Επιστολή του Καθηγητή Αντώνιου-Αιμίλιου Ταχιάου προς τον π. Θεόκλητο Διονυσιάτη.
Σεβαστέ και πεφιλημένε Πάτερ Θεόκλητε,
Πόθεν άρξωμαι; Έχουμε να επικοινωνήσουμε πάρα πολλά χρόνια…
Τελευταία φορά ιδωθήκαμε όταν με επεσκέφθης στο νοσοκομείο τον Οκτώβριο 1989, τότε που είμεθα χειρουργημένοι και σε κακή κατάσταση και εγώ και ο δεύτερος υιός μου.
Οι φροντίδες της ζωής μας απομάκρυναν, αλλά δεν μας χώρισαν, διότι οι δεσμοί πενήντα τριών ετών, χαλκευθέντες τότε εν αδελφική αγάπη και προσευχή είναι ακατάλυτοι.
Ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι ο Γέρων Θεόκλητος απέστη απ’ εμού. Τακτικά ρωτούσα για εσένα τον αείμνηστο π. Διονύσιο και από αυτόν εμάθαινα τα κατ’ εσέ. Φευ όχι πάντοτε ευχάριστα.
Σε ενθυμούμαι πολύ τακτικά. Ο νους μου συχνά επιστρέφει στις ημέρες που υπό την σκέπην του Τιμίου Προδρόμου και με την ευλογία του Γέροντος Γαβριήλ, αδολεσχούσαμε φιλοθέως.
Θυμάμαι το κελλί που μου είχε παραχωρηθεί δίπλα στο δικό σου, θυμάμαι τις νύκτες τις σιγής και της προσευχής, θυμάμαι τους Διονυσιάτες πατέρες, τον νηπτικό Λάζαρο, τον φιλάδελφο Χαρίτωνα, τον χαρίεντα Ιλαρίωνα, τον ευγενή Δοσίθεο, τον φιλόξενο Ευστράτιο, τον κατανυκτικό Εφραίμ, τον λιγόφθογγο Βενέδικτο, τον ανήσυχο Δομέτιο, τον ταπεινό Θεόκτιστο, τον κινητικό παπα Θεόδωρο, τον εξυπηρετικό Αρσένιο, τον χαριτωμένο παπα Παύλο.
Θυμάμαι ακόμη τον Βαρθολομαίο, τον αναχωρητή, που ερχόταν στο μοναστήρι και έπαιρνε πρόσφορα και «παξαμά» (παξιμάδι). Θυμάμαι πόσο με εντυπωσίαζε το ασκητικό του ήθος. Τώρα μόνος εσύ απέμεινες, διαβιών, όπως μου λέγουν, στο Κελλί των Δώδεκα Αποστόλων, ως συνεχιστής του παπα Διονυσίου, τον οποίο θυμάμαι να καλλιεργή εκεί το κηπάριον. Αναπολώ εκείνες τις ημέρες και την ψυχή μου πλημμυρίζει κατάνυξις.
Η σκιά του Όρους με ακολουθεί πάντοτε και επισκιάζει την αμαρτωλότητά μου. Δύο τόποι με ευργέτησαν στην ζωή μου πνευματικώς, ο Άθως και το ρωσικόν Ινστιτούτον του Αγίου Σεργίου στο Παρίσι. Στον Άθω εγνώρισα κυρίως εσέ και τον αείμνηστο γέροντα Αθανάσιο τον Ιβηρίτη.
Υπήρξατε πολύτιμοι πνευματικοί μου διδάσκαλοι και οδηγοί και σας ευγνωμονώ. Διατηρώ πάντοτε τις πολλές επιστολές σου ως πολύτιμο θησαυρό. Σκέφτομαι να γράψω ένα βιβλιαράκι για το Όρος και θα σε μνημονεύσω, κατά τρόπο σεμνό βεβαίως.
Έχω δέκα χρόνια να έλθω στο Όρος (με εξαίρεση μία ημερήσια επίσκεψη στην Μονή Βατοπαιδίου προ τριετίας) και δεν επιθυμώ να επανέλθω.
Νομίζω ότι ο μοναχισμός έχει κατά πολύ αλλάξει. Ακούω ότι στο Όρος κυκλοφορούν και πολλά αυτοκίνητα, άρα εξέλιπε η σιγή; Εμείς μετακινούμασταν με τα πόδια ή με μουλάρι.
Όσον αφορά εις τα κατ’ εμέ, είμαι ήδη ομότιμος καθηγητής από εξαετίας. Τώρα ζω υπό το βάρος πολλών τιμητικών τίτλων που απεκόμισα από Ακαδημίες και πανεπιστημιακές σχολές, χωρίς εντούτοις να αποκτήσω καμμία περγαμηνή και κανέναν τίτλο αρετής, χωρίς διαβατήριο για την χώρα των ζώντων.
Ονειρεύομαι να με αξιώσει ο Κύριος να βρεθώ κάποτε και πάλι με τους γέροντες που ανέφερα, με τις ταπεινές ψυχές των Αθωνιτών ασκητών και των ευαρεστησάντων τω Δεσπότη των απάντων, ευρίσκομαι όμως μακράν όλων αυτών, ως καταδαπανήσας τον βίον εν τοις ματαίοις και εφημέροις.
Γι’ αυτόν τον λόγο σε παρακαλώ, πάτερ Θεόκλητε, εύχου υπέρ του αναξίου και αμαρτωλού Αντωνίου εν ταις προς Κύριον Ιησούν εντεύξεσί σου, ότι το όνομα Κυρίου ισχυρόν.
Διδάσκω στον μικρό εννεάχρονο εγγονό μου, να επαναλαμβάνει το ‘‘Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», και προσπαθώ να του δώσω να καταλάβει ότι η επίκλησις του Θείου Ονόματος είναι δύναμις μεγίστη.
Σε παρακαλώ γράψε μου δύο λέξεις, για να επαναβεβαιώσεις τον δεσμό της αδελφικής εν Κυρίω Ιησού αγάπης.
Καταληκτικά, ο Καθηγητής, σημείωνε: «Αυτή ήταν η τελευταία επαφή μου με τον αλησμόνητο και φίλτατό μου πατέρα Θεόκλητο Διονυσιάτη»*.
*Από το βιβλίο του Αντώνιου-Αιμίλιου Ταχιάου, Στην σκιά του Άθω, Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη 2016, [Ολόκληρο το κεφάλαιο «Πατήρ Θεόκλητος Διονυσιάτης», σσ. 61-75].
Σημειώνεται ότι ο π. Θεόκλητος κοιμήθηκε σε ηλικία 90 ετών (1916-2006).