Δέκα λεπροὶ συνάντησαν τὸν Χριστὸ καὶ παρακάλεσαν γιὰ τὴ θεραπεία τους. Ὁ Χριστὸς τοὺς εἶπε νὰ πᾶνε νὰ δείξουν τὸν ἑαυτό τους στοὺς ἱερεῖς, ποὺ ἦταν ἐντεταλμένοι ἀπὸ τὸν μωσαϊκὸ νόμο νὰ ἐκδίδουν τὸ σχετικὸ πιστοποιητικὸ ὑγείας. Οἱ λεπροὶ ὑπάκουσαν καὶ καθ’ ὁδὸν εἶδαν ὅτι εἶχαν θεραπευτεῖ. Ἕνας μόνο ὅμως τότε, καὶ μάλιστα ὄχι Ἰουδαῖος, ἀλλὰ Σαμαρείτης, γύρισε καὶ εὐχαρίστησε τὸν Χριστὸ (Κυριακὴ ΙΒ΄ Λουκᾶ).
Ἀξιοπρόσεκτο εἶναι ὅτι, ὅταν πρωτοεῖδαν τὸν Χριστὸ οἱ λεπροί, δὲν πῆγαν πολὺ κοντά του. «Ἔστησαν πόρρωθεν». Τοῦ φώναξαν ἀπὸ μακριά. Ἦταν ἀπαγορευμένο, λόγῳ τῆς λέπρας, νὰ πλησιάζουν ἀνθρώπους καὶ οἱ ἴδιοι τὸ σεβόντουσαν αὐτό, ὅσο κι ἂν ἦταν σκληρὸ γι’ αὐτούς, γιὰ νὰ μὴ βάζουν σὲ κίνδυνο τοὺς συνανθρώπους τους. Ἦταν ἀπόβλητοι ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη κοινωνία. Εἶχαν πλήρη συναίσθηση τῆς θέσης τους.
Σήμερα ἡ λέπρα ἔπαψε νὰ ἀποτελεῖ πληγή, εἶναι θεραπεύσιμη. Ὅμως νοσεῖ ἡ ψυχὴ ὅλων μας ἀνεξαιρέτως ἀπὸ τὴ λέπρα τῆς ἁμαρτίας. Συνεπῶς τὸν Χριστὸ πρέπει νὰ τὸν πλησιάζουμε μὲ συναίσθηση τῆς ἀπόστασης ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσά μας. Ὁ Χριστὸς ὁμοιώθηκε «κατὰ πάντα»μὲ μᾶς, μᾶς ἔκανε ἀδελφούς του, ἀλλὰ δὲν παύει νὰ εἶναι καὶ τελείως διαφορετικὸς ἀπὸ μᾶς. Προσέλαβε τὰ πάντα ἀπὸ μᾶς, ἀλλὰ ὄχι τὴν ἁμαρτία. Μὴ μᾶς παραξενεύει τὸ ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἔστειλε σὲ μᾶς «ἐν ὁμοιώματι σαρκὸς ἁμαρτίας», μὲ σάρκα δηλαδὴ ποὺ ἔμοιαζε μόνο, χωρὶς νὰ εἶναι καὶ πραγματικά, σάρκα ἁμαρτίας.
Αὐτὸ ἔγινε μόνο γιὰ νὰ φανεῖ στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων ὡς ἁμαρτωλὸς καὶ νὰ λογισθεῖ «μετὰ ἀνόμων», χωρὶς νὰ εἶναι ὅμως πραγματικὰ ἁμαρτωλὸς καὶ ἄνομος.
Γιὰ χάρη μας ὁ Θεὸς τὸν ἔκανε «ἁμαρτία», θέλησε νὰ φανεῖ ὡς ἁμαρτία καὶ κατάρα ὁ Υἱός του, ἐνῷ εἶναι ἀναμάρτητος. Ὥστε νὰ καταδικαστεῖ καὶ νὰ θανατωθεῖ ὡς ἁμαρτωλὸς καὶ ἔτσι, λόγῳ τῆς ἀδικίας αὐτῆς, νὰ χάσει ὁ διάβολος καὶ ἡ ἁμαρτία κάθε δικαίωμα πάνω στὸν ἄνθρωπο (Ρωμ. 8, 3. Β΄ Κορ. 5, 21. Γαλ. 3, 13).
