Τήν Κυριακή 31η Ἰανουαρίου τ.ἒ., ΙΕ΄ Λουκᾶ, τή λεγομένη Κυριακή τοῦ Ζακχαίου, ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ, ἀκολουθούμενος ἀπό τόν Παν. Ἀρχιμ. π. Παΐσιο Σουλτανικᾶ καί τούς Διακόνους του π.Θεόκλητο Παρδάλη καί π. Ἀμφιλόχιο Χάϊτα, ἐπεσκέφθη τήν Ἐνορία Παναγίας Γαλατίστης, ὃπου ἐφημερεύει ὁ Ἐκπαιδευτικός καί ἐκλεκτός κληρικός Αἰδ. Οἰκ. π. Ἀργύριος Καραμόσχος. Οἱ Γαλατσιάνοι προσῆλθαν νά λειτουργηθοῦν, τηρῶντας εὐλαβικά ὃλες τίς προφυλάξεις γιά τόν κορωναϊό, μέ ἐπικεφαλῆς τόν Πρόεδρο τῆς Κωμοπόλεως κ. Ἐμμανουήλ Σειρᾶ καί τόν Τοπικό Σύμβουλο κ. Δημήτριο Γούσιο.
Στό ἐκκλησίασμα ἀπηύθυνε λόγο ἀγαθό ὀ Σεβασμιώτατος, ἀναφερόμενος φυσικά στήν πείνα καί τήν δίψα πού κατέτρωγε τά σωθηκά τοῦ μικρόσωμου φοροεισπράκτορα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης Ζακχαίου, πού ἐκμεταλλευόταν ἂγρια τόν κόπο τῶν συμπολιτῶν του τῆς Ἰεριχοῦς. Εἶχε ὃμως ἓναν πόθο: «…ἐζήτει ἰδεῖν τόν Ἰησοῦ τίς ἐστι…» (Λουκ. ιθ΄ 3), γύρευε νά ἀποκτήση τήν ἐμπειρία τοῦ Χριστοῦ προσωπικά καί νά ἀναζητήση τό δυσθεώρητο βάθος τῆς θεανδρικῆς Του παρουσίας. Καί τό πέτυχε, ἀφοῦ χρειάσθηκε νά θυσιάση κάτι βαρύ γιά νά Τόν βρῆ…
Εἲμαστε θεόπλαστοι, σκεύη θείου Καλλιτέχνου καί “καταδικασμένοι” νά παραμένουμε ἀπαραμόρφωτες εἰκόνες Του, κάτι πού ἂν δέν ὑπάρχη, τότε τήν ψυχή τρυγάει ἡ μοναξιά καί τό δάκρυ καί τήν ὡθεῖ νά κράξη: «Μή ὃν ἠγάπησε ἡ ψυχή μου εἲδετε;», «Μήπως εἲδατε ἐκεῖνον, πού ἀγαπᾶ ἡ καρδιά μου;» (Ἆσμα Ἀσμ. γ’ 3). Καί σάν πετύχη στήν ἀναζήτηση αὐτή νά Τόν βρῆ, τραγούδι καί ὓμνο πλέκοντας ψελλίζει: «Ἐκράτησα αὐτόν καί οὐκ ἀφήσω αὐτόν», «ὃτι τετρωμένη ἀγάπης εἰμί ἐγώ», «Τόν ἐκράτησα μέ τά χέρια μου, δέν ἢθελα νά Τόν ἀφήσω», «γιατί εἶμαι ἐγώ πληγωμένη ἀπό τήν ἀγάπη Του!» ( Ἆσμα Ἀσμ. γ΄4 καί ε΄8).
