Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού κ. Δανιήλ
Οι επαγγελίες των Γραφών πραγματοποιούνται χάρη στο Χριστό. Για να μας απελευθερώσει από την εξουσία του θανάτου, θέλησε πρώτα να κάνει δική του τη θνητή μας ύπαρξη. Ο θάνατός του δεν ήταν τυχαίος. Τον προανάγγειλε στους μαθητές Του για να προλάβει το σκάνδαλο που μπορούσε να προκαλέσει μέσα τους. Τον επιθύμησε σαν το βάπτισμα που θα τον βύθιζε στα καταχθόνια ύδατα. Αν ταράχτηκε μπροστά του, όπως είχε ταραχτεί μπροστά στον τάφο του Λαζάρου, αν παρακάλεσε τον Πατέρα που μπορούσε να τον προφυλάξει από το θάνατο, τελικά αποδέχτηκε αυτό το ποτήρι της πίκρας.
Για να κάνει το θέλημα του Πατέρα , έγινε «υπήκοος μέχρι θανάτου». Γιατί αυτός έπρεπε να «πληρώσει τας γραφάς»: αυτός ο ίδιος άλλωστε δεν ήταν ο Δούλος που προφήτευσε ο Ησαΐας, ο Δίκαιος που «μετά ανόμων ελογίσθη». Πραγματικά, μολονότι ο Πιλάτος δεν του βρήκε τίποτα που ν᾿ αξίζει τη θανατική ποινή, δέχτηκε να εμφανιστεί ο θάνατός του ως τιμωρία που απαιτούσε ο Νόμος. «Γενόμενος υπό νόμον» και έχοντας λάβει σάρκα «εν ομοιώματι σαρκός αμαρτίας», ήταν αλληλέγγυος με το λαό του και με όλο το ανθρώπινο γένος. Η τιμωρία που άξιζε στην ανθρώπινη αμαρτία έπρεπε να πέσει πάνω του. Γι᾿ αυτό, πεθαίνοντας, στέρησε από κάθε εξουσία την αμαρτία: αν και αθώος, ανέλαβε πλήρως την αμαρτωλή φύση, «γευσάμενος θανάτου» όπως όλοι οι αμαρτωλοί και κατεβαίνοντας «στον άδη», όπως κι αυτοί. Πηγαίνοντας όμως έτσι στους νεκρούς, τους έφερε αυτή την καλή είδηση, ότι θα τους ξαναδινόταν η ζωή.
Ο θάνατος του Χριστού ήταν γόνιμος, όπως ο θάνατος του σπόρου του σταριού που ρίχνεται στο χωράφι. Αν και είχε επιβληθεί φαινομενικά ως τιμωρία της αμαρτίας, στην πραγματικότητα ήταν ιλαστήρια θυσία. Πραγματοποιώντας κατά γράμμα, αλλά με άλλη έννοια, την ακούσια προφητεία του Καϊάφα, ο Χριστός πέθανε «υπέρ του λαού» κι όχι μόνο για το λαό του, αλλά «υπέρ πάντων». «Απέθανεν υπέρ ημών», ενώ ήμαστε αμαρτωλοί , δίνοντάς μας έτσι την υπέρτατη απόδειξη αγάπης. Για μας: όχι στη θέση μας, αλλά για χάρη μας. Γιατί πεθαίνοντας «υπέρ των αμαρτιών ημών» πέτυχε την καταλλαγή μας με το Θεό διά του θανάτου του, έτσι που να μπορούμε να λάβουμε την επαγγελμένη κληρονομία.
Ο Χριστός νικά το Θάνατο.
Πώς μπόρεσε ο θάνατος του Χριστού να έχει αυτή τη σωτηριώδη αποτελεσματικότητα; Επειδή αντιμετώπισε και νίκησε τον παλαιό εχθρό του ανθρώπινου γένους. Στη διάρκεια της επίγειας ζωής του διαφαίνονταν ήδη τα σημεία αυτής της μελλοντικής νίκης, όταν καλούσε τους νεκρούς στη ζωή, στη Βασιλεία του Θεού που εγκαινίαζε, ο θάνατος υποχωρούσε μπροστά σ’ αυτόν που ήταν «η ανάστασις και η ζωή». Τελικά, τον αντιμετώπισε μέσα στο δικό του το χώρο, και τον νίκησε τη στιγμή που ο θάνατος νόμιζε ότι τον νικούσε. Μπήκε στον άδη ως κύριος και βγήκε με τη θέλησή του, αφού έλαβε «τας κλεις του θανάτου και του άδου». Κι επειδή υπέστη το θάνατο, ο Θεός τον στεφάνωσε με δόξα. Στο πρόσωπό του πραγματοποιήθηκε αυτή η ανάσταση των νεκρών που την ανάγγελλαν οι Γραφές. Έγινε ο «πρωτότοκος εκ των νεκρών». Τώρα που «ο Θεός ανέστησεν αυτόν λύσας τας ωδίνας του θανάτου» και της νεκρικής φθοράς, είναι φανερό ότι ο θάνατος έχασε κάθε εξουσία πάνω του. Συνάμα, αυτός που είχε την εξουσία του θανάτου, δηλαδή ο διάβολος, βλέπει να καταργείται η δύναμή του. Αυτή ήταν η πρώτη πράξη της νίκης του Χριστού. Θάνατος και ζωή συγκρούστηκαν σε μια θαυμαστή μονομαχία. Ο Κύριος της ζωής πέθανε, αλλά βασιλεύει ζωντανός.
