Δρ Αναστάσιος Βαβούσκος | Δικηγόρος Άρχων Ασηκρήτης της Μ.τ.Χ.Ε.

Όπως προκύπτει από δημοσιεύματα, εισάγεται για επεξεργασία και συζήτηση, στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, το νομοσχέδιο «Νέοι Ορίζοντες στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα: Ενίσχυση της ποιότητας, της λειτουργικότητας και της σύνδεσης των ΑΕΙ με την κοινωνία και λοιπές διατάξεις», το οποίο περιλαμβάνει και μία πληθώρα νομικών διατάξεων, σχετικών με θέματα, που άπτονται των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας της Ελλάδος και Κράτους – Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Εκ πρώτης όψεως – ή ορθότερα αναγνώσεως – είμαι βέβαιος, ότι οι διατάξεις αυτές θα έπρεπε να διαχωρισθούν από το προτεινόμενο για συζήτηση νομοσχέδιο, που αφορά στην Ανώτατη Εκπαίδευση, και να αποτελέσουν χωριστό νομοθέτημα με τίτλο «Σχέσεις Κράτους – Ορθόδοξης Εκκλησίας». Πέραν, όμως, του τυπικού αυτού θέματος, η νομοθετική αυτή πρωτοβουλία της Κυβερνήσεως κάνει ένα πολύ σημαντικό βήμα: ενσωματώνει το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τα όργανα διοικήσεως αυτού, δηλαδή τον Οικουμενικό Πατριάρχη και την Αγία και Ιερά Σύνοδο αυτού, στην ελληνική έννομη τάξη, καθορίζοντας και την διαδικασία επικυρώσεως και θέσεως σε ισχύ των εκδιδομένων από αυτά πράξεων. Μ’ αυτόν τον τρόπο λύεται ένα χρονίζον ζήτημα, για το οποίο επανειλημμένως είχα διατυπώσει την άποψη μου και χαίρομαι για τη ρύθμισή του.

Επί της ουσίας, θα ασχοληθώ με ένα συγκεκριμένο ζήτημα, που προκύπτει από το προτεινόμενο νομοσχέδιο και ειδικότερα με αυτό που αφορά στην νέα μορφή νομικής σχέσεως κληρικών και Μητροπόλεων.

Κατά τις διατάξεις των άρθρων 335 πργφ. 11, 347 πργφ. 12 και 348 πργφ. 11 του Νομοσχεδίου οι Ιερές Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου (και η Εξαρχία της Πάτμου), της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Εκκλησίας της Κρήτης αντιστοίχως μπορούν να προσλαμβάνουν Κληρικούς με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την κάλυψη λατρευτικών,
ποιμαντικών και προνοιακών αναγκών, καθώς και εκκλησιαστικούς υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, ή με σύναψη σύμβασης έργου. Η πρόσληψη των
Κληρικών και η παροχή υπηρεσιών ή έργου των εκκλησιαστικών υπαλλήλων του πρώτου εδαφίου δεν γεννά καμία έννομη σχέση εξαρτημένης εργασίας, σύμβασης έργου ή άλλης εξάρτησης, ή υποχρέωση ή
ευθύνη του Δημοσίου και υπόχρεες για την καταβολή των αποδοχών τους είναι αποκλειστικά οι προαναφερθείσες Ιερές Μητροπόλεις και η Πατριαρχική Εξαρχία Πάτμου εξ ιδίων πόρων. Οι δε που συνδέονται με τους ανωτέρω φορείς με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ορισμένου ή αορίστου χρόνου καθώς και με σύμβαση έργου, δεν επιτρέπεται να μετέχουν στα Μητροπολιτικά και Εκκλησιαστικά Συμβούλια.

