Ο Άγιος Φιλούμενος, κατά κόσμον Σοφοκλής Ορουντιώτης, ήταν γέννημα και θρέμμα της αγιοτόκου νήσου Κύπρου. Γεννήθηκε στις 15 του Οκτώβρη του έτους 1913 στην ενορία του Αγίου Σάββα στη Λευκωσία. Η καταγωγή του όμως ήταν από το χωριό της επισκοπής Μόρφου, Ορούντα. Γόνος ευλαβών γονέων –του Γεωργίου και της Μαγδαληνής Χασάπη- και «υποτακτικός» της ευλογημένης γιαγιάς του Αλεξάνδρας, ο Άγιος Φιλούμενος μυήθηκε από πολύ νωρίς σ’ ένα μοναχικό τυπικό ζωής.
Παιδιόθεν έμαθε να προσεύχεται, να νηστεύει, να εκκλησιάζεται και να μελετά την Αγία Γραφή και τα συναξάρια με τους βίους των Αγίων. Ιδιαίτερα του άρεσε να διαβάζει το βίο του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου, του οποίου η βιοτή τόσο τον είχε θέλξει, ώστε άναψε μέσα του έντονη η επιθυμία να αναχωρήσει εκ του κόσμου για να ζήσει την κατά Θεό μοναχική ζωή.
Έτσι, το Καλοκαίρι του 1927 εγκατέλειψε, μαζί με τον αδελφό του Αλέξανδρο (τον μετέπειτα ιερομόναχο Ελπίδιο), το πατρικό του σπίτι και πήγε στο Σταυροβούνι όπου παρέμεινε για 5 χρόνια υποτασσόμενος «εν παντί» στον τότε ηγούμενο, μοναχό Βαρνάβα.
Το 1934 -Θεού τη νεύση- αναχώρησε, μαζί με τον αδελφό του, από τη Μονή του Σταυροβουνιού και μετέβη στα Ιεροσόλυμα για να εγγραφεί στο Γυμνάσιο του εκεί Πατριαρχείου.Στον τρίτο χρόνο φοίτησής του στο Γυμνάσιο εκάρη μοναχός, από τον τότε Πατριάρχη Τιμόθεο Θέμελη και λίγους μήνες μετά χειροτονήθηκε διάκονος. Το 1943 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και έξι χρόνια αργότερα έλαβε και το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτη.
Αποφοιτώντας από τη Σχολή του Πατριαρχείου ο Άγιος Φιλούμενος, παρέμεινε στα Ιεροσόλυμα όπου υπηρέτησε, ως μέλος της Αγιοταφικής αδελφότητας, για 45 συνεχή χρόνια. Σ’ αυτά τα χρόνια διορίστηκε ως ηγούμενος σε διάφορα προσκυνήματα –στην Τιβεριάδα, στην Ιόππη, στη Μονή του Αρχαγγέλου, στη Ραμάλλα, στον Αββά Θεοδόσιο, στον Προφήτη Ηλία, στο Φρέαρ του Ιακώβ- απ’ όπου διακόνησε με πολλή αγάπη και πόνο το εκάστοτε ποίμνιό του.
Ο κόσμος, και κυρίως οι απλοί άνθρωποι με τους οποίους συναναστρεφόταν καθημερινά, στηρίζοντάς τους πνευματικά και υλικά, τον αγαπούσαν και τον σέβονταν. Πολλοί μάλιστα τον ευλαβούνταν από τον καιρό που ήταν εν ζωή, αφού από πολύ νωρίς απέκτησε τη φήμη ενός εξαιρετικού ιερομονάχου και πνευματικού.
Η ζωή του ήταν απλή και ταπεινή – σύμφωνη, όσο ήταν δυνατόν, με το αυστηρό μοναχικό τυπικό που ως παρακαταθήκη παρέλαβε από τους πρώτους πνευματικούς του πατέρες στο Σταυροβούνι. Ο ίδιος ήταν πολύ αυστηρός νηστευτής –συνήθως έτρωγε ελάχιστα και χωρίς να έχει απαιτήσεις για το είδος του φαγητού. Το ίδιο αυστηρός ήταν και στο θέμα της προσευχής και της τέλεσης των ακολουθιών (Στις ακολουθίες ήθελε το τυπικό και η εκκλησιαστική τάξη να τηρείται με πολλή ακρίβεια).
