«Κάποτε βρισκόμουν σε αδιέξοδο. Από την στενοχώρια αισθανόμουν να μου χτυπούν το κεφάλι με σμίλη, για να μου σπάσουν το κούτελο. Τα μάτια μου κόντευαν να βγουν έξω, ιδιαίτερα το δεξί. Πόνος ανυπόφορος!
Έφερνα σβούρα, σπαρταρούσα από τον πόνο. Δεν ήξερα τί να κάνω…Έκανα προσευχή και ζητούσα από τον Θεό, να βρεθεί ένας τρόπος να βγω από το αδιέξοδο. Και ξαφνικά, βλέπω στον δεξιό ώμο τον Φύλακα Άγγελό μου.
Ήταν ίσα με δώδεκα χρονών παιδάκι. Είχε ένα όμορφο στρογγυλό προσωπάκι με στρογγυλά ματάκια. Ένα προσωπάκι! Φεγγοβολούσε! Και μόνο με την παρουσία του, μου έφυγε και ο πόνος και όλα· όχι από την χαρά, αλλά από την Θεία Χάρη. Η χαρά δεν διώχνει τον πόνο, έχεις τον πόνο και χαίρεσαι συγχρόνως, ενώ η Θεία Χάρις! Μεγάλη υπόθεση! Δεν περιγράφεται! «Αν είναι έτσι, είπα, όχι με σμίλη, αλλά με βαριοπούλα ας με χτυπούν στο κεφάλι!» Άξιζε να μου σπάσουν το κεφάλι, και μόνο γι’ αυτό. Μετά βρέθηκε και η λύση, που ανθρωπίνως δεν υπήρχε». (Όσιος Παΐσιος Αγιορείτης, «Περί προσευχής», Λόγοι στ΄, έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Ιωάννης Θεολόγος ο Ευαγγελιστής, Σουρωτή Θεσσαλονίκης.
Προκαλεί εντύπωση! Η στενοχώρια και ο πόνος του οσίου μεγάλου Παϊσίου δεν οφείλονταν σε κάποια σωματική αρρώστια από τις οποίες, πάμπολλες είναι αλήθεια, έπασχε συνήθως. Οφείλετο σε ψυχική δυσφορία, από ό,τι μας αφήνει να καταλάβουμε, λόγω αδιεξόδου στο οποίο ανθρωπίνως είχε βρεθεί. Κι ήταν τέτοια η ψυχική αυτή ένταση, ώστε κατά φυσικό τρόπο σωματικά «σπαρταρούσε», δεν άντεχε, ήταν σαν να του χτυπούσαν το κεφάλι με κοφτερό σφυρί, πήγαινε να του βγει το δεξί ιδίως μάτι! Κι αυτό διότι ψυχή και σώμα είναι ένα στον άνθρωπο, είμαστε ψυχοσωματικές οντότητες, δεν μπορεί κανείς να διακρίνει την ψυχή από το σώμα, οπότε ό,τι συμβαίνει στο ένα αντανακλά και στο άλλο. Μυστήριο και ο ίδιος ο θάνατος: «πώς ψυχή εκ του σώματος βιαίως χωρίζεται»!
Και προκαλεί εντύπωση η τέτοιας φύσεως οδύνη του αγίου διότι συνήθως έχουμε την εντύπωση ότι οι άγιοι μπορεί μεν να πάσχουν σωματικά, όμως ψυχικά βρίσκονται αδιάκοπα σε μία χαρισματική υψηλή κατάσταση που τους κάνει να μην νιώθουν συχνά ούτε και τον πόνο! Αλλά καταλαβαίνουμε ότι αυτό δεν είναι αλήθεια κι ούτε συνάδει με τη χριστιανική πίστη μας, (πέραν εξαιρετικών καταστάσεων την ώρα του μαρτυρίου κάποιων αγίων!) Ζουν πράγματι μέσα στη χάρη του Θεού οι άγιοι, όμως η χάρη αυτή συνυπάρχει τις περισσότερες φορές και με τον ψυχικό πόνο, με τη στενοχώρια, με την αίσθηση του αδιέξοδου, γιατί συνήθως ενεργεί κατά παραχώρηση του Θεού «υπόγεια», μ’ έναν τρόπο δηλαδή που ενώ υφίσταται ως υπόβαθρο ενισχύοντας τον άνθρωπο εκείνος δεν το καταλαβαίνει την κρίσιμη και δύσκολη στιγμή του, παρά αργότερα όταν δει ότι υπερέβη το αδιέξοδο! Ο ίδιος ο Κύριος, η πηγή της χάριτος, δεν διήλθε από τέτοια φαινόμενα θλίψεως και οδύνης, καθώς τα παραχωρούσε στην ανθρώπινη φύση Του η θεότητά Του; «Περίλυπός εστιν η ψυχή μου έως θανάτου» έφτασε να πει σε κάποια στιγμή. Κι ακόμη: δείλιασε ενόψει της σταυρικής Του θυσίας, «δειλιάζει ο Κύριος για να φανεί ότι είναι πραγματικά άνθρωπος» (άγιος Ιωάννης Κλίμακος). «Έξωθεν μάχαι έσωθεν φόβοι» σημειώνει και ο μέγας απόστολος Παύλος – δεν υπέρκειτο και του φόβου ως άνθρωπος ακόμη και ο οικουμενικός απόστολος, που το πνεύμα του Θεού μέσα του, όπως είχε γράψει σε μία επιστολή του, λειτουργούσε ως «πνεύμα όχι δειλίας, αλλά δυνάμεως και αγάπης και σωφρονισμού».