Η πρώτη ανάγνωση δημιουργεί αίσθημα ευφορίας. Ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να σκεφθεί, ότι επιτέλους η Εκκλησία εκσυγχρονίζεται, εισέρχεται δυναμικά στην νέα εποχή, που τα πάντα αλλάζουν ταχύτατα, κοινώς «πιάνει» το νόημα. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Δυστυχώς όχι και θα εξηγήσω τους λόγους, για τους οποίους οι τρεις αυτές ομοίου περιεχομένου διατάξεις αντιβαίνουν στην κανονική νομοθεσία και εμφανίζουν σαφές πρόβλημα συμφωνίας και συνυπάρξεως με το νομικό μας σύστημα.

Πρώτον, η πρόβλεψη περί δυνατότητας προσλήψεως κληρικών σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (ορισμένου ή αορίστου χρόνου) ή με σύμβαση έργου αντιτίθεται στην απαγόρευση απολελυμένης χειροτονίας και καταστρατηγεί το θεμελιώδες σύστημα κανονικής δικαιοδοσίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία, κατά το οποίο ο κληρικός υπάγεται στην δικαιοδοσία του επιχωρίου επισκόπου. Ειδικότερα:

Α. Κατά τον 6ο κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου: «Μηδένα ἀπολελυμένως χειροτονεῖσθαι, μήτε πρεσβύτερον, μήτε διάκονον, μήτε ὅλως τινὰ τῶν ἐν τῷ ἐκκλησιαστικῷ τάγματι· εἰ μὴ εἰδικῶς ἐν ἐκκλησίᾳ πόλεως, ἢ κώμης, ἢ μαρτυρίῳ, ἢ μοναστηρίῳ, ὁ χειροτονούμενος ἐπικηρύττοιτο. Τοὺς δὲ ἀπολύτως χειροτονουμένους, ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος, ἄκυρον ἔχειν τὴν τοιαύτην χειροθεσίαν, καὶ μηδαμοῦ δύνασθαι ἐνεργεῖν, ἐφ’ ὕβρει τοῦ χειροτονήσαντος».

Όπως προκύπτει από την ανωτέρω διάταξη, απαγορεύεται η απολελυμένη χειροτονία πρεσβυτέρου και διακόνου και των άλλων κληρικών. Τέτοια χειροτονία είναι αυτή, η οποία δεν συνοδεύεται και από διασφαλισμένη άσκηση λατρευτικών, ποιμαντικών και λοιπών καθηκόντων σε συγκεκριμένο ναό πόλεως ή κώμης, σε μαρτύριο ή σε ιερά μονή. Εάν, δε, τέτοια άσκηση καθηκόντων δεν έπεται της χειροτονίας, η χειροτονία είναι άκυρη. Με άλλες λέξεις:

Α) εάν υπάρχει δυνατότητα ασκήσεως ιερατικών καθηκόντων σε αντίστοιχη θέση (ναό, μαρτύριο, ιερά μονή), τότε χειροτονείσαι και η χειροτονία είναι έγκυρη.

β) εάν δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα, δεν χειροτονείσαι. Και αν χειροτονηθείς, η χειροτονία σου είναι άκυρη.
Και εάν θα θέλαμε να «μεταφέρουμε» την κανονική αυτή διάταξη στο σήμερα, θα λέγαμε, ότι χειροτονία χωρίς οργανική θέση, είναι άκυρη.

Σύμφωνοι με την κανονική αυτή ρύθμιση είναι και οι τρεις κανονολόγοι, ο Ι. Ζωναράς, ο Θ. Βαλσαμών και ο Α. Αριστηνός.