Αγαπούσε τη μελέτη –γι’ αυτό και ήταν καλά καταρτισμένος θεολογικά- και του άρεσε να διηγείται κομμάτια από τα βιβλία που διάβαζε στους προσκυνητές που τον επισκέπτονταν. Πολλές φορές του είχαν προτείνει να φύγει από τα Ιεροσόλυμα για να σπουδάσει και επιστρέφοντας να ανεβεί σε μια ψηλότερη εκκλησιαστική τάξη. Ο Άγιος όμως πάντοτε αρνιόταν, αφού η μόνη του φιλοδοξία ήταν να αντιπροσωπεύει καλά το Μοναστήρι στα ηγουμενεία που διοριζόταν, όντας ένας σωστός μοναχός.
Το τελευταίο προσκύνημα στο οποίο διορίστηκε ήταν στο Φρέαρ του Ιακώβ. Εκεί είχε να αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες γιατί συχνά τον επισκέπτονταν φανατικοί Σιωνιστές απαιτώντας να αφαιρέσει τις εικόνες και το Σταυρό από το ναό. Πολλές φορές μάλιστα τον απειλούσαν ότι θα τον σκότωναν αν δεν έφευγε από το προσκύνημα, αλλά αυτός είχε πάρει την απόφαση να παραμείνει εκεί ό,τι και αν συνέβαινε.
Το απόγευμα της 29ης Νοεμβρίου του 1979, μέρα που η εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του Αγίου μάρτυρος Φιλουμένου –του εν Αγκύρα μαρτυρήσαντος εν έτη 270- «άγνωστοι» εισήλθαν στο Φρέαρ του Ιακώβ και επιτέθηκαν στον Άγιο. Τον σκότωσαν κτυπώντας τον με τσεκούρι στο πρόσωπο, στα χέρια και στα πόδια. Στη συνέχεια βεβήλωσαν την εκκλησία, ενώ φεύγοντας έριξαν και μια χειροβομβίδα καταστρέφοντας το χώρο σχεδόν ολοσχερώς.
Το σκήνωμα του Αγίου μεταφέρθηκε για νεκροψία στο Τελ Αβίβ και παρόλο που οι αρχές το έδωσαν στους πατέρες του Πατριαρχείου μετά από 5 μέρες, δεν παρουσίαζε νεκρική ακαμψία αλλά ήταν μαλακό και ευλύγιστο σαν να ήταν εν ζωή.
Η κηδεία έγινε στο ναό της Αγίας Θέκλας (στις 4 Δεκεμβρίου του 1979), παρόντων των Αγιοταφιτών πατέρων, συγγενών του Αγίου και πλήθους κόσμου, όχι μόνο ορθοδόξων αλλά και ετεροδόξων και μουσουλμάνων. Λίγο αργότερα έγινε και η ταφή του μάρτυρος στο κοιμητήριο της Αγιοταφικής αδελφότητας στην Αγία Σιών.
Τέσσερα περίπου χρόνια μετά το θάνατο του Αγίου Φιλουμένου, στις 30 Νοεμβρίου του 1983, πάρθηκε η απόφαση από το Πατριαρχείο να γίνει η ανακομιδή των οστών του. Όσοι ήταν παρόντες όμως βρέθηκαν μπροστά σε ένα θαυμαστό γεγονός: όταν ανοίχτηκε ο τάφος το σώμα του μάρτυρος ήταν άφθορο και ευωδιάζων, ως άνωθεν επισφράγιση της ένταξής του «εν σκηναίς Αγίων».
Στη συνέχεια ξανακλείστηκε ο τάφος και άνοιξε ξανά στις 26 Δεκεμβρίου του 1984. Το σκήνωμά του Αγίου βρέθηκε και πάλι να ευωδιάζει και να διατηρεί μερική αφθαρσία. Τότε, οι Αγιοταφίτες το τοποθέτησαν στο Ιερό Βήμα του ναού της Αγίας Σιών. Στις μέρες μας έχει ολοκληρωθεί στον τόπο μαρτυρίου του Αγίου περικαλλής τρίκλιτος ναός, του οποίου το ένα κλίτος είναι αφιερωμένο στον Άγιο Φιλούμενο. Εκεί μεταφέρθηκε το 2008 και το σκήνωμά του. Σ’ αυτό προστρέχουν και πολλοί που ευλαβούνται τον Άγιο –όχι μόνο ορθόδοξοι αλλά και άραβες ακόμη και ετερόδοξοι- ζητώντας τις προς τον Κύριο πρεσβείες του. Στις 29 Νοεμβρίου του 2009 έχει γίνει από τη Σύνοδο του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων η επίσημη Αγιοκατάταξη του Αγίου.