «Σου είναι αρκετή η χάρις μου, διότι η δύναμίς μου φανερώνεται τελεία εκεί που υπάρχει αδυναμία». Πολύ ευχαρίστως λοιπόν θα καυχηθώ μάλλον διά τας αδυναμίας μου, διά να κατασκηνώση εις εμέ η δύναμις του Χριστού.