Ο μεν Ι. Ζωναράς γράφει: «Ἱερεῖς καί διακόνους, ἤ ὅλως τινά τῶν ἐντεταγμένων ἐν κλήρῳ, διετάξατο ἡ σύνοδος αὕτη μή χειροτονεῖσθαι ἀπολελυμένως, ὥστε ὅπου βούλεται ἀπιέναι, καί ἱερουργεῖν, ἤ τινα ποιεῖν ἱερατικήν πρᾶξιν∙ ἀλλ’ ἕκαστον χειροτονούμενον ἐν τῇ δε τῇ ἐκκλησίᾳ τῆς πόλεως, ἤ τῆς κώμης, ἤ τῷ δε τῷ ναῷ τῷ εἰς μάρτυρος οἱουδήτινος ὄνομα ᾠκοδομημένῳ, ἤ τῷ μοναστηρίῳ, ὀνομάζεσθαι….∙ τούς δέ οὕτω χειροτονουμένους μή ὠφελεῖσθαι ἐκ τῆς χειροθεσίας, ἡ ἁγία σύνοδος ὥρισεν∙ ἠρνήσατο γάρ αὐτοῖς τήν ἐνέργειαν, ὥστε μή τι ἱερατικόν δίκαιον ἐνεργεῖν, καί τοῦτο ἐφ’ ὕβρει τοῦ χειροτονήσαντος. Ὄντως γάρ ὕβρις ἦν ἐκείνου, τό τόν ὑπ’ αὐτοῦ χειροτονηθέντα ἀφαιρεθῆναι τήν ἀπονεμηθεῖσαν αὐτῷ ἐνέργειαν παρά τοῦ χειροτονήσαντος αὐτόν ἀρχιερέως, καί, ὡς μή χειροτονηθέντα λογίζεσθαι.

Ο δε Θ. Βαλσαμών σημειώνει: «Ὥσπερ χειροτονοῦνται οἱ ἀρχιερεῖς εἰς τήνδε ἤ τήνδε τήν ἐκκλησίαν, οὕτω, φησίν ὁ κανών, χειροτονεῖσθαι καί τούς κληρικούς ἰδικῶς εἰς τόνδε τόν ναόν, ἤ εἰς τάδε τό μοναστήριον, καί μή ἀπολελυμένως∙ τήν δέ μή οὕτω γενομένην χειροτονίαν, ἄκυρον εἶναι∙ καί τόν παρά γνώμην τοῦ χειροτονήσαντος ἀλλαχοῦ ἐνεργήσαντα, ἐφ’ ὕβρει τούτου, μηδαμοῦ δύνασθαι ἐνεργεῖν. ΑΡΙΣΤ. Ἐπί μαρτυρίοις, ἤ μοναστηρίοις, ἀλλ’ οὐκ ἀπολύτως χειροτονήσεις∙ εἰ δέ μή, ἀχειροτόνητος ὁ δῆθεν χειροτονούμενος.

Τέλος, ο Α. Αριστηνός επισημαίνει: «Τόν μέλλοντα γενέσθαι πρεσβύτερον, ἤ διάκονον, ἤ ὅλως ἐν ἐκκλησιαστικῷ τάγματι συγκαταλεγῆναι, μή ἄλλως παραδεχθῆναι εἰς χειροτονίαν, εἰ μή ἐν ἐκκλησίᾳ πόλεως, ἤ κώμης, ἤ μοναστηρίῳ, εὑρίσκοιτο πρότερον ὑπό βαθμόν τινα τελῶν ἐκκλησιαστικόν, καί δουλεύων ἐν αὐτῇ. Εἰ δέ ἀπολελυμένος τις ὤν, πρεσβύτερος, ἤ διάκονος χειροτονηθῇ, μή ὤν ἐν ἐκκλησίᾳ ὑπό τινα βαθμόν, οὐκ ὠφεληθήσεται ἐκ τούτου, ἀλλ’ ἄκυρος ἔσται ἠ ἐπ’ αὐτῷ χειροθεσία».

Συνεπώς, λαμβανομένου υπόψιν ότι η ratio legis της συγκεκριμένης διατάξεως είναι η δυνατότητα εξυπηρετήσεως των αναγκών μίας Ι. Μητροπόλεως, της οποίας όλες οι οργανικές θέσεις έχουν καλυφθεί (αφού αν υπήρχαν κενές οργανικές θέσεις, θα ηκολουθείτο η προβλεπόμενη διαδικασία και όχι η αυτής της μορφής πρόσληψη), θεωρείται δεδομένο, ότι οι κληρικοί που προσλαμβάνονται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ή με σύμβαση έργου, δεν έχουν εξ ορισμού διασφαλισμένη άσκηση ιερατικών καθηκόντων αλλά καλούνται να καλύψουν επιπλέον ανάγκες, όπου και όποτε αυτές προκύψουν. Άρα, η χειροτονία αυτών είναι απολελυμένη, δηλαδή άκυρη, και δεν δύνανται να ασκήσουν οποιαδήποτε ιερατικά καθήκοντα και άρα δεν μπορούν να υπογράψουν ούτε έγκυρη σύμβαση εργασίας ή σύμβαση έργου.

