Το κεφάλαιο με τον παρά πάνω τίτλο, πέρα από τα ουσιαστικά κενά που παρουσιάζει, προσπαθεί να δώσει στον αναγνώστη μια παραπλανητική εικόνα των Θεολογικών Διαλόγων, όπως θα καταδειχθεί με όσα θα παραθέσουμε στη συνέχεια. Το γενικό συμπέρασμα που αποκομίζει ο αναγνώστης είναι ότι οι μέχρι σήμερα διεξαχθέντες Διάλογοι είχαν επιτυχία και έφεραν σημαντικούς και θετικούς καρπούς. Γύρω από το θέμα των Θεολογικών Διαλόγων έχουν ομιλήσει και έχουν ασκήσει κριτική μεγάλες και καταξιωμένες θεολογικές προσωπικότητες, (ορισμένες μάλιστα από αυτές έλαβαν μέρος σε Διαλόγους), άνδρες εγνωσμένου κύρους και πνευματικότητος, που δεν συμφωνούν καθόλου με τα συμπεράσματα του συγγραφέως. Πρόκειται για πρόσωπα, τα οποία είχαν το θάρρος να υψώσουν το ανάστημά τους και να διαφωνήσουν, καθώς διαπίστωναν την στρεβλή πορεία που έπαιρναν συν τω χρόνω οι Διάλογοι. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, είτε παραιτήθηκαν μόνοι τους, μη συμμετέχοντες σ’ αυτούς, διότι δεν θέλησαν να γίνουν μαριονέττες σε ένα «ανόσιο παίγνιο», είτε απομακρύνθηκαν από την προϊσταμένη τους εκκλησιαστική αρχή, επειδή τόλμησαν να διαφοροποιηθούν και να εναντιωθούν στην οικουμενιστική γραμμή, που χάραξε η εκκλησιαστική τους ηγεσία. Μας εκπλήσσει δε το γεγονός ότι ο συγγραφέας, (με εξαίρεση τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ), θεληματικά τους αγνοεί. Γιατί άραγε; Επειδή δεν έχει την τόλμη και τη δύναμη να τους αντικρούσει; Ή επειδή δεν τον βοηθούν να βγάλει τα συμπεράσματα που θέλει;
Στις γραμμές που ακολουθούν, θα προσπαθήσουμε να δώσουμε στον αναγνώστη την αληθινή εικόνα των Διαλόγων, βασιζόμενοι κυρίως πάνω σε κριτικές θέσεις και παρατηρήσεις ορισμένων μόνον εξ αυτών. Θα παραθέσουμε ακόμη και ορισμένες θέσεις και απόψεις, πραγματικά αποκαλυπτικές και σοκαριστικές, θιασωτών του Οικουμενισμού, προκειμένου να φανεί, (από την αντίθετη παράταξη τώρα), που στόχευαν και που στοχεύουν, αυτοί που κινούσαν και κινούν τα νήματα των Διαλόγων. Να φανεί ακόμη ποιες σκοτεινές δυνάμεις και ποια παγκόσμια κέντρα εξουσίας κρύβονται πίσω από τους Διαλόγους. Χωρίζουμε το κεφάλαιο αυτό σε δύο ενότητες: 1) Διαχριστιανικοί Διάλογοι και 2) Διαθρησκειακοί Διάλογοι.
1) Διαχριστιανικοί Διάλογοι.
Ο συγγραφέας κατ’ αρχήν παρατηρεί ότι «η ενότητα της Εκκλησίας είναι δυνατή μόνον εν τη ορθή πίστει. Ακριβώς για αυτό, διά μέσου ολόκληρης της ιστορίας της ύπαρξης, η Εκκλησία πολέλησε πολύ για να διαφυλαχθεί η ορθή πίστη. Τίποτε δε μπορεί και δεν επιτρέπεται να τεθεί υπεράνω της πίστης. Ούτε η αγάπη δεν είναι υπεράνω και πριν την πίστη, διότι ούτε η αγάπη, ούτε και οποιαδήποτε άλλη αρετή μπορούν να διατηρηθούν χωρίς την ορθή πίστη», (σελ. 326). Πολύ ορθές οι παρά πάνω επισημάνσεις. Το ερώτημα όμως εν προκειμένω είναι: Μπορούμε να πούμε ότι οι μέχρι σήμερα Διάλογοι υπηρέτησαν με πιστότητα και συνέπεια τον στόχο της διαφυλάξεως της ορθής πίστεως; Μ’ άλλα λόγια οι Ορθόδοξοι αντιπρόσωποί μας στους Διαλόγους παρέμειναν εδραίοι και αμετακίνητοι στην Ορθοδοξία, ή μήπως παρασύρθηκαν σε συμβιβασμούς και υποχωρήσεις ανεπίτρεπτες ως προς το δόγμα και την εκκλησιαστική μας αυτοσυνειδησία; Την απάντηση στα παρά πάνω ερωτήματα μας δίδουν τα κείμενα κοινής αποδοχής, τα οποία συνυπέγραψαν Ορθόδοξοι και ετερόδοξοι και τα οποία, όπως θα φανεί στη συνέχεια, κάθε άλλο παρά ως Ορθόδοξα κείμενα μπορούν να χαρακτηριστούν. Για παράδειγμα, τα κείμενα του Μπαλαμάντ, της Ραβέννας, του Πόρτο Αλέγκρε, του Πουσάν κ.