Εἶναι θρασύτητα νὰ μὴν κατανοοῦμε τὴν ἀπόσταση, τὸ χάσμα μεταξὺ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ τοῦ ἀναμάρτητου Θεοῦ. Μιὰ τέτοια ἄγνοια εἶναι ὀλέθρια. Μπροστά του ἂς στεκόμαστε «μετὰ φόβου Θεοῦ», μὲ βαθειὰ ταπείνωση, ὡς «δοῦλοι ἀχρεῖοι», ἔστω κι ἂν Ἐκεῖνος μᾶς ἀποκαλεῖ φίλους του καὶ ἀδελφούς του. Ὄχι μὲ ἀνόητη παρρησία, ψωροπερηφάνεια, θράσος.
Γράφει ὁ ἅγιος Παΐσιος:
Ἕνας Τοῦρκος ἀπὸ τὸ χωριὸ Τελέληδες εἶχε μολύνει τὸ Ἁγίασμα τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου, καὶ ὁ ἅγιος, γιὰ νὰ τὸν παιδαγωγήσει (καὶ ὄχι γιὰ νὰ τὸν ἐκδικηθεῖ), τὸν τιμώρησε καὶ γύρισε τὸ κεφάλι του πίσω στὶς πλάτες του. Τὸν ἔφεραν καὶ αὐτὸν στὸν Χατζεφεντῆ (τὸν ἅγιο Ἀρσένιο) γιὰ νὰ τὸν διαβάσει καὶ νὰ γίνει καλά. Ὁ ἅγιος ὅμως τὸν κράτησε μιὰ ἑβδομάδα χωρὶς νὰ τὸν διαβάσει. Ὁ ψάλτης του, ποὺ ἔβλεπε νὰ κρατάει τὸν Τοῦρκο μιὰ ἑβδομάδα, παραξενεύτηκε καὶ εἶπε στὸν ἅγιο Ἀρσένιο:
– Νά ’χω τὴν εὐχή σου, τί τὸν κρατᾶς μιὰ ἑβδομάδα αὐτὸν τὸν Τοῦρκο, ἐνῷ ἄλλους ἀρρώστους πιὸ βαριὰ τοὺς διαβάζεις καὶ γίνονται ἀμέσως καλά;
– Τὸν κρατῶ γιὰ νὰ κάνει κανόνα, γιατὶ αὐτὸς ἔχει χοντρὸ κεφάλι καὶ δὲν τό ’χει σὲ τίποτε, μόλις τὸν κάνω καλά, νὰ πάει ἀμέσως νὰ ξαναβουτήξει τὸ κασιδιάρικο κεφάλι του στὸν Ἁγιασμό.
Ὅταν τελείωσε ἡ ἑβδομάδα, τότε τὸν διάβασε καὶ ἐπανῆλθε τὸ πρόσωπό του στὴ θέση του καὶ τοῦ ἔκανε παρατήρηση τοῦ Τούρκου:
– Ἄλλη φορά, ὅταν βλέπεις τὰ βακούφια (τὰ ἱερὰ) τῶν Χριστιανῶν, νὰ τὰ προσκυνᾶς ἀπὸ μακριὰ καὶ νὰ παίρνεις δρόμο»! (Ἁγ. Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης, σ. 87).
Δὲν συγχωρεῖται λοιπὸν θράσος ἔναντι τοῦ Θεοῦ.
Ἀντιθέτως, ἂς λέμε ταπεινά: Ἀνόρθωσέ με, Κύριε, «λεπρῶσάν μου τὴν καρδίαν ἀποκαθάρας».