Κύριλλος και Μεθόδιος: Κατ’ α ρχάς πρέπει να πούμε πως οι άγιοι Κυριλλος και Μεθόδιος δεν είναι οι πρώτοι ιεραπόστολοι που κήρυξαν το Ευαγγέλιο του Χριστού στούς Σλάβους. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος μας πληροφορεί ότι ήδη από την εποχή του αυτοκράτορα Ηρακλείου (610-640) είχε αρχίσει ο εκχριστιανισμός των Σλάβων. Ο Ηράκλειος έφερε τότε πρεσβυτέρους από τη Ρώμη στη Βαλκανική, για να κηρύξουν το Ευαγγέλιο στους Σέρβους και να τους βαπτίσουν . Το έργο αυτό συνέχισε το Βυζάντιο στους Σλάβους και στους κατοπινούς αιώνες.

Κύριλλος και Μεθόδιος: Η αποτίμηση της προσφοράς τους

Είναι γνωστό επίσης ότι και οι Ρώσοι μετά την αιφνιδιαστική επίθεση κατά του Βυζαντίου, τη γνωστή έφοδο των Ρως (860), δέχτηκαν όχι μονάχα ιεραποστόλους, αλλά και επίσκοπο για την οργάνωση της νεοσύστατης Εκκλησίας .

Πρέπει να επισημάνουμε ότι ακόμη και στη Μεγάλη Μοραβία (το κατ’ ε ξοχήν πεδίο ιεραποστολής των δύο αδελφών ) είχε διαδοθεί ο χριστιανισμός πριν από την άφιξή τους στη χώρα αυτή. Οι πηγές δεν αφήνουν καμία αμφιβολία γι’ αὐτό. Ας δούμε λοιπόν τι μας λένε οι πηγές. Στο Βίο του αγίου Κυρίλλου ο ηγεμόνας των Μοραβών Ραστισλάβος παραγγέλλει στον αυτοκράτορα Μιχαήλ τον Γ´: « Μολονότι ο λαός μας απαρνήθηκε την ειδωλολατρία και τηρεί τον χριστιανικό νόμο, εν τούτοις δεν έχουμε διδάσκαλο τέτοιον που να μπορεί να μας εξηγήσει την ορθή πίστη στη δική μας γλώσσα, ώστε, βλέποντας αυτό και οι άλλοι λαοί, να μας μιμηθούν. Γι αυτόστείλε μας, δέσποτα, επίσκοπο και τέτοιον διδάσκαλο. Διότι από εσάς απορρέει προς όλες τις χώρες ο καλός νόμος» . Στο Βίο του αγίου Μεθοδίου ο Ραστισλάβος είναι σαφέστερος: « Με το έλεος του Θεού είμαστε υγιείς, ήρθαν δε σε εμάς πολλοί διδάσκαλοι χριστιανοί από τους Λατίνους, τους Ελληνες και τους Γερμανούς, διδάσκοντάς μας διαφορετικά. Εμείς όμως οι Σλάβοι είμαστε άνθρωποι απλοϊκοί και δεν έχουμε ποιόν να μας διδάξει την αλήθεια και να μας εξηγήσει τη γνώση. Γι αυτό, κράτιστε δέσποτα, στείλε μας άνδρα ο οποίος θα μας κατευθύνει σε όλη την αλήθεια » . Όλα αυτά σημαίνουν ότι στη Μοραβία δρούσαν από πολύ καιρό ιεραποστολικές ομάδες από τη Γερμανία, το Βυζάντιο και την Ιταλία. Ό λοι τους κήρυτταν « Χριστόν εσταυρωμένον », αλλά χρησιμοποιούσαν διαφορετικές ιεραποστολικές μεθόδους, διαφορετική λειτουργική πρακτική και διαφορετικό κανονικό δίκαιο.