α μπορούν να χαρακτηριστούν ως Ορθόδοξα κείμενα; Όχι βέβαια! Πάνω στα κείμενα αυτά αναφέρθηκε στο παρελθόν το Γραφείο μας με πολλές κριτικές παρατηρήσεις και δεν είναι του παρόντος να τις επαναλάβουμε. Θα περιοριστούμε εδώ να παραθέσουμε ένα μόνο απόσπασμα από το κείμενο του Μπαλαμάντ: «Εκατέρωθεν αναγνωρίζεται ότι όσα ενεπιστεύθη ο Χριστός εις την Εκκλησία του, (ομολογία της αποστολικής πίστεως, μετοχή εις τα αυτά μυστήρια, κυρίως εις την μίαν ιερωσύνην την τελούσαν την μίαν θυσίαν του Χριστού, αποστολική διαδοχή των επισκόπων), δεν δύνανται να θεωρηθούν ως αποκλειστική ιδιοκτησία μιάς των ημετέρων Εκκλησιών. Είναι σαφές ότι εντός του πλαισίου τούτου αποκλείεται πας αναβαπτισμός. Διά τούτον ακριβώς τον λόγον η Καθολική Εκκλησία και η Ορθόδοξος Εκκλησία αναγνωρίζουν εαυτάς αμοιβαίως ως αδελφάς Εκκλησίας, από κοινού υπευθύνους διά την τήρησιν της Εκκλησίας του Θεού εν τη πιστότητι προς την θείαν οικονομίαν, ιδιαίτατα ως προς την ενότητα», (παράγρ. 13,14). Όπως γίνεται ολοφάνερο από το κείμενο, οι εκπρόσωποι των Ορθοδόξων Εκκλησιών ουσιαστικά αρνούνται ότι μόνον η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, όπως δηλαδή ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως. Δέχονται ότι η Ορθοδοξία συναποτελεί με τον Παπισμό την Μία Εκκλησία, (Una Sanctam). Γίνεται αμοιβαία αναγνώριση των μυστηρίων, της αποστολικής διαδοχής και της αποστολικής πίστεως. Ο όρος «αδελφή Εκκλησία» παύει να αποτελεί έκφραση φιλοφρονήσεως και ευγενείας και αποκτά σαφή εκκλησιολογική διάσταση. Όπως παρατηρεί σύγχρονος κορυφαίος θεολόγος: «Η διδασκαλία των μεγάλων αγίων και Πατέρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί του ότι οι Λατίνοι είναι σχισματικοί και αιρετικοί συγχρόνως, εγκατελείφθη και ηχρηστεύθη. Είναι λοιπόν αποστολική πίστις το filioque, το πρωτείο και το αλάθητον του Πάπα, το καθαρτήριον πύρ, τα άζυμα, η κτιστή Θεία Χάρις, η διάσπασις των μυστηρίων της μυήσεως και η πληθύς των άλλων καινοτομιών;…Πως θεωρούμε αφ’ ενός την Ρώμη αιρετική και σχισματική, μη δυναμένην ως εκ τούτου να μετάσχει της κοινωνίας του κοινού Ποτηρίου και αφ’ ετέρου να δεχόμεθα αυτήν πλήρως ως αδελφήν Εκκλησίαν;».[1] Τι έχει να μας επί ο συγγραφέας πάνω στο κείμενο του Μπαλαμάντ; Είναι ένα Ορθόδοξο κείμενο, ή όχι;
Παρά κάτω γράφει: «Ο διάλογος που η Εκκλησία οφείλει να διεξάγει αδιάκοπα, απευθύνεται τόσο προς εκείνους που είναι ήδη μέλη της, όσο και προς εκείνους που είναι δυνητικά μέλη της», (σελ. 327). Σαφώς οφείλει να δίνει τη μαρτυρία της η Εκκλησία προς τους αιρετικούς, ωστόσο ο απόστολος Παύλος θέτει όρια στον Διάλογό μας προς αυτούς: «Αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, ειδώς ότι εξέστραπται ο τοιούτος και αμαρτάνει ων αυτοκατάκριτος» (Τίτ. 3,10-11). Δεν έχει υποχρέωση η Εκκλησία να αναλώνεται σε ατέρμονες και ατελέσφορους Διαλόγους, όταν διαπιστώνει ότι εκείνοι δεν πείθονται και δεν αποκηρύσσουν τις πλάνες τους. Και σε παλαιότερες εποχές η Εκκλησία μας διεξήγαγε Διαλόγους με τους ετεροδόξους. Οι Διάλογοι όμως αυτοί είχαν σαφή χρονικά πλαίσια. Και επί πλέον πάντοτε οι Ορθόδοξοι επρόβαλλαν ως απαραίτητο και αδιαπραγμάτευτο όρο ενώσεως την επάνοδο των αιρετικών στην Ορθόδοξη πίστη. Αντιθέτως τώρα, στους σημερινούς οικουμενικούς Διαλόγους, επιχειρείται μία ένωση παρά τις υπάρχουσες δογματικές διαφορές.