Ἡ ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ εἶναι μιά ἀσίγαστη πείνα καί δίψα, μιά ἀπέραντη ἀνάγκη πληρώσεως πού οἱ Ἃγιοι Πατέρες τήν ὠνόμασαν “ἒρωτα τοῦ Θεοῦ”, πού τούς κατέτρωγε, κι εἶναι ὁ “ἒρωτας” αὐτός ἀκριβῶς μιά ἒλλειψη, μιά ἀνάγκη πληρώσεως, μιά ὁδυνηρή ἀναζήτηση Ἐκείνου! Καλοτυχισμένοι ὃσοι μένουν γιά πάντα ἀχόρταγοι καί ἀγέμιστοι στήν πείνα καί στή δίψα τοῦ Θεοῦ. Ἂμοιροι ὃσοι πίστεψαν ὃτι Τόν βρῆκαν καί Τόν αἰχμαλώτισαν μέσα τους γιά πάντα. Εὐλογημένοι ὃσοι μέ ἀδιάκοπη ἀναζήτηση, πού δέν ξέρει σταθμό καί τέρμα, γυρεύουν καί νοσταλγοῦν ν’ ἀγκυροβολήσουν στήν αἰωνιότητα. Ἡ πείνα κι ἡ δίψα γιά τόν Χριστό πού εἶναι ἡ μοναδική ἁγιότητα, χορταίνει τόν ἂνθρωπο καί δέν τόν χορταίνει. Εἶναι ἓνας ἀχόρταγος χορτασμός! Μά ἀκριβῶς πεινῶντας καί διψῶντας τόν Θεό μαθαίνεις τήν ποιότητά Του, ποιότητα διάφορη καί ξέχωρη ἀπό τά κοσμικά μέτρα. Γιατί πάνω σ’ αὐτή τή γῆ, θά πῆ ὀ Χ. Γιανναρᾶς, ὁ Θεός εἶναι πάντοτε ἓνας δρόμος, ὁ δρόμος καλύτερα, μά ποτέ ἓνα τέρμα. Μιά ἀνάβαση εἶναι, μά ποτέ ἡ κορυφή. Αὐτός εἶναι ὁ Θεός. Ἂν ἧταν ἓνα φτάσιμο μέσα στή γήινη πορεία θά ἧταν ἀνάξιος τῆς πείνας καί τῆς δίψας μας, θά ἦταν θεός στά μέτρα μας, στά ὃρια τοῦ θανάτου! Νά γιατί ὁ Ζακχαῖος ἒκραξε: «Ἀναστήσομαι δή… καί ζητήσω ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου», «Λοιπόν θά σηκωθῶ… καί θά ἀναζητήσω Ἐκεῖνον, πού ἒχει ἀγαπήσει ἡ ψυχή μου!» (Ἆσμα Ἀσμ. γ΄ 2)
Καί κατέληξε ὁ Σεβασμιώτατος: «Μέ χριστοπόθητες ἀσκήσεις ἡ ψυχή ἡ ἀγαπῶσα τόν Θεό ἀναζητεῖ μέ κόπο τόν Νυμφίο της ἓως ὃτου Τόν βρεῖ! Μά σάν τόν Ζακχαῖο, πού χρειάσθηκε τό ὓψος τῆς συκομορέας γιά νά ἀποκτήση τή θέα του Θεοῦ, κάτι πρέπει νά ἀφήση πίσω, κάτι θεληματικά νά ἐγκαταλείψη! Ὃσο οἱ ὀφθαλμοί τῆς ψυχῆς εἶναι ἂρρωστοι καί ἐμπαθεῖς, βουτηγμένοι στά πάθη, δέν ἀντέχουν τίς ἀκτίνες τοῦ Θείου Φωτός! Ἐφόσον καθαρθοῦν καί γίνουν ὑγιεῖς, τότε ἀξιώνονται νά γευτοῦν τήν ἐπαφή μέ τόν Ἣλιο τῆς Δικαιοσύνης χωρίς κανένα κίνδυνο, δέχονται τίς θεῖες ἀλήθειες, καταυγάζεται ἡ ψυχή καί λάμπει πιά καί ἐκπέμπει τήν ἀληθινή της κατάσταση ὡς ἀπαύγασμα θείου φωτός… Ρώτησαν κάποτε τόν Γέροντα Σιλουανό πῶς βρῆκε τόν Θεό, κι ἐκεῖνος εἶπε: “Ποτέ δέν ἂφησα στήν καρδιά μου λογισμό, πού νά παροργίζη τόν Θεό”!»