Του Επισκόπου Μπελογκόροντ Σιλβέστρου, βικαρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Κιέβου, πρυτάνεως της Θεολογικής Ακαδημίας και Ιερατικής Σχολής Κιέβου.

Το 2018 το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δέχθηκε στη δικαιοδοσία του τον Φιλάρετο Ντενισένκο και τον Μακάριο Μαλέτιτς, όπως και τους οπαδούς τους. Συνεπώς, στη σύνθεση της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως εντάχθηκαν πρόσωπα, τα οποία χειροτονήθηκαν όντας εν σχίσματι. Μάλιστα, δεν επαναλήφθηκε η χειροτονία τους, ενώ όλοι οι ιεροί βαθμοί, που οικειοποιήθηκαν εν σχίσματι, αναγνωρίσθηκαν από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.

Από το 2019 στον ορθόδοξο κόσμο ήδη ξεκίνησε η συζήτηση για το κατά πόσον αυτή η απόφαση τού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως συνάδει με την κανονική παράδοση. Σε αυτή τη συζήτηση ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στα ιστορικά προηγούμενα θεραπείας εκκλησιαστικών διαιρέσεων.

Ειδικότερα, ο ίδιος ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος στην αλληλογραφία του με τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστάσιο υπέδειξε μια σειρά τέτοιων προηγουμένων. Έτσι στην από 20ής Φεβρουαρίου 2019 επιστολή του ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος έκανε μνεία στην αποκατάσταση της κανονικής κοινωνίας μεταξύ του Πατριαρχείου Μόσχας και της Υπερορίου Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας το 2007.

Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος εφιστούσε την προσοχή στο γεγονός ότι εδώ δεν υπήρξε επανάληψη των χειροτονιών των επισκόπων και κληρικών, οι οποίοι είχαν χειροτονηθεί την περίοδο της ρήξεως των εκκλησιαστικών σχέσεων.

Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος έγραψε, «ὅτε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσσίας… συνεχώρησε τοῖς σχισματικοῖς ἕως τότε μέλεσι τῆς ROCOR, τίνι τρόπῳ τούς ἐδέχθη εἰς κοινωνίαν, δι᾿ ἀναβαπτισμοῦ καί ἀναχειροτονίας;» [1]

Παρόμοιες παραπομπές στην υπερκέραση του διχασμού μεταξύ του Πατριαρχείου Μόσχας και της Υπερορίου Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας (ΥΡΟΕ) είναι συνήθεις και για τους Ουκρανούς σχισματικούς. Στο από 14ης Δεκεμβρίου 2007 «Μήνυμα της Ιεράς Συνόδου και της ιεραρχίας της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Πατριαρχείου Κιέβου προς τους αρχιερείς, κληρικούς και λαϊκούς της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας», ήδη είχε συμπεριληφθεί η αναφορά στην αποκατάσταση της κανονικής κοινωνίας με την ΥΡΟΕ. Σε αυτό το έγγραφο η αποκατάσταση της ενότητας μεταξύ του Πατριαρχείου Μόσχας και της ΥΡΟΕ αντιμετωπιζόταν ως ενδεχόμενο πρότυπο για την υπερκέραση του εκκλησιαστικού σχίσματος στην Ουκρανία [2].

Στις 16 Ιουλίου 2008, σε απάντηση σε αυτό το μήνυμα η Ιερά Σύνοδος της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας υπέδειξε το εσφαλμένο της αναλογίας μεταξύ της ΥΡΟΕ και της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Πατριαρχείου Κιέβου [3]. Ωστόσο, όπως βλέπουμε και το 2019 ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, δικαιολογώντας τις αποφάσεις του σχετικά με τον Φιλάρετο Ντενισένκο παραπέμπει μεταξύ άλλων και στο παράδειγμα της ΥΡΟΕ.

Όλα αυτά μας υποχρεώνουν να εξετάσουμε πιο επισταμένως την κατάσταση, που διαμορφώθηκε στις σχέσεις μεταξύ της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και εκείνων των επισκόπων, ιερέων και λαϊκών αυτής, οι οποίοι συνεπεία των επαναστατικών και πολεμικών συγκλονισμών της περιόδου 1917-1920 βρέθηκαν στην εξορία. Μέχρι σήμερα η ιστορία αυτή έχει μελετηθεί επαρκώς. Υπάρχουν θεμελιώδεις εργασίες τόσο των υποστηρικτών της ΥΡΟΕ, όσο και των επικριτών της [4].