Ο Ραστισλάβος με το αίτημά του αυτό δεν ήθελε να αυξήσει τον αριθμό των ιεραποστολικών ομάδων κατά μία. Ηθελε διδασκάλους που θα δίδασκαν το λαο στη μητρική του γλώσσα, που θα λειτουργούσαν στη σλαβική, που θα μετέφραζαν στη γλώσσα αυτή, που αργά ή γρήγορα θα εκτόπιζαν τους άλλους ιεραποστόλους, που θα οργάνωναν και θα δημιουργούσαν αυτοκέφαλη Εκκλησία της Μοραβίας και η χώρα θα αποκτούσε μαζί με την πολιτική και την εκκλησιαστική της ανεξαρτησία. Οι δύο άγιοι αδελφοί δεν κατόρθωσαν να πραγματοποιήσουν όλες τις επιθυμίες του Ραστισλάβου, όμως πέτυχαν να δώσουν το πολυτιμότερο αγαθό στούς Σλάβους, τον γραπτό σλαβικό λόγο.

Ο Κωνσταντίνος ως διδάσκαλος της σλαβικής γλώσσας

Ο Κωνσταντίνος από την πρώτη στιγμή της αφίξεώς του στη Μοραβία λειτούργησε ως διδάσκαλος της σλαβικής γλώσσας. Ο ηγεμόνας Ραστισλάβος, που τον υποδέχθηκε με μεγάλες τιμές, αμέσως « συνέλεξε μαθητές (και) τους παρέδωσε [σ’ αὐτόν ] για να τους διδάξει ». Και σε σύντομο χρονικό διάστημα ο διδάσκαλος μετέφρασε ολόκληρη την εκκλησιαστική τάξη και τους δίδαξε τον Ό ρθρο, τιςὨρες, τη Λειτουργία, τον Εσπερινό, το Απόδειπνο και τα θεία μυστήρια . Τα αντικείμενα δηλαδή της μεταφράσεως και της διδασκαλίας του ήταν λειτουργικά, οι Ακολουθίες του νυχθημέρου και των ιερών μυστηρίων. ’ ρα οι μαθητές του μάθαιναν την παλαιοσλαβική γλώσσα και εξοικειώνονταν με τη λειτουργική ζωή, συνεπώς ο προορισμός τους ήταν προδιαγεγραμμένος, θα ήταν οι αυριανοί κληρικοί της Μεγάλης Μοραβίας. Η υπόθεση αυτή γίνεται βεβαιότητα από την εξέλιξη των πραγμάτων. Κατά τον βιογράφο του, ο Κωνσταντίνος έμεινε σαράντα μήνες στη Μοραβία και έφυγε για να πάει να χειροτονήσει τούς μαθητές του . Αν δεχθούμε ότι η άφιξη των δύο αδελφών στη Μοραβία έγινε το 863, τότε η αναχώρησή τους για τη χειροτονία των μαθητών τους πρέπει να τοποθετηθεί στο έτος 867. Πιθανότατα τόπος της χειροτονίας θα ήταν η Ρώμη, όχι μόνο γιατί η Μοραβία ανήκε στη δικαιοδοσία της Δυτικής Εκκλησίας, αλλά και γιατί οι δύο αδελφοί κουβαλούσαν μαζί τους το λείψανο του αγίου Κλήμεντος «Ρώμης», ασφαλώς για να το προσφέρουν ως δώρο στον τότε πάπα Ρωμης . Και η διδασκαλική ιδιότητα του Κωνσταντίνου επανέρχεται εκ νέου στο προσκήνιο, όταν η συνοδεία του έφτασε στην Παννονία. Ο ηγεμόνας της χώρας Κότσελ όχι μόνο τον υποδέχθηκε με τιμές, αλλά «και αγάπησε πολύ τα σλαβικά γράμματα και τα έμαθε», ασφαλώς από το διδάσκαλο. Και όχι μόνο αυτό, αλλά «έβαλε να τα μάθουν πενήντα μαθητές» από την Παννονία .