Β. Κατά τις προτεινόμενες διατάξεις, μία Ι. Μητρόπολη του ελληνικού Κράτους δύναται να προσλάβει κληρικούς με σύμβαση εργασίας ή σύμβαση έργου.

Τόσο η σύμβαση εργασίας (εάν ο εργαζόμενος κληρικός εργάζεται π.χ. τετράωρο ή ορισμένες μέρες τις εβδομάδος), όσο και η σύμβαση έργου από την φύση της, παρέχουν στον κληρικό – είτε είναι εργαζόμενος (σύμβαση εργασίας) είτε είναι εργολάβος (σύμβαση έργου), την επιλογή, να υπογράφει συμβάσεις εργασίας ή συμβάσεις έργου με περισσότερες από μία Ι. Μητροπόλεις, αρκεί να προλαβαίνει από πλευράς χρόνου να ανταποκρίνεται στις συμβατικές του υποχρεώσεις. Και τούτο, όχι μόνο διότι εκ των πραγμάτων δεν υπάρχει δέσμευση από ρήτρες εμπιστευτικότητας αλλά και διότι η σχέση αμοιβής και αγοραστικής αξίας της επιβάλλει περισσότερη εργασία για την αντιμετώπιση των αυξημένων υποχρεώσεων. Σκεφτείτε π.χ. έναν κληρικό, που έχει προσληφθεί με τετράωρη σύμβαση στην Ι. Μητρόπολη Α΄ για την τέλεση της λειτουργίας της Κυριακής. Από την στιγμή, που δεν επαρκεί η αμοιβή από την ωρομίσθια εργασία, θα υπογράψει π.χ. και μια σύμβαση έργου με την γειτονική Ι. Μητρόπολη Β΄ για την εκτέλεση κατηχητικού έργου έναντι αμοιβής. Και σας ερωτώ, σε ποίου Μητροπολίτη την κανονική δικαιοδοσία υπάγεται; Του Μητροπολίτη Α΄ ή του Μητροπολίτη Β΄;

Είναι λοιπόν σαφές, ότι το σύστημα της κανονικής δικαιοδοσίας αναιρείται ή το λιγότερο υφίσταται με τη συγκεκριμένη διάταξη τριγμούς.

Υπό αυτή την έννοια, η διάταξη αυτή είναι αντικανονική. Και αν σας επισημάνω, ότι κατά την πργφ. 1 του άρθρου 347 του νομοσχεδίου: «Κληρικοί της κατ’ άρθρο 3 του Συντάγματος Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού είναι οι έχοντες κανονική χειροτονία ενός εκ των τριών βαθμών της ιεροσύνης», η αναφορά του άρθρου 3 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει τους ιερούς κανόνες, οδηγεί και στην αντισυνταγματικότητα της διατάξεως. Και τούτο, ακόμη και αν γίνει δεκτή η άποψη του Συμβουλίου της Επικρατείας, ότι κατοχυρώνονται μόνο οι ιεροί κανόνες, που ρυθμίζουν θεμελιώδεις θεσμούς διοικήσεως της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αφού το σύστημα κανονικής δικαιοδοσίας είναι αναμφισβητήτως θεμελιώδης θεσμός διοικήσεως.

Δεύτερον, συμφώνως προς τις επίμαχες διατάξεις, προσληπτοί (όχι προσληπτέοι) από τις Ι. Μητροπόλεις είτε με σύμβαση εργασίας είτε με σύμβαση έργου είναι κληρικοί. Ποιοι όμως κληρικοί;

Ο κληρικοί διακρίνονται σε ανώτερους και κατώτερους, εκ των οποίων οι πρώτοι (διάκονοι, πρεσβύτεροι και επίσκοποι) διά χειροτονίας, οι δεύτεροι (υποδιάκονοι, ψάλτες, νεωκόροι, αναγνώστες, εφορκιστές, πυλωροί) διά χειροθεσίας.