Χωρίς να διεισδύσουμε στις λεπτομέρειες της συγκροτήσεως της ΥΡΟΕ, θα υπενθυμίσουμε ωστόσο ότι η σύγκρουση μεταξύ της ΥΡΟΕ και του Πατριαρχείου Μόσχας εξελίχθηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 για να φθάσει στο απόγειό της αφότου στις 29 Ιουλίου 1927 ο αναπληρωτής του τοποτηρητή του Πατριάρχη μητροπολίτης Σέργιος Στραγκορόντσκι εξέδωσε Διακήρυξη νομιμοφροσύνης προς τη σοβιετική εξουσία και απαίτησε από όλους τους υπερόριους κληρικούς να υπογράψουν παρόμοια διακήρυξη νομιμοφροσύνης. Η ΥΡΟΕ χαρακτήρισε τη Διακήρυξη ως καρπό πίεσης των σοβιετικών Αρχών και επομένως έκρινε ότι για την ίδια δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα.

Είναι κατανοητό ότι οι επίσκοποι και οι κληρικοί της ΥΡΟΕ αρνήθηκαν να υπογράψουν τη διακήρυξη νομιμοφροσύνης. Ως αποτέλεσμα το ίδιο έτος, το 1927, η Σύνοδος υπερορίων ιεραρχών αποφάσισε τη ρήξη των διοικητικών σχέσεων με τον μητροπολίτη Σέργιο, ενώ το 1931 διακόπηκε και η δια προσευχής κοινωνία με αυτόν. Παράλληλα, η ΥΡΟΕ θεωρούσε ότι δεν διακόπτει σχέσεις με την ίδια τη Ρωσική Εκκλησία, συνεχίζοντας να μνημονεύει στις ακολουθίες το όνομα του τοποτηρητή του Πατριάρχη μητροπολίτη Πέτρου Πολιάνσκι.

Ο μητροπολίτης Σέργιος χαρακτήρισε τη Σύνοδο της υπερορίου ιεραρχίας στο Σρέμσκι Κάρλοβτσι «παρασυναγωγή» και απαίτησε συνεπώς τη διάλυσή της. Το 1934 η υπό τον μητροπολίτη Σέργιο Σύνοδος επέβαλε επιτίμιο αργίας από κάθε ιεροπραξίας σε οκτώ επισκόπους μέλη της ΥΡΟΕ.

Η απόφαση αυτή θεμελιώθηκε στους ιερούς κανόνες, στους οποίους γινόταν λόγος για το απαράδεκτο του αυθαίρετου χωρισμού από την κοινωνία με τις νόμιμες εκκλησιαστικές Αρχές. Αλλά η ΥΡΟΕ αντιλαμβανόταν την κατάσταση εντελώς διαφορετικά.

Οι υπερόριοι επίσκοποι δεν θεωρούσαν τον μητροπολίτη Σέργιο και την υπό αυτόν Σύνοδο νόμιμες ανώτατες εκκλησιαστικές Αρχές. Νόμιμο πρωθιεράρχη της Ρωσικής Εκκλησίας η ΥΡΟΕ θεωρούσε μόνον τον τοποτηρητή του πατριαρχικού θρόνου μητροπολίτη Πέτρο Πολιάνσκι, ο οποίος βρισκόταν στην εξορία.

Η Υπερόριος Σύνοδος θεωρούσε ότι στη Ρωσική Εκκλησία ισχύουν ακόμη οι συνθήκες, για τις οποίες γινόταν λόγος στην από 7/20 Νοεμβρίου 1920 υπ’ αριθμ. 362 απόφαση της Ιεράς Συνόδου και του Ανώτατου Εκκλησιαστικού Συμβουλίου στη Μόσχα.

Αυτή η απόφαση προέβλεπε ότι σε περίπτωση, που οι συνθήκες του πολέμου ή η αλλαγή των κρατικών συνόρων οδηγήσουν σε απώλεια επικοινωνίας μεταξύ της ανώτατης εκκλησιαστικής διοίκησης στη Μόσχα με κάποιες επαρχίες, είτε η ίδια ανώτατη εκκλησιαστική διοίκηση με επικεφαλής τον Πατριάρχη «για κάποιους λόγους παύσει τη δραστηριότητά της», οι επαρχιούχοι επίσκοποι αυτών των επαρχιών δύνανται να οργανώσουν προσωρινά όργανα της ανώτατης εκκλησιαστικής εξουσίας [5]. Με απλά λόγια, η από 7/20 Νοεμβρίου 1920 απόφαση προέβλεπε ότι στις έκτακτες συνθήκες του πολέμου ή των διωγμών κατά της Εκκλησίας οι εκκλησιαστικές επαρχίες δύνανται να ασκήσουν προσωρινά το καθεστώς του «αυτοδιοίκητου».

