Η Κυριακή μετά την Ανάληψη είναι αφιερωμένη στους πατέρες της Α´ Οικουμενικής συνόδου η οποία συγκλήθηκε στην Νίκαια, της Βιθυνίας, το 325 από τον αυτοκράτορα Μ. Κωνσταντίνο. Η σύγκληση μιας γενικής συνόδου της Εκκλησίας από όλη την οικου­μέ­νη που ταυ­τι­ζόταν με τα όρια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν κάτι πρωτόγνωρο και προ­σ­κυρώνεται εξ ολοκλήρου στον αυτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο, ο οποίος έθεσε στην διάθεση των επισκόπων όλα τα μέσα για να βρεθούν από τα πέρατα της αυτο­κρα­το­ρίας στην έδρα του την Νίκαια, της Βιθυνίας

Κυριακή των Αγίων 318 Πατέρων – 13 Ιουνίου 2021

Ήταν συγκλονιστικό το φαινόμενο να συν­αντώνται επίσκοποι από την Βρετανία και την Μεσοποταμία, την Αίγυπτο και την Γα­λατία, την Ελλάδα και την Ισπανία και τόσα άλλα μέρη της αχανούς Ρωμαϊκής αυτο­κρα­­τορίας. Πολλοί από τους επισκόπους ήταν ομολογητές κι είχαν ακόμη στο σώμα τους τα σημάδια από τους πρόσφατους διωγμούς του Διοκλητιανού και Γαλερίου 303-311· έτσι, λοιπόν, σε άλλους έλειπε ένα μάτι, σε άλλους χέρι ή πόδι. Ο αριθμός των επι­σκό­πων ή­ταν πολύ μεγάλος, πάνω από τριακοσίους. Ο Μ. Κωνσταντίνος και ο Μ. Αθανάσιος πα­ρα­δίδουν διάφορους α­ρι­­θμούς των μελών της συνόδου σε διάφορα έργα τους, όπως ότι οι επίσκοποι «ἦσαν πλέον ἢ ἔ­λαττον τριακόσιοι», ή «ἐγγύς που τριακόσιοι» ή και «τρι­ακο­σίων δέκα καί ὀκτώ συνελ­θό­ντων ἐπισκόπων…».Τελικώς καθιερώθηκε ως αριθμός των μελών της συνόδου ο αριθμός των τριακοσίων δεκαοκτώ πατέρων κατά τυπολογική αντι­στοι­χία προς τους τριακοσίους δεκαοκτώ οικογενείς του Αβραάμ, με τους οποίους συντε­λέσθηκε η νίκη ενα­ντίον των λη­­στών που συνέλαβαν τον ανεψιό του Λωτ, (Γένεσις, 14,14).

Ο συνοδικός θεσμός στην Eκκλησία είχε μακρά παράδοση, σύμφωνα με το πρότυπο της Απο­στο­­λικής Συνόδου του 49 μ.Χ., θεωρήθηκε ως ο καλύτερος τρόπος αντιμετωπίσεως των διά­φο­ρων προβλημάτων που ανέκυπταν δογμα­τι­κής ή οργανωτικής φύσεως, αλλά μέχρι τότε σε τοπικό επίπεδο, τώρα όμως για πρώτη φορά είχε την ευκαιρία να βρεθεί σε γε­νι­κή, οικουμενική συνοδο. Στην ουσία οι σύνοδοι για την Εκκλησία αποτελούσαν την επι­­βε­βαί­ωση της κοινής πίστεως στην Aποστολική παράδοση του όλου σώματος της Εκ­κλη­σίας, η οποία επιτυγχανόταν με την κοινωνία των επισκόπων.

Οι διδασκαλίες του Αρείου

Ο Μέγας Κωνσταντίνος ήταν ειλικρινής στην επιθυμία του να συμβάλλει στην ει­ρή­νευ­ση της Εκκλησίας την εποχή αυτή που ταρασσόταν από τις διδασκαλίες του Αρείου, οι ο­ποίες είχαν τόσο πολύ αναστατώσει τους Χριστιανούς· αισθανόταν υπεύθυνος για την ει­ρή­νη και την ευημερία των πολιτών και για τον λόγο αυτό αποδέχθηκε τις ειση­γήσεις εγκρί­των επισκόπων που του συνιστούσαν να συγκαλέσει μια σύνοδο για να αντι­με­τω­πίσει το πρόβλημα. Αν και είχαν νωρίτερα προηγηθεί κι αλλες σύνοδοι, στην Αντιόχεια και στην Αλεξάνδρεια για το θέμα αυτό σε τοπικό επίπεδο, δεν ήταν αρκετές να προσ­φέρουν λύση στο πρόβλημα και ειρήνη στην Εκκλησία. Το πρόβλημα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η Οικουμενική σύνοδος είχε σχέση με την διδασκαλία του Αρείου.