Παρά κάτω γράφει: «Στις μέρες μας εμφανίζεται το φαινόμενο της επιδίωξης να τεθεί η ενότητα κατά κάποιον τρόπο εκτός της αληθείας της ορθής πίστης. Ίσως αυτό συμβαίνει επειδή ακόμη και οι ίδιοι οι εκκλησιαστικοί άνθρωποι ενδιαφέρονται όλο και χλιαρότερα για τη ζωή στην αληθινή πίστη και τη διαφύλαξη της κανονικής τάξεως της Εκκλησίας», (σελ. 331). Ορθή η παρά πάνω διαπίστωση. Ωστόσο, απ’ ό,τι φαίνεται, ο συγγραφέας αδυνατεί να διεισδύσει στα βαθύτερα αίτια αυτής της διαπιστώσεως. Ίσως αγνοεί, ή θεληματικά προσπερνά, το γεγονός, ότι στους σημερινούς Διαλόγους δεν έχουμε απλώς το «φαινόμενο της επιδίωξης να τεθεί η ενότητα κατά κάποιον τρόπο εκτός της αληθείας της ορθής πίστης». Η πραγματικότητα των Διαλόγων είναι πολύ πιο τραγική και οδυνηρή, απ’ όσο την παρουσιάζει και εξηγούμεθα: Μέσα στον οργανισμό του ΠΣΕ, στον οποίο δεσπόζει ασφυκτικά ο Προτεσταντισμός από αριθμητικής πλευράς, οι Ορθόδοξες Εκκλησίες ήταν αδύνατον, όπως ήταν επόμενο, να έχουν τον έλεγχο της καταστάσεως και των αποφάσεών του. Σύντομα διαπιστώθηκε στους Διαλόγους με τους Προτεστάντες στα παγκόσμια οικουμενιστικά Συνέδρια, το αμετακίνητο της γνώμης και η πεισματώδης επιμονή τους στις ποικίλλες αιρετικές τους διδασκαλίες. Η στάση των Ορθοδόξων αντιπροσώπων στα πρώτα συνέδρια του ΠΣΕ ήταν πράγματι ομολογιακή. Τα πράγματα όμως στην συνέχεια άλλαξαν. Η αρχική δυνατότητα των Ορθοδόξων Εκκλησιών να διακηρύσσουν με κοινή δήλωση, ότι μόνον η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία, Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, απαγορεύτηκε μετά την Γ΄ Γενική Συνέλευση του ΠΣΕ στο Νέο Δελχί το 1961, και επιβλήθηκε η άποψη να συντάσσονται και να υπογράφονται κείμενα κοινής αποδοχής από Ορθοδόξους και Προτεστάντες. Προϊόντος του χρόνου «η προβληματική κατάσταση ανάμεσα στο ΠΣΕ και τους Ορθοδόξους έγινε πιο αισθητή στα παγκόσμια οικουμενιστικά συνέδρια του San Antonio (Μάϊος 1989) και της Seoul (Μάρτιος 1990). Κυρίως όμως στην έβδομη Γενική Συνέλευση στην Camperra το Φεβρουάριο του 1991, όπου διαφάνηκε ξεκάθαρα η εκ διαμέτρου αντίθετη προσέγγιση του Τριαδολογικού Δόγματος και κυρίως της διδασκαλίας περί του Αγίου Πνεύματος, ανάμεσα στην Ορθόδοξη Παράδοση και σε επικρατούσες τάσεις εντός του προτεσταντικού κόσμου…Επίσης η συμμετοχή των Ορθοδόξων στη λήψη αποφάσεων εντός του ΠΣΕ, έστω και αν αναβαθμίστηκε μετά το 2002, ήταν περορισμένη και στην ουσία αδύναμη να επηρεάσει τις κατευθυντήριες γραμμές και αποφάσεις επί ουσιαστικών θεμάτων, εξ’ αιτίας της πληθώρας των ψήφων που κατείχαν, αλλά και κατέχουν, οι διάφορες προτεσταντικές ομάδες-μέλη. Με τον τρόπο αυτό συζητούνταν θέματα άσχετα προς την Ορθόδοξη προβληματική. Σε κάθε όμως περίπτωση αυτό που κατά κύριο λόγο αμφισβητείται είναι η ύπαρξη αποτελεσμάτων ύστερα από πολύχρονη συμμετοχή των Ορθοδόξων στο ΠΣΕ».[2]
Toν αρχικό ενθουσιασμό μεγάλων Ορθοδόξων θεολόγων, που εκπροσώπησαν την Ορθοδοξία στο ΠΣΕ, για την ενδεχόμενη δυνατότητα Ορθοδόξου μαρτυρίας, αρχίζει σιγά σιγά να διαδέχεται δισταγμός, απογοήτευσις και επιφυλακτικότης. Όσοι εξ αυτών ετόλμησαν να εκφράσουν την διαφωνία τους με την οικουμενιστική γραμμή του Φαναρίου, απομακρύνθηκαν από τους Διαλόγους, ή παραιτήθηκαν από μόνοι τους. Όπως σημειώνει ο αοίδιμος καθηγητής κυρός Γεώργιος Μεταλληνός: «Η παραίτηση του (καθηγητού) Ιω. Καρμίρη και άλλων καθηγητών (Μ. Φαράντος, Στυλ. Παπαδόπουλος, κ.α.) από τους Διαλόγους, αλλά και η στάση πολλών καθηγητών απέναντί τους λέγουν πολλά».[3] «Η στάση του π. Γεώργιου Φλωρόφσκυ, έναντι του ΠΣΕ ήταν ιδιαιτέρως πατερική και αγιογραφική. Συνεχώς επέμενε στην επιστροφή στην αγία Γραφή μέσω της πατερικής παραδόσεως. Γι’ αυτό και απομακρύνθηκε από ηγετικές θέσεις του ΠΣΕ και της Οικουμενικής Κινήσεως».[4] Μεταξύ των αντιδρώντων στο κείμενο του Balamand ήταν και ο μακαριστός καθηγητής κυρός Ιωάννης Ρωμανίδης. Όταν αυτός διαμαρτυρήθηκε προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο για τους απαραδέκτους αυτούς συμβιβασμούς, απειλήθηκε εμμέσως, πλήν σαφώς, με καθαίρεση.