Λοιπόν; Καμία διαφορά μεταξύ του χριστιανού και του ανθρώπου της πίστεως; Ναι και όχι. Ναι, γιατί όλοι οι άνθρωποι είμαστε το ίδιο από πλευράς φύσεως, ψυχής και σώματος – στον κόσμο αυτόν υποκείμεθα στις ίδιες προκλήσεις ζωής και θανάτου, φθαρτότητας και αμαρτίας. Όχι βεβαίως, γιατί τις προκλήσεις αυτές ο μεν άπιστος τις υφίσταται με τρόπο που τον καταβάλλουν σχεδόν παντελώς ή με μεγάλη διαλυτική ένταση χωρίς να βλέπει πουθενά τη λύση και τη διέξοδο, σαν έναν που πνίγεται χωρίς να μπορεί να αναπνεύσει˙ ο δε πιστός ενώ υφίσταται τις προκλήσεις, στρέφεται με ένταση και θέρμη ψυχής στον «μόνον δυνάμενον σώζειν», τον ίδιο τον Κύριο και Θεό, προσδοκώντας την όποια επέμβασή Του εν υπομονή, η οποία λειτουργεί παρακλητικά και γαλήνια. «Ησυχάσαμεν ειπόντες το θέλημα του Κυρίου γινέσθω» των Πράξεων των Αποστόλων – το όριο στο οποίο φτάνει ο πιστός, όταν βλέπει από παντού αδιέξοδο.
Κι αυτό βλέπουμε να κάνει και ο όσιος Παΐσιος: «Δεν ήξερα τί να κάνω…Έκανα προσευχή και ζητούσα από τον Θεό, να βρεθεί ένας τρόπος να βγω από το αδιέξοδο». Δεν μας θυμίζει ακριβώς τη στάση του Κυρίου στην αγωνία της Γεθσημανή; «Και γενόμενος εν αγωνία εκτενέστερον προσηύχετο»! Στα αδιέξοδα λοιπόν, στις θλίψεις, στην ψυχική δυσφορία η λύση είναι η αναφορά προς τον Θεό, η έμπονη προσευχή. Και ξέρει πια ο χριστιανός ότι αφού εναπέθεσε το πρόβλημά του στον Κύριο, Εκείνος θα τον φροντίσει με τον καλύτερο τρόπο˙ αν όχι επιλύοντας το πρόβλημα, δίνοντας όμως την απαιτούμενη υπομονή και τη σωστή θέασή του. Κατά τον λόγο και πάλι του μεγάλου Παϊσίου: «Αν κάνουμε εμείς αυτό που πρέπει να κάνουμε, τότε και ο Άγγελος θα κάνη αυτό που πρέπει να κάνη» – ο άγγελος ο σταλμένος από τον Θεό. Κι εκείνον μεν τον βοήθησε ο Κύριος με τον εξαιρετικό τρόπο που κάνει στους αγίους Του: επέτρεψε και να δει τον φύλακα άγγελό του και να φύγει ο πόνος και να δοθεί η λύση στο πρόβλημα και το αδιέξοδο, εμάς δε εξίσου μας βοηθά όταν Τον επικαλούμαστε, στέλνοντας συνήθως τους ανθρώπους αγγέλους Του, που είναι οι διάφοροι συνάνθρωποί μας, έτοιμοι να μας συνδράμουν από εκεί που δεν το περιμένουμε. Αρκεί όπως είπαμε να στρεφόμαστε εν πίστει σ’ Αυτόν και να κάνουμε λίγη υπομονή.
π. Γεώργιος Δορμπαράκης