Από την άποψη της Υπερορίου Εκκλησίας το 1927 υπήρξε ακριβώς τέτοια κατάσταση. Ο νόμιμος τοποτηρητής ευρισκόταν εξόριστος και δεν είχε τη δυνατότητα να ασκεί τα καθήκοντά του. Νόμιμα όργανα της ανώτατης εκκλησιαστικής διοίκησης στη Σοβιετική Ένωση (κατά τη γνώμη της ΥΡΟΕ) δεν υπήρχαν. Παραλλήλως, έλειπε και η τακτική σύνδεση μεταξύ Μόσχας και υπερορίου τμήματος της Ρωσικής Εκκλησίας. Επομένως, η ΥΡΟΕ θεωρούσε απολύτως αποδεκτή και μάλιστα αναγκαία την ύπαρξη των υπερορίων οργάνων εκκλησιαστικής διοίκησης.

Οι υπερόριοι επίσκοποι ήταν έτοιμοι να απολογηθούν για τις πράξεις τους, αλλά μόνον ενώπιον μιας ελευθέρως συγκληθησομένης Συνόδου της Ρωσικής Εκκλησίας. Μέχρι εκείνο το διάστημα, έως ότου δημιουργηθεί η δυνατότητα συγκλήσεως μιας τέτοιας Συνόδου, η ΥΡΟΕ θεωρούσε ότι ευρίσκεται σε κατάσταση «αυτοδιοίκησης».

Να τονίσουμε ιδιαιτέρως ότι η ΥΡΟΕ δεν κήρυξε τον εαυτό της αυτοκέφαλη Εκκλησία, ούτε εξέδωσε δηλώσεις για τον χωρισμό της από τη Ρωσική Εκκλησία ως τέτοια. Λόγος γινόταν για την αναγκαστική διακοπή κοινωνίας με τις εκκλησιαστικές Αρχές στη Μόσχα, τις οποίες θεωρούσαν παράνομες στο εξωτερικό. Προβλεπόταν ότι αυτή η «αυτοδιοίκηση» της ΥΡΟΕ θα διαρκούσε έως ότου ανατραπεί το καθεστώς των μπολσεβίκων στη Ρωσία.

Επιπλέον, η ΥΡΟΕ πάντοτε τόνιζε ότι διατηρεί τη σχέση με τη «δεξιά αντιπολίτευση» (δηλαδή, με τους αντιπάλους του μητροπολίτη Σεργίου μεταξύ των επισκόπων και κληρικών, οι οποίοι ευρίσκονταν στην ΕΣΣΔ και υφίσταντο διωγμούς). Στο εξωτερικό θεωρούσαν ότι ειδικά οι εκπρόσωποι της «δεξιάς αντιπολίτευσης» αποτελούν γνήσια φωνή της υπό διωγμό Ρωσικής Εκκλησίας.

Χρειάζεται επίσης να σημειωθεί ότι εκ μέρους της υπό τον μητροπολίτη Σέργιο Ιεράς Συνόδου δεν ακολούθησαν κάποιες αυστηρότερες κυρώσεις έναντι της ΥΡΟΕ. Πολύ περισσότερο, όπως υποδείχθηκε, επιτίμια επιβλήθηκαν όχι σε όλη την υπερόρια ιεραρχία, αλλά μόνο σε οκτώ ιεράρχες της ΥΡΟΕ. Δεν υπήρξαν καθαιρέσεις από την ιεροσύνη και πολύ περισσότερο αφορισμοί των υπερορίων ιεραρχών.

Τα κανονικά επιτίμια, που επιβλήθηκαν από τη Σύνοδο της Μόσχας σε υπερόριους ιεράρχες, δεν αναγνωρίσθηκαν από τις άλλες τοπικές Εκκλησίες, οι οποίες και στο μέλλον διατηρούσαν την ευχαριστιακή κοινωνία με τους Ρώσους επισκόπους-εμιγκρέδες. Ιδιαίτερη υποστήριξη προς την ΥΡΟΕ παρείχε εκ παραδόσεως η Σερβική Εκκλησία, στο έδαφος της οποίας λειτουργούσαν τα ανώτατα όργανα διοίκησης της Υπερορίου Εκκλησίας.

Παρόλο που η επανένωση της ΥΡΟΕ με το Πατριαρχείο Μόσχας συνέβη μόλις το 2007, ωστόσο και τα προηγούμενα χρόνια υπήρξαν περιστατικά επανεντάξεως επισκόπων της ΥΡΟΕ στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας. Ειδικότερα το 1945 επανεντάχθηκαν ομαδικώς στο Πατριαρχείο Μόσχας μερικοί ιεράρχες της ΥΡΟΕ: ο μητροπολίτης Μελέτιος Ζαμπορόφσκι, οι αρχιεπίσκοποι Νέστωρ Ανίσιμοφ και Δημήτριος Βοζνεσένσκι, οι επίσκοποι Ιουβενάλιος Κίλιν και Βίκτωρ Σβιάτιν. Οι Σεβασμιώτατοι Δημήτριος, Ιουβενάλιος και Βίκτωρ χειροτονήθηκαν επίσκοποι στην ΥΡΟΕ τη δεκαετία του 1930, δηλαδή η χειροτονία τους τελέσθηκε χωρίς την άδεια της Μόσχας.