Ο μακαριστός καθηγητής της Πατρολογίας Στυλ. Παπαδόπουλος επισημαίνει με απογοήτευση: «Οι Διάλογοι: αυτονόητοι, αναποτελεσματικοί και προβληματικοί».[5] Σε άλλο σημείο των διαπιστώσεών του σχετικά με τους διαλόγους παρατήρησε: «Δεν συνέβη μέχρι σήμερα κάποια ομολογία να εγκαταλείψει στοιχείο της διδασκαλίας της ως αποτέλεσμα των διαλόγων…Κάποιες ίσως δευτερεύουσες πρακτικές πλευρές δυνατόν να δέχθηκαν οι εταίροι μας να αλλάξουν. Ποτέ στοιχείο της διδασκαλίας τους»[6]. Ο μακαριστός καθηγητής Παν. Τρεμπέλας το 1971 εσχολίαζε: «Η υπό τους σημερινούς όρους συμμετοχή μας εις το ΠΣΕ είναι όλως απαράδεκτος. Εάν δεν εξασφαλιστεί, καθ’ ούς όρους αυτός ο άγιος Χαλκηδόνος καθώρισε, το να φέρωσιν αι ενέργειαι και αποφάσεις του συμβουλίου τούτου εμφανή ουχί την προτεσταντικήν αλλά την Ορθόδοξον σφραγίδα ενδείκνυται να αποχωρίσωμεν»[7]. Αποκαλυπτικές είναι και οι παρά κάτω διαπιστώσεις του μακαριστού κυρού Γεωρ. Μεταλληνού: «Αντί η Ορθοδοξία να επηρεάζει σωτηριολογικά τον μη Ορθόδοξο κόσμο, εφθάσαμε στην αποδοχή στην πράξη της ‘βαπτισματικής Θεολογίας’, της ‘Θεολογίας των αδελφών Εκκλησιών’ (πρβλ. συμφωνίας Balamand 1993), της ‘κοινής διακονίας’ της ‘διευρυμένης Εκκλησίας’ και του ‘πολιτιστικού πλουραλισμού’, όπως ορθότατα έχει επισημανθεί…Ο Οικουμενισμός σ’ όλες τις διαστάσεις και εκδοχές του έχει αποβεί αληθινή βαβυλώνιος αιχμαλωσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και όλων των τοπικών ηγεσιών της Ορθοδόξου Εκκλησίας, με ελάχιστες εξαιρέσεις, που δέχονται όμως αφόρητη πίεση. Η καύχηση και ο αυτοθαυμασμός των οικουμενιστών μας για μια δήθεν νέα εποχή που άνοιξε το Οικουμενικό Πατριαρχείο με τις πατριαρχικές εγκυκλίους των ετών 1902, 1904, και 1920, δεν δικαιώνονται, διότι ‘αυτό που κατορθώθηκε είναι να νομιμοποιήσουμε τις αιρέσεις και τα σχίσματα του Παπισμού και του Προτεσταντισμού’».[8] Αποκαλυπτικές όσο και οδυνηρές είναι και οι διαπιστώσεις του καθηγητού π. Θεοδώρου Ζήση: «Η υπερπεντηκονταετής παρουσία των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών στο ΠΣΕ, μέσα στην πανσπερμία, στο πλήθος και στην θεολογική αναρχία και σύγχυση των προτεσταντικών ομολογιών, συνδεόμενη ούτως ή άλλως στην πράξη, παρά τις αντίθετες διακηρύξεις, με εκκλησιολογικές παραχωρήσεις, συμβιβασμούς και υποχωρήσεις, δεν ήταν δυνατόν αθροιστικά και ουσιαστικά να έχει την ευλογία του Θεού και την προσδοκώμενη καρποφορία. Εξαφανιστήκαμε, χαθήκαμε οι Ορθόδοξοι αριθμητικά, δεν είχαμε καμιά δυνατότητα με τον ελάχιστο αριθμό ψήφων που διαθέταμε να επηρεάσουμε τις συζητήσεις και τις αποφάσεις».[9] Στην ίδια γραμμή και στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι διαπιστώσεις και εκτιμήσεις των αγιορειτών Πατέρων, οι οποίοι σε Υπόμνημα της Ιεράς Κοινότητος του αγίου Όρους, που απεστάλη τον Φεβρουάριο του 2007, επισημαίνουν μεταξύ άλλων και τα εξής: «Η θεολογική ταυτότης του ΠΣΕ είναι προτεσταντική. Η μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν γίνεται δεκτή στο σύνολό της από τις προτεσταντικές εκκλησίες του ΠΣΕ, όπως φαίνεται από την 60ετή ιστορία του και από την πολύ μακρύτερη ιστορία των ορθοδοξοπροτεσταντικών επαφών. Όλα δείχνουν, ότι το επιδιωκόμενο στο ΠΣΕ είναι η ομογενοποίησις των εκκλησιών μελών του ΠΣΕ μέσω ενός μακροχρονίου συμφυρμού»[10]. Τι έχει να μας πεί ο συγγραφέας απέναντι σ’ όλες τις παρά πάνω μαρτυρίες;
Στη συνέχεια γράφει: «Δεν πρέπει να αναμένουμε ότι η ενότητα των Εκκλησιών θα επιτευχτεί μέσω της ομοσπονδιακής προσέγγισης, πράγμα που συμβαίνει στην πολιτική. Η ομοσπονδιακή προσέγγιση, η οποία πραγματοποιείται στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Μέσω μια τέτοιας προσέγγισης η αλήθεια της πίστης σχετικοποιείται πλήρως», (σελ. 332). Πολύ ορθή και αυτή η παρατήρηση. Όμως δεν είδαμε πουθενά στο πολυσέλιδο σύγγραμμά του να ασκεί κριτική στο παναιρετικό ΠΣΕ και στην απαράδεκτη συμμετοχή της Εκκλησίας μας σ’ αυτό. Ίσως αγνοεί ο συγγραφέας, ή θεληματικά προσπερνά το γεγονός, ότι αυτή καθ’ εαυτήν η ένταξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο ΠΣΕ και η συνύπαρξη και συνεργασία της με την αίρεση συνιστά παραβίαση της κανονικής τάξεώς της και αθέτηση της εκκλησιολογικής αυτοσυνειδησίας της. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής στη Θεολογική Σχολή Αθηνών μακαριστός Κων. Μουρατίδης: «Η αλλόκοτος και τερατώδης και καταλυτική της ορθοδόξου κανονικής τάξεως και Ιεράς Παραδόσεως συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις το Παγκόσμιον Συνοθύλευμα των Αιρέσεων συνιστά την μεγίστην παγίδα του Αντικειμένου εν τη ιστορία της στρατευομένης Εκκλησίας του Χριστού, προς διάβρωσιν και αποσύνθεσιν του απολυτρωτικού έργου της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας…Αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός της συμμετοχής της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας εις το συνοθύλευμα των αιρέσεων του ΠΣΕ προσκρούει ‘α πριόρι’ και εξ’ απόψεως αρχής εις τεράστια και τουτ’ αυτό ανυπέρβλητα εμπόδια, προερχόμενα εξ’ αυτής της φύσεως και του χαρακτήρος της Εκκλησίας, ως της μιάς, αγίας καθολικής και αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας».[11] Πάνω στο ίδιο θέμα ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς παρατηρεί: «Ήτο άραγε απαραίτητον η Ορθόδοξος Εκκλησία, αυτό το πανάχραντον Θεανθρώπινον σώμα και οργανισμός του Θεανθρώπου Χριστού, να ταπεινωθεί τόσον τερατωδώς, ώστε οι αντιπρόσωποί της θεολόγοι, ακόμη και Ιεράρχαι, να επιζητούν την οργανικήν μετοχήν και συμπερίληψιν εις το ΠΣΕ; Αλλοίμονον, ανήκουστος προδοσία».[12] Τέλος ο καθηγητής π. Θεόδωρος Ζήσης, επισημαίνει; «…Ούτε έπρεπε από την αρχή να μετάσχουμε, ούτε τώρα αμετανοήτως να συνεχίζουμε να μετέχουμε του ΠΣΕ και των άλλων οικουμενιστικών θεσμών και διαλόγων, γιατί αυτή η συμμετοχή μας ακυρώνει το Ευαγγέλιο, προσβάλλει τους μάρτυρες, διαφωνεί με τους αγίους Πατέρες, αποτελεί πρωτοφανή καινοτομία στη ζωή της Εκκλησίας ανά τους αιώνες και είναι μέρος του παιχνιδιού της Βαβυλώνος της μεγάλης».[13] Τι έχει να μας πεί ο συγγραφέας απέναντι στις παρά πάνω μαρτυρίες;
