Η παρουσία της γυναίκας θεωρείται ταυτόσημη και ισότιμη με εκείνη του άνδρα. Η συνείδηση αυτή βρήκε τον τρόπο έκφρασή της στο πρόσωπο της Παρθένου Μαρίας, της Θεοτόκου μας. Πολλοί Πατέρες της Εκκλησίας μας αναφέρονται σε ξεχωριστές γυναίκες, όπως στην Ολυμπιάδα, την Μαρία τη Μαγδαληνή, η οποία χαρακτηρίζεται από τον Ιωάννη το Χρυσόστομο ως «η τέτραθλος και ανδρεία γυνή»[37], τη Μακρίνα κλπ, οι οποίες κατόρθωσαν να φτάσουν στη θέωση και η προσφορά τους να γίνει παράδειγμα προς μίμηση. Τολμούν, όμως, και αναφέρονται και γενικά στο τι θέση έχει ή πρέπει να έχει η γυναίκα στη χριστιανική κοινωνία και γενικότερα στην Εκκλησία. Αυτό δείχνει πόσο μεγάλη αξία είχε η γυναίκα στην πατερική διδασκαλία.
Οι Πατέρες κατανοούν το άδικο της νομοθεσίας απέναντι στις γυναίκες και προσπαθούν με κάθε τρόπο να το στηλιτεύσουν. Χαρακτηριστικά ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός υπερασπίζεται τη γυναικεία φύση που υφίσταται αδικία από την νομοθεσία. Το πάθος του μάλιστα για να αποκαταστήσει αυτήν την αδικία, τον κάνει να τονίσει αυτή την αδικία ενώπιον του αυτοκράτορα του Μ. Θεοδοσίου[38]. Έτσι τονίζει ότι αρνείται να αποδεχτεί τη νομοθεσία που είναι κατά της γυναίκας, αφού οι νομοθέτες ήταν άνδρες[39]. Αυτό, όμως, υποστηρίζει ο Πατήρ, ότι έρχεται σε αντίθεση με όσα έπραξε ο Θεός κατά τη δημιουργία του άνδρα και της γυναίκας, που τους έπλασε και τους δύο από χώμα αλλά συγχρόνως «κατ’ εικόνα» και «καθ’ ομοίωσίν» Του[40].
Επιπλέον η νομοθεσία των ανθρώπων, που αδικούσε κατάφωρα τη γυναίκα έρχεται σε αντίθεση με τους νόμους του Θεού, ο οποίος πρόσταξε να τιμούνται και ο άνδρας και η γυναίκα το ίδιο, ως γονείς[41]. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος καταδικάζει την κοινωνία που ήθελε τη γυναίκα πιστή και συγχωρούσε τον άνδρα που μοίχευε[42]. Στην ελαστική αυτή ηθική των ανθρώπων, ο Γρηγόριος αντιπαραβάλει τη δίκαιη τιμωρία που υπέστησαν και οι δύο οι Πρωτόπλαστοι από το Θεό. Παράκουσαν την εντολή του Θεού, αμάρτησαν, τιμωρήθηκαν και οι δύο με την έξωσή τους από τον Παράδεισο και της στέρησης των αγαθών της αρχέγονου καταστάσεως. Αλλά ο Θεός και στους δύο έδωσε την ελπίδα της σωτηρίας με την έλευση του Θεανθρώπου[43], «Και τους δύο τους σώζει ο Χριστός με τα πάθη Του. Έγινε άνθρωπος για τον άνδρα; Το ίδιο και για τη γυναίκα… Λέγεται ότι προέρχεται (ο Χριστός) από το σπέρμα Δαβίδ. Νομίζεις ενδεχομένως ότι με αυτό τιμάται ο άντρας; Γεννάται όμως από την Παρθένο και αυτό είναι υπέρ των γυναικών»[44].
Την ίδια άποψη με τον Καππαδόκη Πατέρα εκφράζουν και άλλοι Πατέρες ή εκκλησιαστικοί συγγραφείς. Για παράδειγμα ο Θεοδώρητος Κύρου, κατηγορεί τους άντρες νομοθέτες ότι «της ισότητος ουκ εφρόντισαν»[45]. Παράλληλα οι άλλοι δύο Καππαδόκες ο Μέγας Βασίλειος[46] και ο αδερφός του Γρηγόριος Νύσσης[47] σημειώνουν την αδικία που δείχνει η νομοθεσία στο πρόσωπο της γυναίκας και υπογραμμίζουν ότι ο Θεός τους έπλασε ισότιμους. Ο Αστέριος Αμασίας[48] στην ομιλία στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιον εξηγεί ότι η γυναίκα δεν μπορεί να διωχθεί από τη συζυγική στέγη της για κανένα λόγο. Έτσι δημιουργεί ένα τείχος προστασίας απέναντι στη γυναίκα που ήταν σύζυγος και μητέρα. Στις παραπάνω αναφορές εκκλησιαστικών συγγραφέων που μέσω της πένας τους υπερασπίστηκαν τη γυναίκα υπάρχουν φυσικά και ο Μ. Βασίλειος[49], ο Θεόδωρος Μοψουεστίας[50] αλλά και αρκετοί άλλοι. Αυτοί όχι μόνο ακολούθησαν τη διδασκαλία του Χριστού σχετικά με την ισότητα της γυναίκας με τον άνδρα, αλλά και την έκαναν πράξη.
Σε αυτούς συγκαταλέγονται ο Κλήμης Αλεξανδρεύς που στο έργο του «Παιδαγωγός»[51] σημειώνει ως συνέπειες της πνευματικής ισότητας μεταξύ των δύο φύλων ««…ανδρός και γυναικός…αναπνοή, όψις, ακοή, γνώσις, ελπίς, υπακοή, αγάπη, όμοια πάντα˙ ων δε κοινός μεν ο βίος, κοινή δε η χάρις, κοινή δε και η σωτηρία, κοινή τούτων καί η αρετή και η αγωγή….κοινόν ουν και τούνομα ανδράσιν και γυναιξίν ο άνθρωπος». Την ισοτιμία των δύο φύλων απέναντι στο Θεό διακηρύττει και αρκετά αργότερα ο Κύριλλος Ιεροσολύμων, που εξηγεί ότι όλοι οι άνθρωποι είτε είναι άνδρες είτε γυναίκες έχουν την ίδια ψυχή. Στο μόνο που διαφέρουν είναι σε κάποια εξωτερικά χαρακτηριστικά[52]. Μάλιστα παραλληλίζει τον άνδρα και τη γυναίκα με τα μέλη ενός σώματος, τα οποία είναι διαφορετικά αλλά συνεργάζονται όλα αρμονικά προς «Δόξα Θεού»[53].