Ωστόσο, το Πατριαρχείο Μόσχας ουδέποτε αμφισβήτησε το έγκυρο των χειροτονιών τους. Όλοι τους έγιναν δεκτοί σε κοινωνία στον οικείο αυτών βαθμό. Ο μητροπολίτης Μελέτιος, αν και είχε χειροτονηθεί επίσκοπος ήδη πριν από την επανάσταση, προήχθη σε μητροπολίτη το 1939 με απόφαση της Ιεράς Συνόδου Ιεραρχίας της ΥΡΟΕ το 1939 [6] και έγινε δεκτός σε κοινωνία με το Πατριαρχείο Μόσχας ως μητροπολίτης. Επομένως, το 1945 οι αποφάσεις της ΥΡΟΕ σχετικά με χειροτονίες επισκόπων και προαγωγές ιεραρχών στον βαθμό του μητροπολίτη έγιναν αυτομάτως αποδεκτοί στο Πατριαρχείο Μόσχας.

Παρά το γεγονός ότι η ρήξη της διοικητικής και προσευχητικής κοινωνίας μεταξύ της ΥΡΟΕ και του Πατριαρχείου Μόσχας κράτησε περισσότερο από εβδομήντα χρόνια, η Υπερόριος Εκκλησία πάντοτε επέμενε ότι αποτελεί μέρος της Ρωσικής Εκκλησίας. Π.χ. στον Κανονισμό περί Υπερορίου Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας αναφερόταν ότι η ΥΡΟΕ είναι «αναπόσπαστο μέρος της Τοπικής Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, που προσωρινά αυτοδιοικείται βάσει συνοδικών κανόνων έως ότου καταργηθεί στη Ρωσία η αθεϊστική εξουσία». Ως θεμέλιο της αυτοδιοίκησης ο Κανονισμός παρέπεμπε στην από 7/20 Νοεμβρίου 1920 και υπ’ αριθμ. 362 απόφαση της Ιεράς Συνόδου και του Ανωτάτου Εκκλησιαστικού Συμβουλίου [7].

Είναι σημαντικό να τονισθεί ότι ούτε η ΥΡΟΕ, αλλά ούτε και το Πατριαρχείο Μόσχας δεν έλαβαν επίσημες αποφάσεις περί μη αναγνωρίσεως των μυστηρίων αλλήλων. Παρόλο που το 1931 η ΥΡΟΕ αποφάσισε να διακόψει τελικά την προσευχητική κοινωνία με τον μητροπολίτη Σέργιο, όλα τα επόμενα χρόνια οι ιερείς, οι οποίοι υπηρετούσαν στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας γίνονταν δεκτοί στη δικαιοδοσία της ΥΡΟΕ άνευ αναχειροτονίας.

Το 1938 η Ιερά Σύνοδος Ιεραρχίας της ΥΡΟΕ υπό την προεδρία του μητροπολίτη Αναστασίου Γκριμπανόφσκι συζήτησε το ζήτημα του ενδεχομένου συλλειτούργου με τους κληρικούς του Πατριαρχείου Μόσχας και εν τέλει αποφάσισε ότι «η αμαρτία του μητροπολίτη Σεργίου δεν επεκτείνεται στον υπό αυτόν ευαγή κλήρο». Επομένως, η Σύνοδος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «δεν υπάρχουν κωλύματα για προσευχητική κοινωνία και συλλείτουργο με τον υπό τον μητροπολίτη Σέργιο ευαγή κλήρο» [8].

Οι δηλώσεις μεμονωμένων εκπροσώπων τόσο της ΥΡΟΕ, όσο και της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας για την έλλειψη της χάριτος από τα μυστήρια αλλήλων, πάντοτε αντιμετωπίζονταν ως εσφαλμένες.

Λ.χ. τον Δεκέμβριο του 1997 στην κοινή δήλωση των μετασχόντων στον Θ΄ γύρο συνομιλιών μεταξύ εκπροσώπων του Πατριαρχείου Μόσχας και κληρικών της επαρχίας Βερολίνου της Υπερορίου Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας τονίσθηκε: «Συμφωνούμε και επισημαίνουμε ότι η παρουσία της χάριτος στα μυστήρια, την ιεροσύνη και την εκκλησιαστική ζωή δεν πρέπει να τίθεται υπό αμφισβήτηση… Εάν την παρούσα στιγμή δεν υπάρχει ευχαριστιακή κοινωνία του κλήρου του Πατριαρχείου Μόσχας και της Υπερορίου Ρωσικής Εκκλησίας, τούτο δεν συνηγορεί υπέρ της “έλλειψης χάριτος” από την άλλη πλευρά» [9].