Σίγουρα, υπό την έννοια «κληρικοί» περιλαμβάνονται οι διάκονοι και οι πρεσβύτεροι. Περαιτέρω, από το τελευταίο εδάφιο και των τριών ως άνω παραγράφων, κατά το οποίο: «Κληρικοί της παρούσας δεν επιτρέπεται να μετέχουν στα Μητροπολιτικά και Εκκλησιαστικά Συμβούλια» και σε συνδυασμό με την προβλεπόμενη σύνθεση των δύο αυτών οργάνων, θα πρέπει να θεωρήσουμε ως δεδομένο, ότι οι κατώτεροι κληρικοί δεν υπάγονται στην έννοια του όρου «κληρικοί». Συνεπώς, αυτοί δεν δύνανται να προσλαμβάνονται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ή σύμβαση έργου.

Με την ίδια αιτιολογία θα πρέπει να εξαιρεθούν και οι βοηθοί Επίσκοποι, οι τιτουλάριοι Επίσκοποι και οι τιτουλάριοι Μητροπολίτες, οι οποίοι ούτως ή άλλως δεν μετέχουν στα ανωτέρω όργανα.
Ιδιαίτερη περίπτωση είναι αυτή των ιερομονάχων, στων οποίων το πρόσωπο συνυπάρχουν αμφότερες οι ιδιότητες μοναχού και κληρικού, με πρόεχουσα θέση να έχει αυτή του μοναχού. Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα, ιερομόναχος δύναται να προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ή με σύμβαση έργου; Βεβαίως, από την στιγμή που τα καθήκοντά του, όπως αυτά καθορίζονται στο νομοσχέδιο, δηλαδή λατρευτικές, ποιμαντικές και προνοιακές ανάγκες, δεν έρχονται σε αντίθεση ή αντίφαση με τις υποχρεώσεις του ως μοναχού και ιδίως την υποχρέωση εγκαταβιώσεως. Τι θα γίνει όμως με το θέμα των αμοιβών εκ της συμβάσεως εργασίας ή της συμβάσεως έργου, αφού οι μοναχοί θεωρούνται «τω βίω τελευτάν»;

Εδώ πρέπει να κάνουμε κάποιες διακρίσεις:

Εάν ο ιερομόναχος εγκαταβιώνει σε ιερά μονή της Εκκλησίας της Ελλάδος, τότε τα εισοδήματα εκ της εργασίας του τα καρπούται ο ίδιος (εξ αντιδιαστολής επιχείρημα από τις διατάξεις των άρθρων 18 και 19 ν. ΓΥΙΔ/1909). Το αυτό ισχύει και για τους ιερομονάχους που εγκαταβιώνουν σε ιερά μονή της Δωδεκανήσου (βλ. άρθρο 99 ΕισΝΑΚ που εισήγαγε και στα Δωδεκάνησα την νομοθεσία περί κληρονομικής διαδοχής μοναχών, που ίσχυε στην ελληνική επικράτεια).

Εάν ο ιερομόναχος εγκαταβιώνει σε ιερά μονή της Εκκλησίας της Κρήτης, η μετά την κουρά περιουσία του εξ ιδίας περιουσίας ανήκει μεν στην Ι. Μονή, ο ίδιος δε έχει την κάρπωση της (άρθρο 124 Κ.Χ.Ε.Κ.), που σε περίπτωση χρηματικής αμοιβής είναι και το σημαντικότερο.

