Κάποιος ασκητής που κατοικούσε στο όρος Χολομώντα, όταν άκουσε πως ο Άγιος Δημήτριος αναβλύζει μύρο άφθονο από τον τάφο, δεν το πίστευε. Συλλογιζόταν πως στο μέρος εκείνο υπάρχουν και άλλοι Άγιοι οι οποίοι υπέμειναν περισσότερα μαρτύρια για το όνομα του Χριστού, όμως δεν ανέβλυσαν μύρο, και αυτός για ποιο μαρτύριο δοξάσθηκε τόσον από τον Θεόν; Ο Θεός λοιπόν, θέλησε να τον βεβαιώσει, ότι η μυροβλυσία είναι αλήθεια.
Μια νύχτα αφού τελείωσε ο ασκητής την ακολουθία του, έπεσε να κοιμηθεί και φάνηκε σε αυτόν σαν να βρέθηκε στην Θεσσαλονίκη, μέσα στην Εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, και εκεί μπροστά του βλέπει τον άνθρωπο ο οποίος κρατούσε τα κλειδιά του τάφου του Αγίου, προς τον οποίο είπε: «Άνοιξε μου να προσκυνήσω».
Του άνοιξε και μπήκε μέσα στο κουβούκλιο να προσκυνήσει, οπότε είδε ότι όλος ο τάφος ήταν βρεγμένος από μύρο και ευωδίαζε και είπε προς τον φύλακα του τάφου: «Σε παρακαλώ, έλα να σκάψουμε εδώ να δούμε από που έρχεται το μύρο».
Του φάνηκε ότι έφεραν τα εργαλεία και άρχισαν να σκάβουν και βρήκαν ένα μεγάλο μάρμαρο, το οποίο σήκωσαν με πολύ κόπο και αμέσως φάνηκε το σώμα του Αγίου φωτεινό, από το οποίο ανέβλυζε μύρο άφθονο που χυνόταν από τις οπές, τις οποίες άνοιξαν στο σώμα του Μάρτυρος οι λόγχες των δημίων.
Ο ασκητής από τον τρόμο του, φοβούμενος να μην πνιγεί, φώναξε δυνατά: «Άγιε Δημήτριε βοήθησε με». Μετά την φωνή αυτή συνήλθε και είδε ότι ήταν βρεγμένος από μύρο και αυτός και τα ενδύματα του.
Αμέσως ο ασκητής ήλθε στην Θεσσαλονίκη, κηρύττοντας το θαύμα του Αγίου και δόξασε τον Θεό. Έμεινε στο Ναό αρκετές ημέρες και κατόπιν επέστρεψε στο ασκητήριό του, λέγοντας : «Μέγας, αληθώς, είναι ο Άγιος Δημήτριος»