Άλλη μια νομική μάχη, σε σχέση με τα τεκταινόμενα στην Μονή Αββακούμ, βρίσκεται σε εξέλιξη ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, το οποίο εξετάζει αίτημα των συνηγόρων υπεράσπισης των μοναχών για έκδοση προνομιακού διατάγματος Certiorari, αναφορικά με τα τεκμήρια που κατασχέθηκαν από την Αστυνομία, τα οποία ωστόσο είχαν παραληφθεί κατά την «επιχείρηση» του Μητροπολίτη Ταμασού, το απόγευμα της 5ης Μαρτίου, οπότε και ξέσπασε το ιερό σκάνδαλο που κλονίζει την Εκκλησία τους τελευταίους σχεδόν έξι μήνες.

Η απόφαση του Δικαστηρίου, κρίνεται καθοριστικής σημασίας, αφού ενδεχομένως να επηρεάσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την εκδίκαση της υπόθεσης σε βάρος των Αρχιμανδριτών που αρχίζει ενώπιον του Κακουργιοδικείου, περί τα τέλη Σεπτεμβρίου, ενώ σε περίπτωση που κριθεί πως τα τεκμήρια παραλήφθηκαν με παράνομο τρόπο, τότε πιθανόν να ακολουθήσουν και άλλες εξελίξεις.

Επί της ουσίας, ο δικηγόρος των μοναχών, Ευστάθιος Ευσταθίου, υποστηρίζει πως τα τεκμήρια περισινελέγησαν από την Μονή παράνομα, καθώς, όπως υποστηρίζει ενώπιον Δικαστηρίου, δεν εξασφαλίστηκε σχετικό ένταλμα έρευνας, δεδομένου πως η Μονή θεωρείται ως το σπίτι των μελών της αδελφότητας, παραπέμποντας στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας.

Βέβαια, θα πρέπει να σημειωθεί πως με βάση τα όσα προκύπτουν από την διαδικασία ενώπιον Δικαστηρίου, τα τεκμήρια για την υπόθεση κατασχέθηκαν από την Αστυνομία στις 21 Ιουνίου, ωστόσο αυτά είχαν παραληφθεί κατά την επιδρομή της Μητρόπολης Ταμασού στην Μονή από τον περασμένο Μάρτιο, όπου μεταξύ άλλων είχαν κατασχεθεί χρηματικό ποσό που ξεπερνά τις 800.000 ευρώ, ιερά οστά Αγίων, σταυροί καθώς επίσης και άλλα τιμαλφή.

Tο αίτημα για το certiorari συνυπογράφεται από έξι πρόσωπα, ενώ πέραν από τους μοναχούς της αδελφότητας, το υπογράφουν και δυο πολίτες.

Είναι η θέση των μοναχών, που περιγράφουν τα γεγονότα της 5ης Μαρτίου, πως επρόκειτο για μια «απροειδοποίητη είσοδο υπό μορφή εισβολής στην Ιερά Μονή», με είκοσι περίπου άτομα, τα οποία συνοδεύονταν από κληρικούς. Αρκετά από τα άτομα αυτά, όπως υποδεικνύουν στο Δικαστήριο, έφεραν κουκούλα και κατ’ ουσίαν υποχρέωσαν τους τρεις ευρισκομένους στην Ιερά Μονή, να αποχωρήσουν και να κατευθυνθούν στα Γραφεία της Ιεράς Μητροπόλεως Ταμασού.

Επιπλέον, όπως υποστηρίζουν οι μοναχοί, αργά το απόγευμα της ίδιας ημέρας, άλλη μια ομάδα κουκουλοφόρων έφθασαν στην Ιερά Μονή και αφαίρεσαν τα τεκμήρια, ενώ αναφέρουν πως τα εν λόγω πρόσωπα, αφαίρεσαν από το γραφείο του Ηγουμένου της Μονής τα έγγραφα και βιβλία της Ιεράς Μονής και ιδιωτικά έγγραφα και αντικείμενα.