Εάν ο ιερομόναχος εγκαταβιώνει σε ιερά μονή του Αγίου Όρους, τότε η μετά την κουρά του περιουσία περιέρχεται πλήρως στην Ιερά Μονή (άρθρο 101 Καταστατικού Χάρτη Αγίου Όρους.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι δημιουργούνται διαφοροποιήσεις ως προς τους ιερομονάχους, αναλόγως του εκκλησιαστικού καθεστώτος, στο οποίο υπάγεται η μονή της εγκαταβιώσεως τους, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται και ανισότητες. Ούτως, ο ιερομόναχος της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Δωδεκανήσου θα εισπράττει ο ίδιος και θα καρπούται τα εισοδήματά του από την σύμβαση εργασίας ή τη σύμβαση έργου, ο ιερομόναχος της Κρήτης θα τα καρπούται αλλά θα ανήκουν στην Ι. Μονή και ο ιερομόναχος του Αγίου Όρους δεν θα εισπράττει τίποτε.

Τρίτον, κατά το νομοσχέδιο η έννομη σχέση μεταξύ Ι. Μητροπόλεως και κληρικού υφίσταται υπό την μορφή της συμβάσεως εργασίας ή της συμβάσεως έργου.

Ας πάρουμε πρώτα την περίπτωση της συμβάσεως εργασίας. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα (άρθρα 648 επ.) και της εν γένει εργατικής νομοθεσίας περί προσλήψεως, απολύσεως, τηρήσεως του ωραρίου κ.λ.π. Συνεπώς, δύναται θεωρητικώς και η Επιθεώρηση Εργασίας να εισέλθει σε Ι. Ναό κατά την ώρα της θείας λειτουργίας, αφού ο εργαζόμενος κληρικός θα παρέχει την εργασία του και να διαπιστώσει, εάν είναι εντός του δηλωμένου ωραρίου του ή όχι. Και τι γίνεται εάν ο κληρικός, για να μεταλάβει όλους τους πιστούς, υπερβεί το συμφωνηθέν ωράριο; Θα πληρώσει πρόστιμο ή Ι. Μητρόπολη;

Περαιτέρω, η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, για να μην μετατραπεί σε αορίστου χρόνου, θα πρέπει μεταξύ δύο διαδοχικών συμβάσεων εργασίας να μεσολαβεί διάστημα μεγαλύτερο των 45 ημερών και να μην υπερβαίνει η συνολική διάρκεια αυτών τα τρία χρόνια ή στο χρονικό διάστημα των τριών (3) ετών ο αριθμός των ανανεώσεων διαδοχικών συμβάσεων εργασίας να υπερβαίνει τις τρεις (3). Σκεφθείτε, λοιπόν, ότι οι Ιερές Μητροπόλεις έχουν δύο λύσεις:

α) να σκέφτονται φιλανθρώπως και:

– είτε να υπογράφουν πάντοτε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου

– είτε να υπογράφουν διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου αλλά να τις διακόπτουν για λιγότερο από σαράντα πέντε (45) ημέρες και η χρονική διάρκεια των συμβάσεων να υπερβαίνει τα τρία έτη ή στα τρία έτη να ανανεώνονται περισσότερες από τρεις φορές, οπότε μετατρέπονται σε αορίστου χρόνου, θεωρούμενες ότι καλύπτουν πάγιες ή διαρκείς ανάγκες.

β) να μην σκέφτονται φιλανθρώπως και να υπογράφουν μόνο συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, πράττοντας τα ακριβώς αντίθετα από τα παραπάνω. Δηλαδή να υπογράφουν συμβάσεις ορισμένου χρόνου (όχι διάρκειας πέραν των δέκα μηνών) και να φροντίζουν ώστε ο συνολικός χρόνος των διαδοχικών συμβάσεων να μην υπερβαίνει τα τρία έτη, ή να μην ανανεώνονται αυτές περισσότερες από τρεις φορές εντός μίας τριετίας.

Αυτό σημαίνει, ότι ένας κληρικός:

– ή θα υπογράφει συμβάσεις εργασίας διαδοχικές επί πολλά έτη και θα μετατρέπεται τελικώς η σύμβαση εργασίας του σε αορίστου χρόνου με τις συνοδευτικές διασφαλίσεις.

