Μέ εὔλογη συγκίνηση καί ἀγαθές ἐλπίδες προπέμψαμε γιά τήν “ποθεινή πατρίδα” ἄλλον ἕναν “ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ”, μία δούλη καί διδακτή Θεοῦ, τήν ἀοίδιμη Μαρία Τσολάκη, μεγάλη εὐεργέτιδα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίων Ραφαήλ, Νικολάου καί Εἰρήνης Γουμενίσσης-Γρίβας καί κατ᾽ ἐπέκτασιν τῆς Μητροπόλεώς μας, ὅπως καί πλείστων ἀναγνωστῶν τῆς ἀποκαταστάσεως τοῦ ἐξαισίου ἱστορικοῦ τους.
Ὥριμη στήν ἡλικία, 98 ἐτῶν, μέ μιάν ἔκτυπη ἁπλότητα καί ἀγαθότητα, καθαρότητα καί εἰλικρίνεια, καλοσύνη καί ἀσκητικότητα δι᾽ ὅλου τοῦ βίου της, ἐκκλησιακή λατρευτικότητα καί πιστότητα, μέ ἐλεημοσύνες και θεόδεκτες προσευχές για ἀναρίθμητους ἀνθρώπους.
Ὑπηρέτησε θεόκλητα τήν ἐκφαντορική ἀποκάλυψη τῶν ἁγίων νεοφανῶν Μαρτύρων τῆς Λέσβου Ραφαήλ, Νικολάου καί Εἰρήνης καί, μέ τίς θεόδοτες μαρτυρίες της γιά τήν ἀνεύρεση τοῦ μνημείου και τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Διακόνου Νικολάου, πού ἐπιβεβαιώθηκαν μετά ἀπό μῆνες ἐπακριβῶς στις 13 Ἰουνίου 1960, ἔγινε ἡ βασικότερη ἀφορμή γιά νά πιστέψει ὅλο το χωριό, γιά νά πιστέψει ὅλο τό νησί, γιά νά πεισθεῖ ὁ σοφός, πολυτάλαντος καί χαριτωμένος Μητροπολίτης Ἰάκωβος Κλεόμβροτος, ὥστε να δοθεῖ ἡ συνέχεια τῆς Πατριαρχικῆς καί οἰκουμενικῆς ἀκτινοβολίας τῶν ἁγίων Νεοφανῶν Μαρτύρων.
Ἡ ἄμεση προσωπική μαρτυρία αὐτῆς τῆς ἁπλουστάτης καί θεοφορουμένης γυναικός χρησιμοποιήθηκε ἀπό τόν Κύριο, γιά τήν ἐκκλησιαστική ἀναγνώριση τῶν Νεοφανῶν Μαρτύρων.
Ὅποιος μελετήσει μέ σοβαρότητα τό “Σημεῖον Μέγα” τοῦ Φώτη Κόντογλου (προπαντός στήν Α΄ ἔκδοση), ὅποιος μελετήσει τά ἡμέτερα βιβλία “Ἡ ζωή ἐκ τάφων” και το νεότερο δίτομο ἔργο “Ἡ ἀποκάλυψη καί οἱ ἐμφανίσεις τῶν Νεοφανῶν Μαρτύρων Ραφαήλ, Νικολάου και Εἰρήνης”, θά βεβαιωθεῖ ἀπόλυτα ὅτι “σπονδυλική στήλη” αὐτοῦ τοῦ ἁγίου ἱστορικοῦ ὑπῆρξε αὐτή ἡ ἀνιδιοτελής, ἁπλουστάτη, ἀφανής, ἀκενόδοξη, σεμνοτάτη, θεοφοβούμενη και θεοφορούμενη ψυχή, τήν ὁποία προπέμψαμε γιά τήν μακαρία ἐν Κυρίῳ ζωή.
Τό σκήνωμά της μεταφέρθηκε στήν Ἱερά Μονή καί ἐτέθη σέ προσκύνηση. Τό ἑσπέρας τοῦ Σαββάτου πρός Κυριακήν τελέσαμε ἀγρυπνία ἐμεῖς, ἐνῶ τό πρωΐ τῆς Κυριακῆς λειτούργησε ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Δράμας κ. Δωρόθεος.
Ἀμφότεροι, ἐν μέσῳ κληρικῶν καί μοναχῶν, τελέσαμε τήν ἐξόδιο ἀκολουθία, στίς 7 μ.μ. τῆς Κυριακῆς, καί τήν κηδεύσαμε σέ διαμορφωμένο τάφο στόν αὔλειο χῶρο τοῦ Καθολικοῦ
Ἐπί τούτῳ ταξίδεψαν και συμμετεῖχαν στήν κηδεία της ἄνθρωποι ἀπό ὅλα τά μέρη τῆς Ἑλλάδος, ἀκόμη κι ἀπό τό ἐξωτερικό, ἀπό Ρουμανία, Μολδαβία καί τίς γειτνιάζουσες χῶρες.
***
Κοιμηθεῖσα ἐν Κυρίῳ μέ τρεῖς ἐκπνοές τό πρωΐ τοῦ Σαββάτου, ἔκλεισε μετά ἀπό ὥρα ὡς ἀφ᾽ ἑαυτῆς τό στόμα, εἰς ἔκπληξιν τῶν εὐτρεπιζόντων καί τῶν κηδευτῶν.
Ἀπό τήν πραεία κοίμησή της τό πρωί τοῦ Σαββάτου μέχρι καί τήν ταφή της, ὅλο αὐτό τό διάστημα τῶν 40 ὡρῶν ἔκθετη στόν καύσωνα τῶν ἡμερῶν, χωρίς νά τοποθετηθεῖ σέ ψυγεῖο καί χωρίς φορμόλη ἤ ἄλλο ὁποιοδήποτε συντηρητικό, διατηροῦσε παράδοξη εὐκαμψία στήν κεφαλή καί σέ ὅλα τά μέλη του σώματός της, ἀκόμη καί στά δάκτυλα.