Η μη έγκαιρη αποχώρησή μας από τους Διαλόγους οδήγησε νομοτελειακά στο τραγικό φαινόμενο να διατυπώνονται από «Ορθοδόξους» εκπροσώπους και Πατριάρχες, αντορθόδοξες δηλώσεις και να υπογράφονται κοινά κείμενα με τους αιρετικούς, ξένα προς την παράδοση και την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Για παράδειγμα στην 3η Γενική Συνέλευση του Νέου Δελχί το 1961 ο καθηγητής της θεολογίας μακαριστός Νίκος Νησιώτης εδήλωσε: «Δεν σκεπτόμεθα διαρκώς και δεν ενεργούμε ωσάν η ‘Una Sancta’ περιορίζετο εντός των ορίων της ιδικής μας Εκκλησίας ή Ομολογίας; Αλλ’ η πείρα των συναντήσεων εις συνελεύσεις και συνέδρια αποσείει αφ’ ημών την αυταρέσκειαν ταύτην».[14] Ο μακαριστός καθ. Κων. Μουρατίδης πολύ ενωρίς, ήδη το 1973, επεσήμανε το φοβερό αυτό κατάντημα της φθοράς και διαβρώσεως, το οποίο καυτηριάζει δρυμύτατα: «Δεν παρήλθον εί μη ολίγαι δεκαετηρίδες και το αποσυνθετικόν πνεύμα του θρησκευτικού συγκρητισμού, το οποίον δεσπόζει εις το ΠΣΕ, επέδρασεν εις τοιούτον βαθμόν διαβρωτικώς επί της περαιτέρω πορείας κορυφαίων εκπροσώπων της Ορθοδοξίας εις το ΠΣΕ, ούτως ώστε να αποδεχθούν ούτοι πλήρως την διαβόητον θεωρίαν των κλάδων, την αρχήν της περιεκτικότητος και την απάρνησιν της Ορθοδοξίας ως της Μίας Αγίας Καθολικής Εκκλησίας».[15] Με πολύ καυστική και ελεγκτική γλώσσα διεκτραγωδεί την κατάσταση, η οποία έχει πάρει πλέον διαστάσεις προδοσίας της πίστεως, ο ομότ. καθηγητής πρωτοπ. π. Θεόδωρος Ζήσης. Σχολιάζοντας την ενέργεια των προτεσταντών του ΠΣΕ να μας ταυτίσουν με τους Μονοφυσίτες λέγει: «Έχει πάρει τέτοια έκταση αυτή η άμβλυνση και η προδοσία της πίστεως, ώστε όχι μόνο οι Προτεστάντες, αλλά και εμείς, οι εκκλησιαστικοί μας ηγέτες δηλαδή, να συγκαλούμε επιτροπές, ή να συμμετέχουμε σε επιτροπές μαζί με τους αιρετικούς Μονοφυσίτες, αποκαλώντας τις επιτροπές αυτές ‘διορθόδοξες’…Δεκαέξη αιώνων παράδοση Ορθοδοξίας κατεδαφίζεται και σωριάζεται σε ερείπεια. Και αυτό δεν συνάγεται μόνον από την χρήση και υιοθέτηση του όρου Ορθόδοξος για τους αιρετικούς, που θα αρκούσε να γκρεμίσει τα όρια μεταξύ Ορθοδοξίας και πλάνης, αλλά και από άλλες θετικές στη συνέχεια προς την κατεύθυνση αυτή ενέργειες, τις οποίες μάλιστα με πρωτοφανή θρασύτητα, θεολογική κενότητα και μεγαλοστομία, τολμούν και δημοσία, ‘γυμνή τη κεφαλή’ να υποστηρίζουν οι αυτουργοί τους και να στρέφονται εναντίον όσων εντοπίζουν την πλάνη και ανησυχούν…Η συγκρητιστική διαθρησκειακή και διαχριστιανική ισοπέδωση δεν ανέχεται πλέον την έννοια της αιρέσεως στην εποχή μας.…Η διατυμπανιζομένη μαρτυρία των Ορθοδόξων έμεινε λόγος κενός, γιατί κατέληξε σε συμμαρτυρία της πλάνης και της αιρέσεως.»[16] Σε άλλη συνάφεια των λόγων του ο εν λόγω καθηγητής πρωτοπρεσβύτερος παρατηρεί: «Η συνειδητοποίηση, συν τω χρόνω, αυτής της καταστάσεως, και οι προκλητικές εξελίξεις στον χώρο του Προτεσταντισμού σε θέματα πίστεως και ζωής, όπως η ανοχή ακόμη και αρνητών του δόγματος της αναστάσεως, παγανιστικών λατρειών του πνεύματος της φύσεως, η αποδοχή και η έγκριση της ιερωσύνης των γυναικών, του γάμου των ομοφυλοφίλων και πολλά άλλα, που έδειχναν, ότι η παρουσία των Ορθοδόξων ούτε απλώς ως φρένο και συγκράτηση λειτουργεί, αλλά αντίθετα ως νομιμοποίηση και συνυπευθυνότητα, που ενισχύει τον κατήφορο στην πλάνη, οδήγησαν μερικές αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, πιεζόμενες από την υγιή ένσταση και ανησυχία των πληρωμάτων τους, να αποχωρήσουν από το ΠΣΕ».[17]
Σχετικά με το «Κείμενο της Ραβέννας», ο συγγραφέας αναφέρει ότι το κείμενο «διαμορφώθηκε υπό την επίδραση της ορθοδόξου εκκλησιολογίας και από τις όχι ασήμαντες αλλαγές στις τοποθετήσεις των ρωμαιοκαθολικών θεολόγων. Το κείμενο της Ραβέννας αποτελεί μεγάλη προσφορά στο διάλογο των Ορθοδόξων με τους Ρωμαιοκαθολικούς, επειδή επέφερε και την προσέγγιση σε άλλες μέχρι τότε αμετάθετες θέσεις των δύο Εκκλησιών, όπως π.χ. την αντίληψη περί των πρωτείων στην Εκκλησία. Σύμφωνα με το κείμενο, το πρωτείο δεν θεωρείται ως κάποια έλλειψη, ή κάποια υποτίμηση των άλλων Επισκόπων στην Εκκλησία, αλλά παραλληλίζεται με το πρωτείο εν τη Αγία Τριάδι, όπου η καταρίθμηση του Πατρός ως Πρώτου δεν μειώνει, ούτε υποτιμά τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα…Ούτε ο Πάπας Ρώμης ούτε κάποια άλλη Εκκλησία μπορούν να αλλάξουν, χωρίς την συγκατάθεση των άλλων Εκκλησιών, τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και το Σύμβολο της πίστεως. Όλα αυτά καθιστούν το κείμενο της Ραβέννας άξιο εκτίμησης και αποδεικνύουν ότι εκφράζει εν πληρότητι την θεολογική προσέγγιση στο Διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς», (σελ. 339)!