Από τη στιγμή αυτή, άλλαξε η σχέση των ανθρώπων με το θάνατο. Γιατί ο νικητής Χριστός φωτίζει στο εξής «τους εν σκότει και σκιά θανάτου καθημένους». Τους απελευθέρωσε «από του νόμου της αμαρτίας και του θανάτου» στον οποίο ήταν ως τότε δούλοι. Τελικά, στη συντέλεια των αιώνων, ο θρίαμβός του θα έχει μια λαμπρή ολοκλήρωση στην καθολική ανάσταση. Τότε θα καταστραφεί για πάντα ο θάνατος, θα «καταποθή εις νίκος». Γιατί τότε ο Θάνατος και ο Άδης θα υποχρεωθούν να δώσουν πίσω τη λεία τους, και στη συνέχεια θα ριχτούν μαζί με το Σατανά «εις την λίμνην του πυρός και του θείου», αυτό που είναι ο δεύτερος θάνατος . Τέτοιος θα είναι ο τελικός θρίαμβος του Χριστού: «Πού σου, θάνατε, το κέντρον; Πού σου, Άδη, το νίκος;».
Θάνατος μαζί με το Χριστό.
Ο Χριστός, παίρνοντας τη φύση μας, δεν ανέλαβε μόνο το θάνατό μας για να γίνει αλληλέγγυος προς την αμαρτωλή μας κατάσταση. Ως αρχηγός της νέας ανθρωπότητας, ως νέος Αδάμ, μάς περιλάμβανε όλους στο πρόσωπό του όταν πέθανε πάνω στο σταυρό. Έτσι, με το θάνατό του, «πάντες απέθανον» κατά κάποιο τρόπο. “Ωστόσο, αυτός ο θάνατος χρειάζεται να γίνει για τον καθένα απ ̓αυτούς απτή πραγματικότητα. Αυτό είναι το νόημα του βαπτίσματος, που η μυστηριακή του αποτελεσματικότητα μάς ενώνει με το σταυρωμένο Χριστό: «όσοι εβαπτίσθημεν εις Χριστόν Ιησούν, εις τον θάνατον αυτού εβαπτίσθημεν, συνετάφημεν αυτώ… εις τον θάνατον», «συμμορφούμενοι τω θανάτω αυτού». Στο εξής, είμαστε νεκροί, που η ζωή τους είναι κρυμμένη στο Θεό μαζί με το Χριστό. Μυστηριώδης θάνατος, που αποτελεί την αρνητική πλευρά της χάριτος της σωτηρίας. Γιατί αυτό ως προς το οποίο πεθαίνουμε είναι όλη αυτή η κατηγορία των πραγμάτων μέσα από τα οποία το βασίλειο του Θανάτου φανερωνόταν εδώ στη γη: πεθαίνουμε ως προς την αμαρτία, ως προς τον παλαιό άνθρωπο, ως προς τη σάρκα, ως προς το σώμα, ως προς το Νόμο, ως προς όλα τα στοιχεία του κόσμου.
Από τον θάνατο στη ζωή
Αυτός ο θάνατος μαζί με τον Χριστό είναι λοιπόν, στην πραγματικότητα, ένας θάνατος ως προς το θάνατο. Όταν ήμαστε αιχμάλωτοι της αμαρτίας, τότε ήμαστε νεκροί. Τώρα, είμαστε ζωντανοί, «εκ νεκρών ζώντες», και απαλλαγμένοι «από νεκρών έργων». Όπως το είπε ο Χριστός: όποιος ακούει το λόγο Του, περνά από το θάνατο στη ζωή. Όποιος πιστεύει σ ̓Αυτόν, δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από το θάνατο: κι αν πεθάνει, θα ζήσει. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της πίστεως. Αντίθετα, όποιος δεν πιστεύει, θα πεθάνει μέσα στις αμαρτίες του, η «ευωδία Χριστού» θα γίνει γι ̓αυτόν «οσμή θανάτου». Το δράμα της ανθρωπότητας στην πάλη της με το θάνατο συντελείται έτσι στη ζωή του καθενός μας. Η λύση του για μας εξαρτάται από την εκλογή μας σχετικά με το Χριστό και το Ευαγγέλιο: γι ̓ άλλους θα είναι η αιώνια ζωή, γιατί, όπως είπε ο Ιησούς, «εάν τις τον λόγον τον εμόν τηρήση, θάνατον ου μη θεωρήση εις τον αιώνα», γι ̓ άλλους θα είναι η φρίκη του «θανάτου του δευτέρου».