ΕΚΚΛΗΣΙΑ ONLINE : Με ένα άθλιο, ανιστόρητο και ρατσιστικό δημοσίευμα προσπαθούν να σπείρουν την διχόνοια ανάμεσα στους χριστιανούς.
Στη δικαιοσύνη προσφεύγουν Ιερείς και Μοναχοί του ΕΚΚΛΗΣΙΑ ONLINE κατά του άρθρου ΄΄Απαγορευμένοι καρποί στο περιβόλι της Παναγίας΄΄ του Τάσου Κωστόπουλου στην ΕΦΣΥΝ.
«Άρθρο 1 Δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους
1.Όποιος με πρόθεση, δημόσια, προφορικά ή δια του τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων, που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου ή την αναπηρία, κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των ως άνω προσώπων, τιμωρείται με φυλάκιση τριών (3) μηνών έως τριών (3) ετών και με χρηματική ποινή πέντε έως είκοσι χιλιάδων (5.000 -20.000) ευρώ.
Το επίμαχο άρθρο:
Απαγορευμένοι καρποί στο περιβόλι της Παναγίας
Τάσος Κωστόπουλος
A-A+
Διακριτικές μαρτυρίες ταξιδιωτών για την παιδεραστία στο Aγιο Oρος
Οταν πριν από έναν χρόνο ξεσπούσε το σκάνδαλο Λιγνάδη, κάποιες συντηρητικές φωνές προσπάθησαν να μεταθέσουν τη συζήτηση από την καταγγελία και καταδίκη του σεξουαλικού καταναγκασμού (βασικό ζητούμενο του κινήματος «Me Too») σ’ έναν γενικευμένο αποτροπιασμό για την «έκλυση των ηθών» που (υποτίθεται πως) έχει φέρει η «υπερβολική» ανεκτικότητα των τελευταίων δεκαετιών. Με τη σχετική δίκη σε εξέλιξη, και τον ανεκδιήγητο υπερασπιστή του υποδίκου να επιδίδεται σε ρεσιτάλ ομοφοβίας, η στήλη έκρινε καλό να υπενθυμίσει ότι το επίμαχο αδίκημα της παιδεραστίας έχει στον τόπο μας μακρά παράδοση – με ιδιαίτερες μάλιστα επιδόσεις στο κατεξοχήν προπύργιο του εγχώριου εθνοθρησκευτικού συντηρητισμού: το Αγιο Ορος.
«Είναι η πρώτη δίκη στον κόσμο που θα έχουμε βιασθέντα άντρα. Αφορά ένα παγκόσμιο κίνημα με σκοπό να εμπεδωθεί ένα τρίτο φύλο» | Αλέξης Κούγιας (12/2/2022, για τη δίκη Λιγνάδη)
Αυτό το τελευταίο δεν είναι, φυσικά, καθόλου περίεργο. Η απόλυτη απαγόρευση της γυναικείας παρουσίας στο «περιβόλι της Παναγιάς», επόμενο είναι να παροχετεύει τη σεξουαλικότητα των κατοίκων του σε άλλες κατευθύνσεις. Λιγότερο αυστηρή υπήρξε, έτσι, ιστορικά η εφαρμογή μιας άλλης απαγόρευσης: της εισόδου στον Αθω «αγενείων» (αγοριών που δεν έχουν βγάλει ακόμη γένια). Οι σχετικές μαρτυρίες, από επισκέπτες που δεν έκρυψαν τον ενθουσιασμό τους για τη male only μοναστική κοινότητα, παρουσιάζουν ενδιαφέρον κυρίως για όσα διακριτικά υπαινίσσονται.
Ξεκινάμε με το πιο πρόσφατο δείγμα: το δημοσιευμένο ημερολόγιο του Νίκου Καζαντζάκη από την επίσκεψή του εκεί το 1914: «Θείο αληθινά το ανέβασμά μας στις Καρυές. Φτάνομε: τρεις πειρασμοί καλογέρων: τα σπανά, η φιλαργυρία και η φιλαρχία. Θυμήσου τον κρυφό τρόπο που μας κατέδιδε τα έκτροπα του Αγ. Ορους ο θυρωρός της Αθωνιάδος» («Αγιον Ορος», Ηράκλειο 2020, σελ. 6).
Στην αυτοβιογραφική «Αναφορά στον Γκρέκο», το συμβάν μεταφέρεται, λογοτεχνική αδεία, στη Μονή Αγίου Παύλου:
«‒ Είδες εσύ ποτέ σου, άγιε πορτάρη, τον Πειρασμό; ρώτησε ο φίλος μου
‒ Πώς δεν τον είδα; Τον είδα.
‒ Πώς είναι;
‒ Σπανός, στρουμπουλός, αφράτος, δώδεκα χρονών.
Σώπασε, μας κοίταξε, μας έκλεισε το μάτι:
‒ Είδατε τον άγιο ηγούμενό μας; Πώς σας φάνηκε; Να ’χετε την ευκή του!
Εσκασε στα γέλια και πήγε πάλι και ταμπουρώθηκε πίσω από την πόρτα» (Αθήνα 1965, σελ. 260-1).