Το κείμενο αυτό παρουσιάζει πολλά προβληματικά σημεία, ασυμβίβαστα προς την Ορθόδοξη πίστη και Παράδοση. Τα σημεία αυτά αναδεικνύει και ανατρέπει με αδιάσειστα επιχειρήματα σε μια άριστη μελέτη του ο ομότ. καθηγητής της Δογματικής στο Α.Π.Θ. κ. Δημ. Τσελεγγίδης, την οποία παρουσίασε σε πρόσφατη ημερίδα, που διοργάνωσε η Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. τον Μάϊο του 2009. Στη μελέτη αυτή ο κ. καθηγητής επισημαίνει μεταξύ άλλων τα εξής: Κατ’ αρχήν σχολιάζει την αναφορά στην αρχιερατική προσευχή του Χριστού της πρώτης παραγράφου, προκειμένου να θεμελιωθεί βιβλικά η επιδιωκόμενη ενότητα μεταξύ των δύο μερών: «ίνα πάντες εν ώσιν, καθώς συ Πάτερ εν εμοί καγώ εν σοί, ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσιν, ίνα ο κόσμος πιστεύσει ότι συ με απέστειλας» (Ιω.17,21). Ωστόσο η ενότητα, για την οποία ομιλεί εδώ ο Χριστός κατανοείται ορθά, μόνον όταν λάβουμε υπ’ όψιν μας όσα προσθέτει παρακάτω στον επόμενο στίχο: «καγώ την δόξαν ην δέδωκάς μοι δέδωκα αυτοίς, ίνα ώσιν εν καθώς ημείς εν εσμέν» (στιχ. 22). Η ενότητα δηλαδή αυτή του Θεού με τον άνθρωπο και των ανθρώπων μεταξύ των επιτυγχάνεται μόνον με την μέθεξη της άκτιστης θεοποιού ενεργείας και δόξας του Τριαδικού Θεού και παρέχεται διά του Χριστού εν αγίω Πνεύματι αποκλειστικά και μόνον στο μυστηριακό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία. «Όταν όμως συμβαίνει οι Ρωμαιοκαθολικοί να απορρίπτουν δογματικώς τον άκτιστον χαρακτήρα της θεοποιού Χάριτος, τότε οποιαδήποτε ενότητα και αν πραγματοποιούμε μαζί τους, είναι και παραμένει μόνο σε ανθρώπινο και κτιστό επίπεδο…Κατά συνέπεια εν όσω δεν γίνεται δεκτή η περί ακτίστου Χάριτος θεολογία, πράγμα που εκφράζεται θεσμικά και με το Filioque, δεν είναι εφικτή καμιά ουσιαστική, θεολογική, εκκλησιολογική και αγιοπνευματική ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και του Ρωμαιοκαθολικισμού.[18]
Σχολιάζοντας την τρίτη παράγραφο σχετικά με τις εκκλησιολογικές και κανονικές συνέπειες, οι οποίες απορρέουν από τη μυστηριακή φύση της Εκκλησίας, παρατηρεί: «Δεν είναι θεολογικώς ορθό, και ειδικότερα δεν είναι εκκλησιολογικώς επιτρεπτό, να διερευνούν οι Ορθόδοξοι από κοινού και ‘επί ίσοις όροις’ με τους ετεροδόξους ζητήματα που απορρέουν από τη μυστηριακή φύση της Εκκλησίας, όπως είναι λ.χ. η θεσμική δομή της. Κάτι τέτοιο δεν μαρτυρείται από την Παράδοση της Εκκλησίας, ούτε υπάρχει ιστορικό προηγούμενο της εκκλησιαστικής ζωής. Και τούτο, επειδή τα θεολογικά και θεσμικά επίπεδα της Ορθοδοξίας και της ετεροδοξίας είναι ασύμπτωτα. Είναι φυσιολογικό, η δογματική διαφοροποίηση ανάμεσα στην Ορθοδοξία και στον Ρωμαιοκαθολικισμό να αντανακλάται αναπόφευκτα όχι μόνο στο θεσμικό επίπεδο, αλλά και στη σύνολη εκκλησιαστική ζωή των πιστών τους.»[19]
Σχολιάζοντας την παράγραφο 8 του κειμένου: «Ως διάδοχοι των αποστόλων οι επίσκοποι είναι υπεύθυνοι διά την κοινωνίαν εν τη αποστολική πίστει…», παρατηρεί: «Κατ’ αρχήν, ποιάς Εκκλησίας την πίστη διακηρύσσουν οι επίσκοποι; Της μίας Παγκόσμιας Εκκλησίας του Χριστού, στην οποία μετέχουν ισοτίμως Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί; Αν πρόκειται γι’ αυτήν την Εκκλησία, τότε γίνεται σαφές πλέον, ότι οι σοβαρότατες διαφορές μας στο δόγμα δεν σημαίνουν τίποτε από εκκλησιολογική άποψη. Μια τέτοια όμως θεώρηση αντίκειται στο γράμμα και στο πνεύμα των επτά Οικουμενικών Συνόδων, όπως προκύπτει από την μελέτη των πρακτικών τους…Είναι γιαυτό πρακτικώς και λογικώς ασυνεπές για μας τους Ορθοδόξους να θεωρήσουμε τους Ρωμαιοκαθολικούς ως επισκόπους υπευθύνους ‘διά την κοινωνίαν εν τη αποστολική πίστει’, όταν κατά τους Ορθοδόξους οι Ρωμαιοκαθολικοί διά του Filioque εφαλκίδευσαν την αποστολική πίστη της Εκκλησίας».[20]