«Στη συνέχεια, τα άτομα αυτά, παρακρατώντας από τους τρεις αδελφούς μας τα κλειδιά της Ιεράς Μονής και τα κινητά τους τηλέφωνα, παρέμειναν επί τόπου, έχοντας τον πλήρη έλεγχο της Ιεράς Μονής και την πρόσβαση σε όλους τους χώρους της. Στις 19.10 της ίδιας ημέρας, δεύτερη ομάδα κουκουλοφόρων αφίχθη στην Ιερά Μονή και αφαίρεσαν τα τεκμήρια που περιλαμβάνονται στον κατάλογο τεκμηρίων που συνοδεύει την αίτηση. Παραλλήλως, επειδή τα άγνωστα σε αυτά άτομα είχαν στην κατοχή τους τα κλειδιά από όλους τους χώρους της Ιεράς Μονής, αφαίρεσαν από το γραφείο του Ηγουμένου της μονής τα έγγραφα και βιβλία της Ιεράς Μονής και ιδιωτικά δικά μας έγγραφα και αντικείμενα, δηλαδή των αδελφών της Ιεράς Μονής. Στη συνέχεια, αργά το βράδυ, αλλάχθηκαν οι κλειδαριές της Ιεράς Μονής και πλέον απαγορεύεται η είσοδος σ’ αυτήν. Οι δε αδελφοί της Ιεράς Μονής διατάχθηκαν να εγκαταβιώσουν σε άλλη Ιερά Μονή, οι δε πρώτος και δεύτερος εξ ημών αφεθήκαμε ελεύθεροι, να βρούμε να στεγασθούμε, όπου μπορούμε;»

Περαιτέρω, όπως αναφέρουν στην αίτηση, τα τεκμήρια τα οποία κατακρατούνται αφαιρέθηκαν παρανόμως την 5.3.2024 από μη-αστυνομικούς και δη κουκουλοφόρους αγνώστων λοιπών στοιχείων, οι οποίοι, κατά τη θέση τους, διέπραξαν πληθώρα ποινικών αδικημάτων, ενώ υποδεικνύουν πως η Αστυνομία «είναι όλα αυτά τα παρανόμως κτηθέντα που θέλει να κρατήσει».

Την ίδια ώρα, η πλευρά των μοναχών αντικρούει τις αναφορές πως τα τεκμήρια αυτά παραλείφθηκαν από την Μητρόπολη, η οποία υποστηρίζει ότι έχει δικαιοδοσία. Και αυτό διότι, στο αίτημα ο δικηγόρος της αδελφότητας, σημειώνει πως η Ιερά Μονή Οσίου Αββακούμ είναι νομικό πρόσωπο, ασχέτως νομικής προσωπικότητος, χωριστό από αυτό της Ιεράς Μητροπόλεως Ταμασού και συνεπώς, δύναται να αποκτά και να κατέχει δική της περιουσία, η οποία ανήκει στην κυριότητα της.

Όπως σημειώνει, «η Ιερά Μονή διοικείται από δικό της όργανο, το Ηγουμενοσυμβούλιο της, που εκλέγεται για συγκεκριμένη χρονικώς θητεία από την Αδελφότητα της Μονής και το οποίο είναι αποκλειστικώς υπεύθυνο για την διαχείριση της περιουσίας της Μονής. ο επιχώριος Μητροπολίτης, δηλαδή ο Μητροπολίτης Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐας, αρκείται μόνον στην πνευματική και κανονική εποπτεία της Ιεράς Μονής, η οποία εποπτεία περιορίζεται μόνον στον έλεγχο συμβατότητας με τους ιερούς κανόνες του τρόπου ζωής των μοναχών αυτής και του τρόπου διαχειρίσεως της περιουσίας της».