Συνεπώς, οι λόγοι διακοπής των σχέσεων μεταξύ του Πατριαρχείου Μόσχας και της Υπερορίου Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας ήταν αποκλειστικά πολιτικού χαρακτήρα. Αυτό πάντοτε το αντιλαμβάνονταν καλώς και οι δύο πλευρές.

Έτσι το 2003 ο Αγιώτατος Πατριάρχης Αλέξιος υποδεχόμενος στη Μόσχα αντιπροσωπεία της Υπερορίου Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας είπε: «Με την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος και την καθιέρωση της θρησκευτικής ελευθερίας στη Ρωσία εμφανίσθηκαν προϋποθέσεις για να ξεκινήσουμε την οδό για την ένωση» [10].

Δηλαδή, ως μόνη αιτία της έλλειψης ενότητας ο Πατριάρχης Αλέξιος θεωρούσε το κομμουνιστικό καθεστώς στη Ρωσία. Μετά την ολοκλήρωση της κομμουνιστικής περιόδου στην ιστορία της Ρωσίας κατά τρόπον φυσικό άρχισε η σταδιακή προσέγγιση μεταξύ της ΥΡΟΕ και του Πατριαρχείου Μόσχας.

Ένας σημαντικός παράγοντας, που επηρέασε τις σχέσεις μεταξύ του Πατριαρχείου Μόσχας και της ΥΡΟΕ ήταν η τιμή των νεομαρτύρων και των ομολογητών του 20ού αι. Στην ΥΡΟΕ η αγιοκατάταξη των νεομαρτύρων και των ομολογητών έγινε ήδη το 1981. Στο Πατριαρχείο Μόσχας η αγιοκατάταξη των νεομαρτύρων έγινε εφικτή μόλις από τα τέλη της δεκαετίας 1980. Έτσι, το 1989 στις δέλτους του αγιολογίου της Εκκλησίας κατατάχθηκε ο ομολογητής Άγιος Τύχων, Πατριάρχης Μόσχας και πασών των Ρωσιών.

Τη δεκαετία του 1990 διεξήχθη δραστήριο έργο για την αγιοκατάταξη και άλλων νεομαρτύρων και ομολογητών. Στις 26 Δεκεμβρίου 1995 η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας ενέκρινε το έγγραφο με τίτλο «Ιστορικά και κανονικά κριτήρια στο ζήτημα της αγιοκατάταξης των νεομαρτύρων της Ρωσικής Εκκλησίας σε σχέση με τους εκκλησιαστικούς διχασμούς του 20ού αι.» [11].

Σε αυτό το σημαντικό έγγραφο γίνεται αποδεκτή η δυνατότητα αγιοκατάταξης εκείνων των ιεραρχών και ιερέων, οι οποίοι τις δεκαετίες 1920-30 αρνήθηκαν να πειθαρχήσουν στον μητροπολίτη Σέργιο και δεν τον θεωρούσαν νόμιμο πρωθιεράρχη της Ρωσικής Εκκλησίας. Τούτο επέτρεψε την αγιοκατάταξη των συνεπών επικριτών του μητροπολίτη Σεργίου, όπως λ.χ. ο μητροπολίτης Καζάν Κύριλλος Σμιρνόφ.

Παράλληλα, η ΥΡΟΕ από τα τέλη ακόμη της δεκαετίας του 1920 έδειξε αλληλεγγύη στη θέση του Αγίου Κυρίλλου Σμιρνόφ, που διατυπώθηκε στην πολεμική κατά του μητροπολίτη Σεργίου.

Όλα αυτά προλείαναν το έδαφος για την υπερκέραση του διχασμού. Στις 17 Μαΐου 2007 υπεγράφη στη Μόσχα η Πράξη κανονικής κοινωνίας μεταξύ της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και της Υπερορίου Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αυτή η Πράξη αποκαθιστούσε την «κανονική κοινωνία εντός της τοπικής Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας».

Στο έγγραφο τονίσθηκε ιδιαιτέρως ότι «όλες οι πράξεις, που εκδόθηκαν παλαιότερα και εμπόδιζαν την πλήρη κανονική κοινωνία, αναγνωρίζονται ως άκυρες, είτε ως μη ισχύουσες». Από τη στιγμή της υπογραφής της Πράξεως κανονικής κοινωνίας η ΥΡΟΕ κατέστη αυτοδιοίκητο τμήμα του Πατριαρχείου Μόσχας, διατηρώντας αυτόνομη ανώτατη πνευματική, νομοθετική, διοικητική, δικαστική και ελεγκτική εξουσία στο πρόσωπο της Υπερορίου Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας [12].

