Στην πόλη των Βηταγαβααίων (δώδεκα μίλια από τη Γάζα) ζούσε κάποιος που λεγόταν Ρωμανός και είχε αδελφό έναν ευλαβέστατο ιερέα στη μονή του αγίου Ευθυμίου, τον Αχθάβιο. Ο Ρωμανός όμως ζούσε με μαλθακότητα και χαλαρότητα, εντελώς αντίθετα από τον αδελφό του.
Κάποιος φθόνησε τον Ρωμανό για την περιουσία του και παραμόνευε με κακουργία και προσπαθούσε να την αρπάξει. Επειδή όμως δεν πέτυχε τον σκοπό του, το κεντρί του φθόνου κέντησε σφοδρότερα την καρδιά του. Πήγε λοιπόν στην Ελευθερούπολη και ζήτησε τη βοήθεια ενός μάγου, δίνοντάς του πολλά χρήματα ο άθλιος για να βλάψει τον συνάνθρωπό του, και εκείνος έκανε τα μαγικά που ήξερε.
Ο Ρωμανός, καθώς δεν γνώριζε τίποτε από όσα γίνονταν, βρισκόταν στο χωράφι, χωρίς διόλου να φυλάγεται από τις εναντίον του κακουργίες. Το σώμα του λοιπόν καταλήφθηκε από νάρκη, επειδή ο Θεός, για να κόψει την πολλή του ραθυμία και να επαναφέρει την ψυχή του στη φιλοπονία, επέτρεψε να τον καταβάλουν για λίγο τα τεχνάσματα του πονηρού. Τον μετέφεραν τότε στο σπίτι του, όπου στη συνέχεια το κακό επιδεινώθηκε και αυτός κείτονταν πάσχοντας από υδρωπικία· οι γιατροί τον απέλπισαν εντελώς, και οι συγγενείς και οι φίλοι κάθονταν γύρω του κλαίγοντας για το τέλος του και τον αποχωρισμό.
Σε τέτοια λοιπόν βαρύτατη κατάσταση όντας εκείνος και περιμένοντας πλέον τον θάνατο, σήκωσε μετά βίας το βλέμμα του, όσο μόνο για να δει αμυδρά, και ζήτησε από τους παρόντες να φύγουν για λίγο. Όταν τον άφησαν μόνο στην ησυχία, στράφηκε προς τον τοίχο, όπως κάποτε ο μέγας Εζεκίας (Δ’ Βασ. 20:2), και προσευχήθηκε στον Θεό με συντριβή καρδιάς λέγοντας τα εξής: «Θεέ των δυνάμεων, εσύ που είπες· “Όταν μετανοήσεις και στενάξεις, τότε θα σωθείς” (Ησ. 30:15), εσύ ρίξε το βλέμμα σου σ’ εμένα και λύτρωσέ με από αυτή την ανάγκη και τη συμφορά που με έχει κυριεύσει». Στο μεταξύ του ήρθε στον νου να επικαλεστεί για το πάθος του και τον μέγα Ευθύμιο, και του ζητούσε να μεσιτεύσει προς τον Θεό και ευχόταν μέσω αυτού να γίνει καλά.
Στη συνέχεια ήρθε σαν σε έκσταση και είδε να παρουσιάζεται κάποιος ασπρομάλλης με στολή μοναχού και να του λέει: «Τι θέλεις να σου κάνω;» Αυτός, νιώθοντας και φόβο και χαρά, τον ρώτησε: «Ποιος είσαι εσύ, δέσποτα;» «Ο Ευθύμιος», απάντησε εκείνος, «που εσύ ο ίδιος με κάλεσες πριν από λίγο. Καθόλου μη δειλιάσεις από την παρουσία μου. Ας δω όμως από τι πάσχεις και ποιο μέρος του σώματός σου υποφέρει».
Ο άρρωστος έδειξε την κοιλιά του, και ο άγιος ένωσε τα δάχτυλά του ίσια και με αυτά σαν με μαχαίρι έκοψε την εξογκωμένη εκείνη κοιλιά ώστε να βγει και να χυθεί το υγρό της αρρώστιας. Έβγαλε κατόπιν από την κοιλιά κάτι σαν πέταλο φτιαγμένο από κασσίτερο που είχε μερικά σημάδια και το έβαλε σε ένα τραπέζι για να το δει ο άρρωστος. Έπειτα ένωσε με το χέρι του την τομή, την εξαφάνισε κάνοντας το μέρος ακέραιο και υγιές, και του είπε όλα όσα συνέβησαν, ότι δηλαδή κάποιος του φθόνησε την περιουσία και πλήρωσε μάγο, ο οποίος κάλεσε τους δαίμονες.
Και πρόσθεσε: «Οι πανουργίες του εχθρού δεν θα σε είχαν καταβάλει έτσι, αν εσύ ο ίδιος δεν του έδινες τις λαβές. Βλέπεις δηλαδή πόσος καιρός πέρασε που ούτε στην εκκλησία σκέφτηκες να πας, ούτε να προσέλθεις στα άχραντα μυστήρια, αλλά ζούσες με αμέλεια χωρίς να φροντίζεις για την ψυχή σου. Καθώς λοιπόν ο Θεός σού έδειξε το έλεός του, πρόσεχε από εδώ και πέρα τον εαυτό σου και καθόλου πλέον να μην αμελείς τη σωτηρία σου».
Ο Ρωμανός, όταν τα άκουσε αυτά, σηκώθηκε αμέσως υγιής, καθώς ο όγκος της κοιλιάς του είχε πλέον εξαφανιστεί. Κάλεσε τότε τους δικούς του και τους διηγήθηκε την επίσκεψη του αγίου και την παράδοξη εκείνη τομή με τα δάχτυλα, και όλη γενικά την οπτασία. Και από τότε και στο εξής, την ημέρα της θαυματουργίας, έκανε κάθε χρόνο μεγάλη γιορτή ως απόδοση ευγνωμοσύνης στον άγιο.
Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Δ’, Υπόθεση ΛΔ’ (34). Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 322.