– ή θα υπογράφει το πολύ δεκάμηνη σύμβαση εργασίας και μετά θα ψάχνει το δίμηνο που μεσολαβεί, να βρει τι θα κάνει για να ζήσει.

Και ένα τελευταίο ερώτημα. Εφαρμόζονται στην περίπτωσή μας οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης, όπως:

οι συμβάσεις μερικής – εκ περιτροπής απασχολήσεως

οι συμβάσεις προσωρινής απασχολήσεως

η απασχόληση μέσω Ευρωπαϊκού Προγράμματος Απασχολήσεως

οι συμβάσεις τηλεργασίας

οι συμβάσεις δανεισμού εργαζομένων

οι συμβάσεις ετοιμότητας εργασίας

Για να μην θίξω και το ζήτημα της ασκήσεως του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη εκ μέρους του εκάστοτε Μητροπολίτη, καθώς και το θέμα της μονομερούς μεταβολής των όρων εργασίας εκ μέρους του εργοδότη.

Διότι, δυστυχώς, εφόσον το λειτούργημα του κληρικού και η σχέση υπακοής προς τον οικείο Επίσκοπο συνδέεται με το Εργατικό Δίκαιο, αναπόφευκτα τίθενται όλα αυτά τα ζητήματα, συμπεριλαμβανομένου και του ζητήματος της απεργίας αλλά και της διεκδικήσεως των πάσης φύσεως δικαιωμάτων των εργαζομένων πλέον κληρικών ενώπιον της δικαιοσύνης.

Ας πάρουμε τώρα την περίπτωση της συμβάσεως έργου, η οποία επίσης ρυθμίζεται από τον Αστικό Κώδικα (άρθρα 681 επ.). Με την εισαγωγή του θεσμού αυτού, ο κληρικός γίνεται εργολάβος, όχι μόνο κατά το κοινώς λεγόμενο αλλά και κατά νόμον. Και υπέχει όλα τα δικαιώματα αλλά και όλες τις υποχρεώσεις, που απορρέουν από την σύμβαση έργου.

Καταρχήν, γίνεται στην ουσία επαγγελματίας, διότι φαντάζομαι, ότι θα πρέπει να έχει και μπλοκ αποδείξεων για τις αμοιβές που θα εισπράττει. Και το θέμα είναι, με ποια δραστηριότητα θα κάνει έναρξη επιτηδεύματος στην Εφορία και με ποιόν κωδικό. Και το ακόμη σοβαρότερο, μπορεί να κάνει έναρξη επιτηδεύματος στην Εφορία ως εργολάβος, ενώ είναι κληρικός, έστω και αν η ανάληψη του έργου θα αφορά σε εκτέλεση λατρευτικών, ποιμαντικών ή προνοιακών καθηκόντων; Γιατί σ’ αυτήν την περίπτωση, τίθεται ζήτημα συμβατότητας της ιδιότητας του κληρικού με την ιδιότητα του ελεύθερου επαγγελματία. Αν αυτό κριθεί επιτρεπτό, τότε γιατί να μην μπορεί να συστήσει ένας κληρικός μία εταιρεία, η οποία θα αναλαμβάνει εργολαβικώς την εκπλήρωση των ανωτέρω καθηκόντων με προσωπικό (κληρικούς) τους οποίους θα απασχολεί και θα υπέχει ευθύνη για την σωστή εκτέλεση του έργου; Και να δούμε τέτοιες εταιρείες, να αναλαμβάνουν π.χ. το κατηχητικό έργο της Ι. Μητροπόλεως Α΄; Μπορεί να σας φαίνονται εξωπραγματικά όλα αυτά αλλά με την πρόταση του νομοσχεδίου η Εκκλησία βάζει το έργο της στον κόσμο της ελεύθερης αγοράς, όπου οι κανόνες είναι διαφορετικοί και μη συμβατοί με τους σκοπούς της Εκκλησίας.

