Ο άγιος Κυπριανός καταγόταν από το χωριό Κλητζός της περιοχής των Αγράφων.

Ο άγιος Κυπριανός εκάρη μοναχός και έλαβε την ιερωσύνη, κατόπιν δε εγκαταβίωσε μαζί με δύο συμμοναστές στο Κελλίον του Αγίου Γεωργίου, εξάρτημα της Μονής Κουτλουμουσίου στο Άγιον Όρος. Παρόλο που συγκέντρωνε το πλήρωμα των μοναχικών αρετών, η καρδία του φλεγόταν από τον πόθο του μαρτυρίου για τον Χριστό, με τρόπο που «επιποθεί η έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων» (Ψαλμ. 41:1). Μετέβη λοιπόν στο κριτήριο (δικαστήριο) της Θεσσαλονίκης και ομολόγησε εκεί με τόλμη ότι δεν υπάρχει παρά μόνο μία Πίστη, η Πίστη στον Σωτήρα Χριστό και στην Αγία Τριάδα, και ότι ο Μωάμεθ δεν είναι παρά ψευδοπροφήτης.

Ο κριτής τον έδιωξε, θεωρώντας τον τρελλό και κρίνοντας ανώφελο να τον τιμωρήσει. Ο άγιος μετέβη τότε στην Κωνσταντινούπολη και παρουσιάσθηκε στην αυλή του μεγάλου βεζίρη φέρνοντας επιστολή που είχε γράψει ο ίδιος και στην οποία προέτρεπε τους Τούρκους να απαρνηθούν την πλάνη τους, ώστε να αναγνωρίσουν τον Χριστό ως Θεό αληθινό. Ζήτησε από χριστιανούς αποστάτες που βρίσκονταν εκεί να την μεταφράσουν στα τουρκικά και να την διαβάσουν δημόσια. Αλλά κι εκεί πάλι δεν συνάντησε παρά ύβρεις και κοροϊδίες και εκδιώχθηκε.

Παίρνοντας τότε την επιστολή του ανά χείρας διέσχισε το πλήθος και πήγε να παρουσιασθεί ενώπιον του βεζίρη που συνεδρίαζε. Ο δικαστής τον ρώτησε με φιλικό τόνο για την υπόθεσή του και ο μακάριος αποκρίθηκε ότι είχε έλθει για να του προσφέρει την σωτηρία δια της Πίστεως στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό και του αγίου Βαπτίσματος.

Έκπληκτος αρχικά και πιστεύοντας ότι είχε να κάμει με τρελλό ή μεθυσμένο, ο βεζίρης τον παρέδωσε στον μουφτή, την ανώτερη μουσουλμανική Αρχή. Αυτός εξοργίστηκε διαπιστώνοντας ότι ο κατηγορούμενος ήταν λογικός και νηφάλιος και αρνιόταν την οποιαδήποτε παραχώρηση σε θέματα Πίστεως. Διέταξε να τον αποκεφαλίσουν στην συνοικία του Φαναρίου προς εκφοβισμό των πολλών χριστιανών, κληρικών και λαϊκών, που ζούσαν εκεί.

Ήταν ένα παράδοξο θέαμα να βλέπεις τον κατάδικο να τρέχει προς τον τόπο του μαρτυρίου προσπερνώντας τον δήμιό του. Φθάνοντας μπροστά στην πύλη του ναού του Πατριαρχείου, γονάτισε, έκανε τον σταυρό του, ανέπεμψε ευχαριστία στον Θεό και αφού ομολόγησε για τελευταία φορά την αληθινή Πίστη έτεινε τον αυχένα και έλαβε περιχαρής τον στέφανο του μαρτυρίου (5 Ιουλίου 1679).

Εκκλησία Online
Γράψε το σχόλιό σου

Αφήστε μια απάντηση

Comment moderation is enabled. Your comment may take some time to appear.