Όλα τα μέρη μαστίζονταν από την πείνα, ιδίως η Θεσσαλονίκη κινδύνευε να αφανισθεί. Αλλά ο Μέγας Δημήτριος, δεν άφησε την πόλη να αφανισθεί. Κάποιος πλοίαρχος, ο οποίος εμπορευόταν σιτάρι, φόρτωσε εκείνο τον καιρό το πλοίο του για να το μεταφέρει στην Ευρώπη. Τη νύχτα λοιπόν εφάνη ο Άγιος Δημήτριος στον ύπνο του και του είπε: « Το σιτάρι αυτό που υπολογίζεις να το πας;»
Ο πλοίαρχος απεκρίθη: « Στην Ευρώπη σκοπεύω να το πάω, αν το θέλει ο Θεός». Ο Άγιος του είπε: « Άκουσέ με, να το φέρεις στη Θεσσαλονίκη και να το πουλήσεις όπως θέλεις, διότι υπάρχει πολλή πείνα και ακρίβεια. Και πάρε αμέσως τρία φλουριά και φέρε το φορτίο εκεί για να λάβεις το υπόλοιπο της αξίας του».
Το πρωί ξύπνησε ο πλοίαρχος και είδε στα χέρια του τρία φλουριά. Είπε δε προς τους άλλους ναύτες: « Απόψε είδα στον ύπνο μου έναν στρατιώτη, ο οποίος είπε να πάμε το σιτάρι στην Θεσσαλονίκη. Και να μου έδωσε και τρία φλουριά σαν εγγύηση. Θέλετε να το πάμε εκεί; Διότι μου είπε πως υπάρχει μεγάλη πείνα στη Θεσσαλονίκη και πως θα κερδίσουμε περισσότερα απ’ότι στην Ευρώπη. Διότι στην Ευρώπη πηγαίνουν και άλλα πλοία, ενώ προς την Θεσσαλονίκη μόνο εμείς.»
Οι ναύτες προθυμοποιήθηκαν να μεταφέρουν το σιτάρι στη Θεσσαλονίκη, αλλά ο διάβολος, θέλων να εμποδίσει την καλοσύνη του Αγίου, διήγειρε τρικυμία, ώστε το πλοίο κινδύνευσε δύο φορές να βυθιστεί. Όμως ο Μέγας Δημήτριος, όσες φορές κατελαμβάνοντο υπό της τρικυμίας, παρίστατο μπροστά τους και τους ενθάρρυνε και φαινόταν οφθαλμοφανώς στο πέλαγος και τους εδείκνυε το δρόμο.
Έτσι, με τη βοήθεια του Θεού έφθασαν στη Θεσσαλονίκη. Μόλις άκουσαν οι Θεσσαλονικείς ότι ήλθε πλοίο με σιτάρι, εδόξασαν τον Θεό και πήγαν στο λιμάνι, όπου πουλήθηκε το σιτάρι. Όταν ο πλοίαρχος διηγήθηκε το όραμα, οι Θεσσαλονικείς γνώρισαν πως ήταν ο Μέγας Δημήτριος που διαφύλαγε την πόλιν του.