Και ως συνέχεια, θα δούμε και την διεκδίκηση εκ μέρους των κληρικών και του δικαιώματος να ασκούν ελευθέρων και άλλο επάγγελμα, ζήτημα το οποίο εκκρεμεί ήδη από το 2016 ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και επί του οποίου ήδη έχω δημοσιοποιήσει εγγράφως με άρθρο μου τις απόψεις μου. Πρόκειται για το αίτημα μοναχού να γίνει μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και να ασκεί το δικηγορικό επάγγελμα, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε και εκκρεμεί η σχετική αίτηση ακυρώσεως του ενδιαφερομένου ενώπιον του ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου.

Τέταρτον, με βάση την πρόταση του νομοσχεδίου δημιουργούνται κληρικοί δύο ταχυτήτων. Από την μία πλευρά, είναι οι μισθωτοί κληρικοί με τα δικαιώματα αλλά και τις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις, που απορρέουν από τον δημοσίου δικαίου χαρακτήρα των νομικών προσώπων της Εκκλησίαςην νομική προσωπικότητα. Από την άλλη πλευρά, είναι οι «ιδιώτες» κληρικοί, οι οποίοι συνδέονται με την Εκκλησία με σχέση ιδιωτικού δικαίου, που δεν τους παρέχει την ασφάλεια της έννομης σχέσεως των μισθωτών κληρικών, απολαμβάνουν όμως μεγαλύτερης ελευθερίας και ανεξαρτησίας, την οποία όμως τελικώς δεν είμαι και σίγουρος, αν την θέλουν, αν την χρειάζονται και αν είναι συμβατή με την ιδιότητά τους.

Είναι λοιπόν σαφές, ότι με τις διατάξεις αυτές του νομοσχεδίου περιπλέκονται τα πράγματα ασκόπως, δημιουργώντας ταυτοχρόνως για το εγγύς μέλλον σοβαρά προβλήματα στις σχέσεις κληρικών – Μητροπολιτών και θέτοντας υπό αμφισβήτηση και την ίδια την θέση της Εκκλησίας μέσα στην κοινωνία. Όπως και να το κάνουμε, Εκκλησία και ελεύθερη αγορά είναι δύο πράγματα άσχετα μεταξύ τους και για τον λόγο αυτόν και ασύμβατα.

Ελπίζω, τουλάχιστον, η Εκκλησία – Εκκλησία της Ελλάδος και Οικουμενικό Πατριαρχείο – να διαπιστώσουν το λάθος στο συγκεκριμένο και μεμονωμένο θέμα, έστω και την ύστατη στιγμή, και να ζητήσουν την απάλειψη των συγκεκριμένων τριών διατάξεων και την επανεξέταση του τρόπου ή των τρόπων της καλύψεως των αναγκών τους σε έμψυχο δυναμικό. Ζήτημα, το οποίο, όντως, είναι υπαρκτό και πρέπει να αντιμετωπισθεί.

Όπως, επίσης, θα πρέπει να αντιμετωπισθεί και το ευρύτερο θέμα της συνυπάρξεως της ιδιότητας του κληρικού με τις ιδιότητες του ιδιώτη εργαζομένου και του ελεύθερου επαγγελματία. Το πρόβλημα είναι προ των πυλών και οι εξελίξεις τρέχουν.

Θα ήταν λοιπόν, χρήσιμο, να οργανώσει η Εκκλησία της Ελλάδος μία εκδήλωση για την συζήτηση του θέματος από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές της θεολογικής επιστήμης (δογματικής, εκκλησιολογικής, κανονικής κ.λ.π.) αλλά και σε συνδυασμό με τις προβλέψεις των σχετικών τομέων του Δικαίου (Εργατικό Δίκαιο, Αστικό Δίκαιο, Εμπορικό Δίκαιο, Ευρωπαϊκό Δίκαιο).

Εγώ, όπως πάντα, είμαι στην διάθεση της Εκκλησίας της Ελλάδος, για να βοηθήσω στην οργάνωση της εκδηλώσεως αυτής.

Εκκλησία Online
Γράψε το σχόλιό σου

Αφήστε μια απάντηση

Comment moderation is enabled. Your comment may take some time to appear.