Περαιτέρω, υποδεικνύεται πως από την στιγμή που η Μονή Αββακούμ αποτελεί τον τόπο κατοικίας και διαμονής αλλά και λατρείας, τυγχάνει προστασίας ως κατοικία, με βάση τα συνταγματικά δικαιώματα προστασίας της κατοικίας, προστασίας του χώρου λατρείας, της θρησκευτικής ελευθερίας, του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και του δικαιώματος ιδιοκτησίας ή περιουσίας.

Από εκεί και πέρα, σε ό,τι αφορά την κατάσχεση των τεκμηρίων από την Αστυνομία, η υπεράσπιση των μοναχών χαρακτηρίζει ως «αντικανονική, παράτυπη και άκυρη» την συγκεκριμένη διαδικασία, η οποία κατά την θέση τους, παραβιάζει τους σχετικούς κανονισμούς, αφού δεν στηρίζεται στα ορθά άρθρα και Νόμους.

Τόσο οι μοναχοί, όσο και οι δικηγόροι τους, κάνουν ειδική αναφορά στον τρόπο που η Αστυνομία παρέλαβε τα συγκεκριμένα τεκμήρια, σημειώνοντας μεταξύ άλλων, πως δεν προσήλθαν με καθαρά χέρια ως απαιτείται από τη σχετική Νομολογία, ενώ υποστηρίζουν πως τα μέλη της Αστυνομίας, αποκρύπτουν και δεν αποκαλύπτουν ουσιαστικά γεγονότα που όφειλαν να αποκαλύψουν ενώπιον του Δικαστηρίου, τόσο κατά την έκδοση του εντάλματος έρευνας όσο και μεταγενέστερα αυτού.

«Είναι αυτά, τα παρανόμως κτηθέντα που θέλουν να κρατήσουν. Πώς τα έπιασαν; Όπως μου αναφέρει ο αυτόπτης μάρτυρας κος χχχ, αυτοί που έπιαναν την περιουσία, δεν ήταν αστυνομικοί. Ως εκ τούτου, ως προϊόν παρανομίας δεν μπορούσαν να τύχουν οποιουδήποτε άλλου χειρισμού ούτε και να νομιμοποιηθούν εκ των υστέρων μέσω της αιτήσεως κατακρατήσεως όπως έγινε στην παρούσα υπόθεση. Ως έντιμα και ειλικρινά πιστεύω, το άδικο ουκ ευλογείται δηλαδή σε καμία περίπτωση μπορεί η εξωφρενική αυτή παρανομία να θεραπευθεί εκ των υστέρων και δή με δικαστικό διάταγμα».

Επίσης αναφέρουν πως, «η αίτηση ημερ.21/06/24 είναι γενική, αόριστη, ασαφής, ελλιπής, ανεπαρκής και καταχρηστική καθότι η ένορκος δήλωση εκ μέρους του αιτών αστυνομικού ημερομηνίας 21/06/24 είναι γενική, αόριστη, ασαφής και οι λόγοι που επικαλείται δεν αποτελούν επαρκείς λόγους για κατακράτηση των εν λόγω αντικειμένων αφού παραλείπει να αναφερθεί σε στοιχεία, γεγονότα και τις προϋποθέσεις που τίθενται για σκοπούς έκδοσης μονομερών ή τέτοιας φύσεως διαταγμάτων».

Καταληκτικά, στην αίτηση για έκδοση διατάγματος που στην ουσία θα κηρύσσει άκυρη την διαδικασία κατάσχεσης τεκμηρίων, εκφράζεται η θέση πως η εισβολή στην Μονή, όπως χαρακτηρίζεται, παραβιάζει συνταγματικά δικαιώματα.

Η διαδικασία ενώπιον Δικαστηρίου που εξετάζει την σχετική αίτηση βρίσκεται σε εξέλιξη, ενώ ένσταση στο αίτημα της πλευράς των μοναχών, έφερε η Εισαγγελία.

Εκκλησία Online
Γράψε το σχόλιό σου

Αφήστε μια απάντηση

Comment moderation is enabled. Your comment may take some time to appear.