Ακόμη και αν γίνει τόσο ακροθιγώς η εξέταση της σύγκρουσης μεταξύ της ΥΡΟΕ και του Πατριαρχείου Μόσχας, επιτρέπει να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι είναι ουσιαστική η διαφορά της από τα ουκρανικά εκκλησιαστικά σχίσματα στο μεταίχμιο του 20ού – 21ου αι. Ας συνοψίσουμε αρχικώς όσα ειπώθηκαν για την ιδιαιτερότητα της σύγκρουσης μεταξύ της ΥΡΟΕ και του Πατριαρχείου Μόσχας.

Πρώτα απ’ όλα, η διακοπή σχέσεων μεταξύ της ΥΡΟΕ με το Πατριαρχείο Μόσχας είχε πολιτικούς λόγους. Ιεράρχες της Ρωσικής Εκκλησίας, οι οποίοι αναγκαστικά βρέθηκαν στο εξωτερικό και δεν ήταν πολίτες της Σοβιετικής Ένωσης, θεωρούσαν καθήκον τους να τοποθετούνται δημοσίως κατά του μπολσεβικισμού και να μαρτυρούν στην διεθνή κοινή γνώμη για την αντιχριστιανική ουσία του καθεστώτος, που επικράτησε στο έδαφος της άλλοτε Ρωσικής Αυτοκρατορίας.

Εάν όσο ζούσε ο Πατριάρχης Μόσχας Τύχων, παρ’ όλες τις δυσκολίες διατηρείτο η σχέση μεταξύ της ΥΡΟΕ και του Πατριαρχείου Μόσχας, μετά τον θάνατό του η κατάσταση επιδεινώθηκε σημαντικά.

Κύρια πέτρα του σκανδάλου αποτέλεσε η Διακήρυξη νομιμοφροσύνης προς τη σοβιετική εξουσία του μητροπολίτη Σεργίου. Ειδικά μετά από αυτή η ΥΡΟΕ, μη επιθυμώντας να αναλάβει υποχρεώσεις νομιμοφροσύνης προς τη σοβιετική κυβέρνηση, διέκοψε πρώτα τη διοικητική και στη συνέχεια και την προσευχητική σχέση με το Πατριαρχείο Μόσχας.

Την ίδια στιγμή η ΥΡΟΕ ουδέποτε δεν αυτοανακηρύχθηκε αυτοκέφαλος Εκκλησία και επέμενε συνεπώς ότι παραμένει τμήμα της Ρωσικής Εκκλησίας και θα είναι έτοιμη να αποκαταστήσει την κοινωνία με το Πατριαρχείο Μόσχας μετά την πτώση του σοβιετικού καθεστώτος. Συνεπώς η σύγκρουση μεταξύ της ΥΡΟΕ και του Πατριαρχείου Μόσχας είναι μια σύγκρουση εντός της Ρωσικής Εκκλησίας.

Ο μητροπολίτης Σέργιος Στραγκορόντσκι αφότου η ΥΡΟΕ αρνήθηκε να πειθαρχήσει στην εξουσία του, επανειλημμένως την χαρακτήρισε σχισματική οργάνωση. Ταυτοχρόνως, η υπό αυτόν Ιερά Σύνοδος επέβαλε επιτίμιο αργίας από κάθε ιεροπραξίας μόνον σε οκτώ ιεράρχες της ΥΡΟΕ. Ουδέποτε στη Μόσχα ελήφθησαν αποφάσεις για καθαιρέσεις των ιεραρχών της ΥΡΟΕ και πολύ περισσότερο για αφορισμό και αναθεματισμό τους.

Επίσης, το Πατριαρχείο Μόσχας δεν αρνήθηκε το έγκυρο των χειροτονιών, που τελούνταν στην ΥΡΟΕ. Σε περίπτωση εντάξεως στο Πατριαρχείο Μόσχας οι επίσκοποι της ΥΡΟΕ γίνονταν δεκτοί στον οικείο αυτών βαθμό.

Με τη σειρά της, ούτε η Υπερόρια Εκκλησία δεν αρνιόταν τα μυστήρια, που τελούνταν στο Πατριαρχείο Μόσχας και έκανε στους κόλπους της δεκτούς τους κληρικούς του Πατριαρχείου Μόσχας άνευ αναχειροτονιών.

Ο ίδιος ο τίτλος της Πράξεως, που υπεγράφη στη Μόσχα το 2007, αποδεικνύει ότι οι πλευρές που συμφιλιώθηκαν αντιμετώπιζαν τον πολυετή διχασμό ως σύγκρουση εντός της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Γι’ αυτό και το συμβάν που έγινε το 2007 αποκαλέστηκε αποκατάσταση της κανονικής ενώσεως μεταξύ των δύο τμημάτων της Ρωσικής Εκκλησίας.

Ας υποδείξουμε τώρα τις θεμελιώδεις διαφορές αυτής της σύγκρουσης από τα εκκλησιαστικά σχίσματα στην Ουκρανία.

