Κύπρου Γεώργιος: Η Εκκλησία της Κύπρου, μέσα από την ιστορία της, διαδραμάτισε κρίσιμο ρόλο στην προάσπιση της θρησκευτικής και πολιτιστικής κληρονομιάς του νησιού, ειδικά μετά την τουρκική εισβολή του 1974.
Με την τουρκική κατοχή, μεγάλο μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της Κύπρου, κυρίως τα χριστιανικά μνημεία και κειμήλια, υπέστησαν συστηματική λεηλασία, καταστροφή και βεβήλωση. Στο πλαίσιο της κατοχής, ιερά κειμήλια εκλάπησαν, ναοί μετατράπηκαν σε τζαμιά ή εγκαταλείφθηκαν στη φθορά του χρόνου.
Μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις για την Εκκλησία της Κύπρου ήταν η αντιμετώπιση της συστηματικής αρχαιοκαπηλίας που ακολούθησε την εισβολή. Πολύτιμοι θρησκευτικοί θησαυροί βρέθηκαν να διακινούνται σε διεθνείς δημοπρασίες, κάτι που ώθησε την Εκκλησία, στο παρελθόν, να καταφεύγει στην αγορά αυτών των αντικειμένων από πλειστηριασμούς, προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να επανακτήσει τους κλαπέντες θησαυρούς της. Ωστόσο, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ.κ. Γεώργιος, σε πρόσφατη ομιλία του, τόνισε την ανάγκη αλλαγής αυτής της τακτικής, καλώντας την Εκκλησία να στραφεί στη νομική οδό για τη διεκδίκηση των κλαπέντων αντικειμένων.
Στο πλαίσιο του συμποσίου που πραγματοποιήθηκε με θέμα την καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς στις κατεχόμενες περιοχές, τονίστηκε ότι η βεβήλωση των χριστιανικών θησαυρών αποτελεί έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Οι ομιλητές τόνισαν ότι η Τουρκία συστηματικά προσπαθεί να εξαλείψει κάθε ιστορικό ίχνος της ελληνικής και χριστιανικής παρουσίας στην κατεχόμενη Κύπρο. Η ενέργεια αυτή, όπως επεσήμαναν, δεν πλήττει μόνο την Κύπρο, αλλά αποτελεί απειλή για την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά.
Ο Αρχιεπίσκοπος Γεώργιος επισήμανε την ανάγκη για έναν συντονισμένο και συλλογικό αγώνα, προκειμένου να επιστραφούν οι κλαπέντες θησαυροί στους νόμιμους κατόχους τους. Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στην Τασούλλα Χατζηττοφή, η οποία με την πρωτοβουλία της προώθησε τη νομική διεκδίκηση των κλαπέντων θησαυρών, θεωρώντας την ως πατριωτικό καθήκον. Η συμβολή της Χατζηττοφή αποτέλεσε παράδειγμα για το πώς η Εκκλησία και το κράτος μπορούν να κινηθούν προς μια πιο αποτελεσματική και δίκαιη προσέγγιση, αποφεύγοντας την αγορά των αντικειμένων από πλειστηριασμούς.
Σημαντική επίσης ήταν η παρέμβαση του Μητροπολίτη Κύκκου και Τηλλυρίας, Νικηφόρου, ο οποίος τόνισε το έργο της Ιεράς Μονής Κύκκου στην καταγραφή και ανάδειξη της καταστροφής που συντελείται στα κατεχόμενα. Η Μονή, μετά την άρση των περιορισμών, προχώρησε σε επιστημονική τεκμηρίωση των κατεχόμενων μνημείων και εξέδωσε σχετικό λεύκωμα, το οποίο παρουσίασε και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή η ενέργεια ήταν κομβικής σημασίας για την ευαισθητοποίηση της διεθνούς κοινότητας σχετικά με το ζήτημα της πολιτιστικής γενοκτονίας που διαπράττεται στην Κύπρο.
Οι εκπρόσωποι άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων, όπως οι Αρμένιοι και οι Μαρωνίτες, εξέφρασαν επίσης την ανησυχία τους για την καταστροφή των δικών τους μνημείων στα κατεχόμενα. Όλοι οι συμμετέχοντες συμφώνησαν στην ανάγκη για ειρήνη και αλληλοκατανόηση, ενώ υπογράμμισαν την επιτακτική ανάγκη για την επιστροφή των θρησκευτικών θησαυρών στις εκκλησίες και στους ναούς από τους οποίους εκλάπησαν.
Το συμπόσιο αποτέλεσε μία σημαντική ευκαιρία για την επαναφορά στο προσκήνιο του ζητήματος της πολιτιστικής κληρονομιάς στην Κύπρο, επιβεβαιώνοντας την ανάγκη για συνεχή δράση και συντονισμένη προσπάθεια τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Η Εκκλησία της Κύπρου έχει πλέον τη δυνατότητα να προχωρήσει με νέες στρατηγικές, εστιάζοντας στη δικαιοσύνη και τη νομική διεκδίκηση, με στόχο την αποκατάσταση του πολιτιστικού της πλούτου.