Τό φαινόμενο αὐτό (πού ἐξέπληξε τούς πάντες καί προπαντός τούς παρευρισκόμενους ἰατρούς ἤ ἐκείνους πού παρακολουθοῦσαν τήν μετάδοση τῆς ἐξοδίου ἀκολουθίας της) ἦταν ἄλλο ἕνα σημεῖο γιά την θεοφοβούμενη καί θεοφορούμενη πολιτεία της καί τήν χαριτωμένη της ὕπαρξη.
Ἡ πληθύς τῶν νέων παρατηροῦσε κανείς τήν.
Ἐπί ἕνα 24ωρο, ἀπό τήν μεταφορά τοῦ σκηνώματος μέχρι τόν ἐνταφιασμό, ὄχι μόνο ὥριμοι, ἀλλά καί νέοι καί παιδιά, πού μέ τίς προσευχές της εἶχαν ἔλθει στή ζωή, παρά τά ἀντιθέτως φρονούμενα τῶν ἐπιστημόνων καί τίς προβλέψεις τῶν εἰδικῶν, προσέρχονταν μέ τούς γονεῖς τους, μέ χαρμολύπη στά πρόσωπά τους, για να ἀσπασθοῦν το σκήνωμα τῆς κοιμηθείσης καί νά λάβουν τήν εὐχή ἀπό τά γεροντικά της χέρια, χαϊδεύοντάς τα…
ἀπό τά χέρια αὐτά πού ἔπλυναν ὅλα τά ἀνευρεθέντα ἱερά λείψανα τῶν Ἁγίων στίς Καρυές τῆς Θερμῆς Λέσβου…
ἀπό τά χέρια αὐτά πού ἄναβαν τό καντήλι καθημερινά στίς Καρυές, ἅμα τῇ εὑρέσει τοῦ ἁγίου Ραφαήλ, παρά τόν φόβο καί τήν ἔκσταση τῆς συγκλονιστικῆς ἐμφανείας του καί τῶν συνεχῶν ἁγιοφανειῶν του ἐν φωτί…
ἀπό τά χέρια αὐτά πού μετά ἀπό ἐνύπνια θαυμαστή ἀποκάλυψη ἔδειξαν στόν μακαρίτη ἄνδρα της τόν Δούκα ποῦ ἦταν ἡ σιαγόνα τοῦ Ἁγίου (ἀνευρεθεῖσα ἀρχές Ἰανουαρίου τοῦ 1960)…
ἀπό τά χέρια αὐτά πού ἔδειξαν τό ἀκριβές σημεῖο τοῦ τάφου τοῦ Διακόνου Νικολάου καί τῆς ἐγκολπίου εἰκόνος τῆς Παναγίας, μετά ἀπό τρεῖς ἐνύπνιες ἀποκαλύψεις, πού ἐπιβεβαιώθηκαν στίς 13 Ἰουνίου 1960…
ἀπό τά χέρια αὐτά πού μοίραζαν ἐλεημοσύνες καί ἐλεημοσύνες σέ φτωχούς καί “ἀγαθούς”, σέ γέροντες καί ταλαιπωρουμένους…
ἀπό τά χέρια αὐτά πού μαγείρευαν καί τάιζαν σέ καθημερινή βάση ἀνθρώπους παραμελημένους ἀπό τήν κοινωνία…
ἀπό τά χέρια αὐτά πού βάπτισαν τόσα παιδάκια, ἀφοῦ πρῶτα ὑψώθηκαν σέ εὐπρόσδεκτες δεήσεις γιά κινδυνεύουσες μητέρες καί ἔμβρυα μέ ἰατρικῶς ἀποκλεισμένη ζωή ἤ ἀρτιότητα (καί ὅμως διασώθηκαν καί μεγάλωσαν καί ἔγιναν γονεῖς νέων παιδιῶν, ὅλοι παρόντες στήν κηδεία της)…
ἀπό τά χέρια αὐτά πού ἄναβαν κεράκια και παρακαλοῦσαν τούς Μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ γιά ἀνθρώπους και ἀνθρώπους κινδυνεύοντες καί πάντοτε ἐφείλκυαν το ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Πῶς λοιπόν νά μήν παραμένουν εὐλύγιστα καί εὔκαμπτα ἐπί 40 ὧρες. Ἦταν τό πρῶτο μεταθανάτιο ἐπισφράγισμα ἀπ᾽ οὐρανοῦ γιά τήν ἁπλουστάτη, ταπεινόφρονα, θεόφρονα, ἁγιασμένη ὕπαρξη τῆς θανούσης, ἀλλά καί ζώσης ἐν Κυρίῳ Μαρίας.
***
Κατά τήν ἐξόδιο Ἀκολουθία, ἐκφωνήσαμε ἀπό καρδιᾶς λόγον ἀγαθόν, εἰς δόξαν τοῦ Κυρίου καί ἐποικοδομήν τῶν πολλῶν συνελθόντων.
Σύντομο ἀποχαιρετιστήριο λόγο ἐκφώνησαν ὁ Μετσοβίτης ἰατρός κ. Ἰωάννης Τσόδουλος (ἐκ τῶν ἰατρῶν πού τήν παρακολουθοῦσαν ὅλα τά χρόνια τῆς ἡλικιακῆς καταβολῆς) καί ἡ Γουμενισσιώτισα οἰκονομολόγος Παναγιώτα Μαυρίδου (οἰκονόμος καί διακονήτριά της ἐπί 5,5 χρόνια).