Πρώτον, οι εκκλησιαστικές διαιρέσεις στην Ουκρανία στα τέλη του 1980-1990 είχαν σχέση με τις αυθαίρετες ανακηρύξεις αυτοκεφαλιών, δηλαδή με τον χωρισμό από την εκκλησιαστική κοινωνία επισκόπων, κληρικών και λαϊκών.

Οι οπαδοί τόσο της Ουκρανικής Αυτοκεφάλου Ορθοδόξου Εκκλησίας, όσο και της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Πατριαρχείου Κιέβου επέμειναν στη διακοπή σχέσεων με τη Ρωσική Εκκλησία και την ανακήρυξη αυτοκεφαλίας άνευ σχετικής επ’ αυτού ευλογίας τόσο της Ρωσικής Εκκλησίας, όσο και των άλλων κατά τόπους Εκκλησιών. Όπως διαπιστώσαμε, η ΥΡΟΕ ουδέποτε έκανε λόγο για αυτοκέφαλο καθεστώς, επιμένοντας ότι παραμένει τμήμα της Ρωσικής Εκκλησίας, που αναγκαστικά τελεί σε κατάσταση «αυτοδιοικήτου».

Δεύτερον, στους κληρικούς, οι οποίοι προσχώρησαν στο σχίσμα στην Ουκρανία, επιβλήθηκαν ποικίλα κανονικά επιτίμια: αργίας από κάθε ιεροπραξίας, καθαιρέσεις, ενώ στον πρώην μητροπολίτη Κιέβου Φιλάρετο Ντενισένκο επιβλήθηκε το εσχάτου βαθμού εκκλησιαστικό επιτίμιο, ο αφορισμός (αναθεματισμός). Ουδέποτε το Πατριαρχείο Μόσχας δεν καθαίρεσε, ούτε αφόρισε επισκόπους και κληρικούς της ΥΡΟΕ.

Σήμερα έχει πλέον εγγράφως τεκμηριωθεί ότι η αποστολική διαδοχή των εις επίσκοπο χειροτονιών στην Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία (ΟΑΟΕ) δεν διατηρήθηκε. Αφετηρία της ιεραρχίας της ΟΑΟΕ αποτέλεσε η χειροτονία, που τελέσθηκε στις 31 Μαρτίου 1990 από τον καθαιρεθέντα και αποσχηματισθέντα πρώην επίσκοπο Ιωάννη Μποντναρτσούκ και τον αυτόκλητο «επίσκοπο» Βικέντιο Τσεκάλιν (ο οποίος στην πραγματικότητα ουδέποτε δεν διέθετε τον επισκοπικό βαθμό, αλλά ήταν μόνον διάκονος, ενώ τη στιγμή της τελέσεως της ως άνω «χειροτονίας» είχε καθαιρεθεί και από τον βαθμό του διακόνου) [13].

Ως εκ τούτου η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία ουδέποτε δεν αναγνώρισε ως έγκυρες τις χειροτονίες, που τελέσθηκαν στην ΟΑΟΕ. Σε όσους «επισκόπους» προσέρχονταν από την ΟΑΟΕ, πάντοτε τελούνταν οι νόμιμες χειροτονίες.

Η κατάσταση στην Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία του Πατριαρχείου Κιέβου (ΟΟΕΠΚ) είχε τις ιδιαιτερότητές της. Ο μητροπολίτης Φιλάρετος διέθετε έγκυρη χειροτονία, αλλά αφότου προσχώρησε στο σχίσμα, αρχικώς καθαιρέθηκε (το 1992) και στη συνέχεια αφορίσθηκε (το 1997). Επομένως, όλες οι εις επίσκοπο χειροτονίες, που τέλεσε ο πρώην μητροπολίτης Φιλάρετος μετά την καθαίρεσή του θεωρούνταν άκυρες. Ιεράρχες, οι οποίοι είχαν χειροτονηθεί στην ΟΟΕΠΚ, γίνονταν δεκτοί στην κοινωνία επίσης μέσω τελέσεως έγκυρων χειροτονιών.

Εδώ και πάλι διαπιστώνουμε ριζική διαφορά από την κατάσταση, η οποία διαμορφώθηκε στις σχέσεις μεταξύ του Πατριαρχείου Μόσχας και της ΥΡΟΕ. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, παρά τη διακοπή σχέσεων, οι πλευρές δεν απέρριπταν το έγκυρο των χειροτονιών αλλήλων. Αρχιερείς, οι οποίοι είχαν χειροτονηθεί στην ΥΡΟΕ γίνονταν δεκτοί στο Πατριαρχείο Μόσχας στον οικείο αυτών βαθμό και αναγνωρίσθηκαν εκείνοι οι βαθμοί, που είχαν λάβει στην ΥΡΟΕ. Γι’ αυτό και το 2007 η αποκατάσταση της κοινωνίας έγινε άνευ αναχειροτονιών.