Δυο αιώνες νωρίτερα (1745), ένας άλλος επισκέπτης, ο Ρωσοουκρανός Βασίλι Γκριγκόροβις Μπάρσκι, κατέθετε –ύστερα από εντεκάμηνη παραμονή στο Ορος– τη δική του, σαφώς κατατοπιστικότερη μαρτυρία:
«Απαγορεύεται η είσοδος στις γυναίκες από παλιά και μέχρι σήμερα τηρείται, με την ευλογία του Θεού. Επίσης απαγορευόταν η είσοδος και σε κάθε νέο και αγένειο, τώρα όμως παραβιάστηκε τούτο, από αιτίες θεάρεστες και μη. Πολλοί που δεν μπορούσαν να πληρώσουν τους τουρκικούς φόρους και να υποφέρουν την αυθαιρεσία, βιαζόμενοι να απαρνηθούν την πίστη τους, καταφεύγουν στο Αγιο Ορος και απαλλάσσονται· άλλοι δε από αυτούς δουλεύουν ως λαϊκοί κι άλλοι, όσοι το θέλουν, κείρονται μοναχοί, γιατί εκεί παρά το νόμο κείρουν και αφιερώνουν νέους. Αλλους τους παίρνουν οι μοναχοί από τις πόλεις και τα χωριά και τους φέρνουν μαζί τους στο Αγιον Ορος, βλέποντας τη μεγάλη κακομεταχείριση και την βία που υποφέρουν από τους Αγαρηνούς. Επίσης [παίρνουν] κι άλλους, που είναι φτωχοί με χήρες μανάδες ή που οι πατεράδες τους έχουν μεγάλο χρέος και πέφτουν στα πόδια των μοναχών που έρχονται στον κόσμο για ζητεία και τους ικετεύουν με δάκρυα να τους πάρουν μαζί τους και να σταθούν δεύτεροι γονείς γι’ αυτούς. Κι αυτές είναι οι θεάρεστες προθέσεις των Αγιορειτών. Τις δε μη θεάρεστες μπορεί ο καθένας να τις καταλάβει» (Β. Γκ. Μπάρσκι, «Τα ταξίδια του στο Αγιον Ορος», Αγιορείτικη Εστία – Μουσείο Μπενάκη, Θεσ/νίκη 2009, σελ. 567).
Στο μεσοδιάστημα των δυο αφηγήσεων, μια πιο διακριτική περιγραφή του ίδιου φαινομένου συναντάμε σε άρθρο του Γάλλου ζωγράφου Ντομινίκ Παπετί, που επισκέφθηκε τον Αθω το καλοκαίρι του 1846 και την επόμενη χρονιά δημοσίευσε τις ταξιδιωτικές και καλλιτεχνικές αναμνήσεις του στη δημοφιλή «Επιθεώρηση των Δύο Κόσμων».
Το κλειδί, εδώ, βρίσκεται στην επισήμανση του κριτηρίου, βάσει του οποίου διενεργούνταν το καλογερικό παιδομάζωμα: την επιλογή των ανηλίκων δεν καθόριζε ούτε η έμφυτη ευλάβεια ούτε η φιλομάθεια, αλλά η ομορφιά τους· ιδιότητα φαινομενικά άσχετη με την απάρνηση των εγκοσμίων που εκπροσωπεί ο μοναχισμός. Ολα ξεκίνησαν με μια τυχαία παρατήρηση του Παπετί, κατά την επίσκεψή του στη Μονή Ιβήρων:
«Στους πάνω ορόφους πήρα είδηση κάτι νέα παιδιά που κρυβόντουσαν βλέποντας ότι τράβηξαν την προσοχή μου. Δεν μπόρεσα να παρατηρήσω παρά μόνο φευγαλέα τα χαριτωμένα πρόσωπά τους, τα πλαισιωμένα από θαυμάσια κυματιστά μαλλιά. Καθώς θυμήθηκα τον νόμο που απαγορεύει στις γυναίκες την πρόσβαση στο Αγιο Ορος, ρώτησα τον οδηγό μου από πού προέρχονταν αυτά τα παιδιά, και ιδού τι έμαθα. Οι μοναχοί του Αθωνος έχουν όλες τις περιουσίες τους στη Μολδαβία και τη Βλαχία· από εκεί βγάζουν τα εισοδήματά τους, που είναι αξιόλογα. Πηγαίνουν κάθε χρονιά να εισπράξουν τις προσόδους τους κι επιστρέφουν κουβαλώντας μαζί τους τα πιο όμορφα παιδιά των κολίγων τους. Μεγαλωμένα στο μοναστήρι, αυτά τα παιδιά κείρονται αργότερα μοναχοί, οι δε αδερφοί τους που έμειναν στη Βλαχία δουλεύουν γι’ αυτά. Ετσι συμπληρώνονται τα κενά που η ηλικία και η αρρώστια προκαλούν κάθε χρόνο μεταξύ των μοναχών» (Dominique Papety, «Les peintures byzantines et les couvents de l’Athos», «Revue des Deux Mondes», 18, 1847, σελ. 782-3).
Προσθήκη σχολίου