Παρακάτω σχολιάζοντας την παράγραφο 32 του κειμένου: «Συμφώνως προς την θέλησιν του Χριστού, η Εκκλησία είναι μία και αδιαίρετος, η αυτή πάντοτε και πανταχού. Αμφότεραι αι πλευραί ομολογούν εις το Σύμβολον Νικαίας –Κωνσταντινουπόλεως, ότι η Εκκλησία είναι μία και καθολική», παρατηρεί: «Αν όμως ισχύει αυτό και για τις δύο πλευρές, τότε σίγουρα μία από τις δύο δεν μπορεί να είναι Εκκλησία, σύμφωνα με τον αυτοπροσδιορισμό τους, που γίνεται στην υποσημείωση 1, παράγραφος 4, επειδή εκεί κάθε μία διεκδικεί την αυθεντικότητα και αποκλειστικότητα της μίας Εκκλησίας».[21]
Σχολιάζονας τις διατυπώσεις της παραγράφου 33: «μία τοπική Εκκλησία δεν δύναται να αλλοιώσει το Σύμβολον της πίστεως, το οποίον διετυπώθη υπό των Οικουμενικών Συνόδων», καθώς και της παραγράφου 35, «ότι οι δογματικές αποφάσεις και διατυπώσεις των Οικουμενικών συνόδων ‘είναι δεσμευτικές δι’ όλας τας Εκκλησίας και όλους τους πιστούς, εις οιονδήποτε χρόνον και τόπον’», παρατηρεί, ότι οι παρά πάνω διατυπώσεις «εμφανίζονται να είναι θεωρητικές και κενές περιεχομένου, εφ’ όσον δεν γίνεται καμία αναφορά πουθενά στο κείμενο γιά καταδίκη του Filioque, ως προσθήκης, που αντίκειται στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων».[22]
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η αξιολόγηση του κειμένου από τον μακαριστό Αρχ. και πρώην Καθηγούμενο της Ιεράς Μονής Γρηγορίου Αγίου Όρους κυρό Γεώργιο Καψάνη[23]: «Στο ‘Κείμενο της Ραβέννας’ αναπτύσσονται δύο σημαντικές πτυχές του θεσμού της Εκκλησίας, η συνοδικότης και η αυθεντία…Αναμφιβόλως κατά την πρώτη χιλιετία η συνοδικότης λειτουργούσε και γι’ αυτό δεν είχε αναπτυχθή αυθεντία με την μορφή παγκοσμίου πρωτείου, ή δικαιοδοσίας. Η εκτροπή όμως στο παπικό Πρωτείο δεν έγινε σε μία στιγμή χρόνου. Λόγω του παπικού ηγεμονισμού επί της καθόλου Εκκλησίας στην εκκλησία της Ρώμης επί αιώνες εκυοφορείτο μία διαδικασία υποβαθμίσεως της συνοδικότητος και αναδύσεως του παπικού Πρωτείου. Στην διαδικασία αυτή παραπέμπει ευθέως και σαφώς η ανωτέρω ‘διαφωνία’ των Ορθοδόξων και των Ρωμαιοκαθολικών της Μικτής Επιτροπής στην Ραβέννα. Ενόσω όμως οι Ρωμαιοκαθολικοί δεν παραιτούνται από την παποκεντρική ερμηνεία των θεσμών της συνοδικότητος και της αυθεντίας κατά την πρώτη χιλιετία της ζωής της Εκκλησίας, η ‘συμφωνία’ του ‘Κειμένου της Ραβέννας’ κλίνει υπέρ της αναγνωρίσεως ενός παγκοσμίου πρωτείου στον Πάπα. Μόνο εάν οι Ρωμαιοκαθολικοί δεχθούν να ερμηνεύσουν τα ιστορικά στοιχεία της πρώτης χιλιετίας όπως και οι Ορθόδοξοι, θα είναι βέβαιο ότι παραιτούνται των παπικών νεωτερισμών της δευτέρας χιλιετίας».[24]
2) Διαθρησκειακοί διάλογοι.
Σχετικά με τους Διαθρησκειακούς Διαλόγους ο συγγραφέας μεταξύ άλλων αναφέρει τα εξής: «Η Εκκλησία πολλές φορές στο ρου της ιστορίας διαλέχθηκε με ορισμένες θρησκείες, ιδιαίτερα με το Ισλάμ. Ωστόσο ποτέ δεν υπήρξε κάποια θεολογία των θρησκειών. Κάθε Διάλογος που οι χριστιανοί διεξήγαγαν στο παρελθόν με εκπροσώπους άλλων θρησκειών, γινόταν ως επί το πλείστον χάριν της αποκατάστασης, ή της διατήρησης της ειρήνης», (σελ. 341). Παρά κάτω προσθέτει: «Ο Οικουμενισμός θα έπρεπε να είναι ο θρίαμβος της αλήθειας, όχι ο συμβιβασμός χάριν της επίτευξης ‘υψηλών’ στόχων. Αν τεθεί οποιοσδήποτε άλλος στόχος πέραν της αλήθειας, τότε αυτός ο στόχος αφ’ εαυτού αποτελεί αστοχία», (σελ.343). Πολύ σωστή η τελευταία αυτή παρατήρηση. Όμως ποια είναι η πραγματικότητα σχετικά με τους Διαθρησκειακούς Διαλόγους; Επιδιώχθηκε άραγε με συνέπεια η επίτευξη του στόχου της αλήθειας στους εν λόγω Διαλόγους, ή μήπως κυριάρχησαν άλλοι «στόχοι»; Ο συγγραφέας δεν μας απαντάει στο εν λόγω καυτό ερώτημα. Δεν έχει την τόλμη να «βάλει τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων».