Τρίτον, όλα τα κανονικά επιτίμια, που επιβλήθηκαν από την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία στους ιεράρχες και κληρικούς της ΟΟΕΠΚ και της ΟΑΟΕ αναγνωρίσθηκαν από όλες τις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες. Ούτε η ΟΟΕΠΚ, αλλά ούτε και η ΟΑΟΕ δεν είχαν ευχαριστιακή κοινωνία με καμία εκ των Τοπικών Εκκλησιών.

Η κατάσταση με την ΥΡΟΕ ήταν εντελώς διαφορετική. Τα κανονικά επιτίμια, που επιβλήθηκαν από την Ιερά Σύνοδο με επικεφαλής τον μητροπολίτη Σέργιο στους υπερόριους επισκόπους, δεν αναγνωρίσθηκαν από άλλες κατά τόπους Εκκλησίες. Λ.χ. ο Πατριάρχης Σερβίας Βαρνάβας ήδη το 1934 έγραφε στον μητροπολίτη Σέργιο ότι θεωρεί άκυρα αυτά τα επιτίμια [14].

Συνεπώς, η Υπερόρια Σύνοδος εξακολουθούσε να δρα στο Σρέμσκι Κάρλοβτσι, διατηρώντας την προστασία της Σερβικής Εκκλησίας. Οι επίσκοποι-εμιγκρέδες τελούσαν σε κοινωνία και με άλλες κατά τόπους Εκκλησίες.

Όλα αυτά δείχνουν το βαθύ σφάλμα των αναλογιών, που κάνουν μεταξύ της Πράξεως αποκατάστασης της κανονικής κοινωνίας του 2007 και του προβλήματος θεραπείας των εκκλησιαστικών σχισμάτων στην Ουκρανία.

Εξ ου και δεν προκαλεί έκπληξη ότι ήδη το 2008 η Ιερά Σύνοδος της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας προχώρησε σε δήλωση για την αδυναμία να εξετασθεί η ανανέωση της κοινωνίας μεταξύ της ΥΡΟΕ και του Πατριαρχείου Μόσχας ως πρότυπο για την υπερκέραση των εκκλησιαστικών διχασμών στην Ουκρανία [15].

Οι συντάκτες του μηνύματος της ΟΕΟΠΚ, οι οποίοι ισχυρίζονταν το 2007 ότι η στάση του Πατριαρχείου Μόσχας έναντι της ΥΡΟΕ ήταν ταυτόσημη με τη στάση του έναντι τη ΟΕΟΠΚ, έδειξαν μόνον την ανεπάρκεια των γνώσεών τους ως προς το θέμα αυτό. Η στάση ήταν κατ’ αρχήν διαφορετική. Επομένως και η αποκατάσταση της κοινωνίας ακολούθησε μια οδό, η οποία δεν είναι εφαρμόσιμη στην κατάσταση στην Ουκρανία.

Προφανώς, στην ίδια ανεπάρκεια γνώσεων πρέπει να αποδώσουμε και την επίκληση της κατάστασης με την ΥΡΟΕ, που εμπεριέχεται στην από 20ής Φεβρουαρίου 2019 επιστολή του Πατριάρχη Βαρθολομαίου στον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο. Ως εκ τούτου δεν προκαλεί έκπληξη ότι ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος στην από 21ης Μαρτίου 2019 απαντητική του επιστολή στον Πατριάρχη Βαρθολομαίο έγραψε: «Ἡ περίπτωσις ἐξάλλου τoῦ Οὐκρανικοῦ ζητήματος οὐδεμίαν ἀναλογίαν ἔχει πρός τήν ROCOR (Russian Orthodox Church Outside Russia).

Αὕτη ἀναφέρεται εἰς ἀποκοπήν τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς ἐκ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, τελούσης ὑπό Σοβιετικήν ἐπιτήρησιν. Δέν ὑπῆρξαν ἀφορισμοί οὔτε ἀναθεματισμοί καί ἡ ἀποστολική διαδοχή δέν ἠμφισβητήθη. Ὅτε κατέρρευσεν τό ἀθεϊστικόν καθεστώς, ἐπῆλθεν ἡ ἐπανένωσις» [16].

Σε αυτά τα σύντομα λόγια του Προκαθημένου της Αλβανικής Εκκλησίας δίνεται μια αρκετά ακριβής εκτίμηση των διαφορών μεταξύ της ουκρανικής κατάστασης και της σύγκρουσης μεταξύ της ΥΡΟΕ και του Πατριαρχείου Μόσχας.

Εκκλησία Online
Γράψε το σχόλιό σου

Αφήστε μια απάντηση

Comment moderation is enabled. Your comment may take some time to appear.