Η τεράστια προσφορά των δύο αδελφών

Υπό τις ανωτέρω διαπιστώσεις, για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε το μέγεθος της προσφοράς των δύο αδελφών, πρέπει να αναλογιστούμε τι ήταν η σλαβική γλώσσα μέχρι την εποχή εκείνη. Μια φτωχή γλώσσα, που εξυπηρετούσε τις ανάγκες της καθημερινής ζωής στη διοίκηση, τη γεωργία, την κτηνοτροφία. Το λεξιλόγιό της ήταν πενιχρό και οι εκφραστικές δυνατότητες περιορισμένες. Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός χτυπούσε δειλά τότε τις θύρες των Σλάβων, αλλά δεν μπορούσε να εισέλθει, γιατί δεν υπήρχε το κατάλληλο όργανο, δηλαδή ο γραπτός σλαβικός λόγος. Και το όργανο αυτό το έδωσαν στους Σλάβους οι δύο άγιοι αδελφοί. Και το έδωσαν, γιατί ήταν φορείς μιας υγιούς ιεραποστολικής αρχής. Ό τι κάθε άνθρωπος και κάθε λαός έχει το δικαίωμα να λατρεύει το Θεο στη μητρική του γλώσσα. Η αρχή αυτή δείχνει όχι μονάχα το μεγαλείο της ψυχής τους, αλλά και το σεβασμό προς την ανθρώπινη ελευθερία, προς την ανθρώπινη προσωπικότητα. Με αυτή τους την αρχή γκρεμίζουν το μύθο και το θρύλο που είχε δημιουργηθεί περί εκλεκτών και αγίων λαών και εθνών. Ό λοι οι άνθρωποι και όλοι οι λαοί ενώπιον του Θεού είναι ίσοι και κατά συνέπειαν έχουν το δικαίωμα να έχουν τη δική τους, τη μητρική τους, γλώσσα ως γλώσσα της λατρείας τους. Η λατρεία του Θεού, για να είναι γνήσια και ειλικρινής, πρέπει να αποτελεί έκφραση της ψυχής και όχι μηχανική απαγγελία λέξεων και κειμένων σε μία ξένη γλώσσα. Και η ανθρώπινη ψυχή γνωρίζει να εκφράζεται στη μητρική γλώσσα του κάθε ατόμου. Αυτό ισχύει και για τη σλαβική ψυχή.

Για να τελούν τη θεία Λειτουργία στη σλαβική και να κηρύττουν στην ίδια γλώσσα, έπρεπε να έχουν λειτουργικά βιβλία, πατερικές ομιλίες, νομοκανονικά και άλλα κείμενα μεταφρασμένα στη γλώσσα αυτή. Στην αρχή δημιούργησαν ένα αλφάβητο, κατάλληλο να εκφράζει όλους τούς φθόγγους της σλαβικής γλώσσας. Το αλφάβητο αυτό είναι γνωστό ως γλαγολιτικό ( από τη σλαβική ρίζα gol, πρβλ. παλαιοσλαβικό glagol = λέξη, glagolati = ομιλώ ). Μετά, με τη βοήθεια σλαβικών, αλλά και ελληνικών ριζών σχημάτισαν έναν πλουσιότατο αριθμό λέξεων και εκφράσεων, για να μπορέσουν να μεταφέρουν στούς Σλάβους όλον τον ποιητικό κόσμο των λειτουργικών βυζαντινών κειμένων, τον κόσμο των ευαγγελικών και αποστολικών περικοπών, τα κανονικά και νομικά κείμενα, πατερικές ομιλίες κ. α. Έ τσι η σλαβική γλώσσα από άγραφη έγινε ένα ευέλικτο όργανο, με το οποίο ο βυζαντινός πολιτισμός μεταφυτεύθηκε στους Σλάβους. Και όχι μόνο αυτό. Οι δύο αδελφοί έθεσαν τα θεμέλια μιας νέας λογοτεχνίας, της σλαβικής λογοτεχνίας. Δεν μετέφρασαν μόνο στη γλώσσα αυτή ελληνικά κείμενα, αλλά έγραψαν και πρωτότυπα έργα.

Το έργο των δύο αδελφών δεν ήταν εύκολο. Γιατί, όπως έδειξαν στην πράξη, δεν ήταν διατεθειμένοι να προβούν σε υποχωρήσεις στο ζήτημα της λειτουργικής γλώσσας. Με τη βοήθεια του Θεού και με άοκνες προσωπικές προσπάθειες ξεπέρασαν το πρόβλημα της δημιουργίας μιας γραπτής γλώσσας και το πρόβλημα των μεταφράσεων. Τώρα όμως έπρεπε να συγκρουστούν και με τους εχθρούς της νέας πρακτικής, που εισήγαγαν οι δύο αδελφοί στην Εκκλησία των Δυτικών Σλάβων.

Εκκλησία Online
Γράψε το σχόλιό σουΣχόλια (-1)

Αφήστε μια απάντηση

Comment moderation is enabled. Your comment may take some time to appear.