Ο Άρειος ήταν ένας ιδιαίτερα μορφωμένος πρωτοπρεσβύτερος της Αλεξανδρινής εκκλη­σίας με μεγάλη επιρροή στην τοπική εκκλησία. Σύντομα όμως ήλθε σε ρήξη με το­πι­κούς κληρικούς λόγω διαφοροποιήσεων σε βασικές θεολογούμενες έννοιες οι οποίες κυρίως α­φορούσαν την σχέση Πατέρα-Λόγου. Ο Άρειος κατά κύριο λόγο υποστήριξε την μο­ναρ­χία του Πατέρα και την κατωτερότητα του Λόγου, ο οποίος ήταν ένα απλό κτί­σμα, α­νώ­­τερος μεν από τους ανθρώπους, μη μετέχοντας όμως της Θείας Ουσίας δημιουρ­γώ­ντας έτσι μια νέα διδασκαλία περί της θειότητας του Λόγου. Οι αντιλήψεις αυτές αν και δεν βρήκαν απήχηση στην πλειοψηφία του εκκλησιαστικού σώ­ματος, αλλά φάνηκαν ιδίαι­τερα ελκυστικές σε θεολογούντες κληρικούς που νόμισαν ότι αυτόν με τον απλοϊκό τρό­πο έδιναν απάντηση στο Τριαδικό δόγμα της Εκκλησίας. Αργότερα γνώρισε μεγαλύτερη απήχηση γνώ­ρισε στα γερμανικά φύλλα των Γότθων. Οι τριαδολογικές απόψεις τού Αρείου αποτελούσαν προέκταση της προβληματικής που είχε αναπτυχθεί κατά τον 2ο και 3ο αιώνα περί της σχέσεως Πατέρα και Λόγου.

Η συμβολή του Μεγάλου Κωνσταντίνου στην διοργάνωση της Α´ Οι­κου­μενικής συνόδου

Οι εργασίες τις Α´Οικουμενικής συνόδου συνόδου κράτησαν πολύ καιρό, περισσότερο α­πό τρία χρόνια, και συζη­τή­θηκαν όλες οι ενστάσεις των Αρειανών. Η σύνοδος δια­τρά­νω­σε την ορθόδοξη διδα­σκαλία ότι ο Υιός είναι ομοούσιος με τον Πατερά και κω­δι­κο­ποί­η­σε την διδασκαλία αυτή στο σύμβολο της Πίστεως με τα πρώτα πέντε άρθρα. Τα υπό­λοι­πα επτά άρθρα συμπληρώθηκαν στην Β´ Οικουμενική σύνοδο της Κωνστα­ντι­νου­πό­λεως 381.

Η συμβολή του Μεγάλου Κωνσταντίνου ήταν καθοριστική στην διοργάνωση της Α´ Οι­κου­μενικής συνόδου γιαυτό τιμάται από την Εκκλησία ως ισαπόστολος.

Επίσης, για τον λόγο αυτό διαβάζουμε στην Εκκλησία τα αναγνώσματα από τις Πράξεις (20,16-18, 28-36) όπου δίνει συμβουλές κι οδηγίες ο απόστολος Παύλος στους πρεσβυ­τέ­ρους της Ε­φέ­σου πως να αντιμετωπίζονται οι έριδες και τα πρόβλήματα μέσα στην Εκ­κλησία καθώς επίσης και τα καθήκοντα των ποιμένων και πατέρων έναντι του λαού του Θε­ού. Οι προ­τροπές του Παύλου έρχονται σε συνέχεια με τις παραγγελίες που έδωσε ο Χριστός λίγο πριν το πάθος (Ιωάν. 17, 1-13), όταν αποχαιρετούσε τους μαθητές του και τους προε­τοί­μαζε για τους κακούς λύκους και την αποστασία, τους αιρετικούς, που θα επα­κο­λου­θή­σουν· ο Χριστός διαβεβαιώσε τότε ότι δεν θα εγκαταλείψει την Εκκλησία Του, και το Πνεύμα το Άγιο πάντα θα την οδηγεί στην αλήθεια.

Η υπόσχεση του Χριστού υφίσταται εσαεί διότι πάντα αποστέλλει τους Πατέρες και τους Αγίους στην Εκ­κλησία, οι οποίοι ως φάροι αναλαμβάνουν να οδηγούν με το πα­ρά­δειγμα και την αγιότητα τους, το πλήρωμα στην βίωση της Ορθόδοξου πίστεως.

Εκκλησία Online
Γράψε το σχόλιό σου

Αφήστε μια απάντηση

Comment moderation is enabled. Your comment may take some time to appear.