Η τραγική πραγματικότητα είναι ότι στους μέχρι σήμερα διεξαχθέντες Διαλόγους, Συνέδρια και Συναντήσεις κυριάρχησαν κατ’ αρχήν δύο βασικές αντιλήψεις, οι οποίες συν τω χρόνω κατέστησαν βασικές και θεμελιώδεις δογματικές αρχές: α) Η αρχή του δογματικού πλουραλισμού, και β) Η αρχή του δογματικού μινιμαλισμού. Με την πρώτη υιοθετείται και νομιμοποιείται η συνύπαρξη διαφορετικών δογμάτων και πίστεων. Σύμφωνα μ’ αυτήν καμία θρησκεία δεν έχει ολόκληρη την αλήθεια. Όλες οι θρησκείες, (μαζί και η Ορθοδοξία), έχουν μέρος μόνον της αληθείας. Οπότε όλες θα πρέπει να συνεισφέρουν το μερίδιό τους, ώστε η κάθε μία να εμπλουτίσει τις άλλες και να εμπλουτιστεί από αυτές. Με την δεύτερη αρχή ελαχιστοποιούνται και αμβλύνονται οι μεταξύ των θρησκειών δογματικές διαφορές, ενώ καταβάλλεται προσπάθεια να προβληθούν οι δήθεν ομοιότητες και τα μεταξύ αυτών κοινά στοιχεία, ώστε να μη μείνουν περιθώρια στην Ορθοδοξία να διεκδικεί την αποκλειστικότητα και την μοναδικότητα της σωτηρίας. Κυριάρχησε επίσης στις Συναντήσεις αυτές το πνεύμα του ανθρωποκεντρικού Ουμανισμού. Οι στόχοι και η μεθοδολογία των διαλόγων σφραγίστηκαν μ’ ένα έντονο εγκοσμιοκρατικό χαρακτήρα και προσανατολισμό. Μέσα στο πνεύμα αυτό καλλιεργήθηκε η ιδέα ότι η προσέγγιση και ο διάλογος με τις άλλες θρησκείες, αποτελεί μία αναγκαιότητα προκειμένου έτσι να συστρατευθούν από κοινού σε μια κοινή μαρτυρία για το καλό του κόσμου.
Οι μέχρι τώρα γενόμενοι Διάλογοι όπως απέδειξαν τα πράγματα υπηρέτησαν και εξακολουθούν να υπηρετούν και να προωθούν τα σκοτεινά σχέδια της Νέας Εποχής, την ομογενοποίηση όλων των θρησκειών, προκειμένου έτσι να οικοδομηθεί το νέο θρησκευτικό μοντέλο της πανθρησκείας του Αντιχρίστου. Όπως είναι γνωστό, ο πρώτος και κύριος σκοπός της Νέας Εποχής είναι η δημιουργία των καταλλήλων προϋποθέσεων για την οικοδόμηση μιας Νέας Τάξεως Πραγμάτων, δηλαδή η ενοποίηση της ανθρωπότητος, πολιτική, οικονομική, πολιτισμική και θρησκευτική και η επίτευξη μιας παγκόσμιας κυβερνήσεως υπό την ηγεσία ενός νέου Μεσσία, ο οποίος θα είναι ταυτόχρονα πολιτικός ηγέτης και θρησκευτικός, της νέας παγκόσμιας θρησκείας. Αυτήν όμως την ιδέα της συγκρητιστικού τύπου ομογενοποιήσεως της ανθρωπότητος, που οραματίζονται οι σχεδιαστές της Νέας Εποχής, ομολογούν επίσης οι πρωτεργάτες των Διαθρησκειακών Διαλόγων.
Παρά κάτω περιοριζόμαστε να παραθέτουμε μερικές μόνον αποκαλυπτικές δηλώσεις ορισμένων εξ’ αυτών. Ο πρώην Πατριάρχης Αλεξανδρείας κυρός Παρθένιος, διεκήρυξε: «Για μένα το θέμα της γνώσεως αν το Ισλάμ είναι, ή δεν είναι μια εμπνευσμένη θρησκεία δεν τίθεται: Είναι βεβαίως εμπνευσμένη… Ο Μωάμεθ είναι άνθρωπος του Θεού, ο οποίος έκαμε τους Άραβας της ερήμου να πιστεύουν στον ένα Θεόν ικανούς να νηστεύουν, να προσεύχονται, να αγαπούν τους γείτονές τους και να εργάζονται για το καλό. Και αυτό είναι καλό πράγμα».[25] Αναφέρουμε επίσης τις βλάσφημες δηλώσεις του πρώην Μητροπολίτου Ελβετίας κυρού Δαμασκηνού: «κατά βάθος μια εκκλησία, ή ένα τέμενος αποβλέπουν στην ίδια πνευματική καταξίωση του ανθρώπου».[26] Ότι «η ουσιαστική ανεξιθρησκεία δεν περιορίζεται σε απλή ανοχή, αλλά συνίσταται πέραν αυτής και σε μια θετική αναγνώριση μιας ξένης θρησκείας ως γνήσιας δυνατότητος συναντήσεως με το ιερό».[27] Ο πρώην καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών μακαριστός Σάββας Αγουρίδης, μετά την συμμετοχή του στην Β΄ Συνδιάσκεψη της «Συνελεύσεως των Θρησκειών του Κόσμου» στο Σαν Φραντσίσκο το 1990, εδήλωσε: «Ο Ιουδαϊσμός και το Ισλάμ πρέπει να γίνουν αποδεκτοί από τους Ορθοδόξους ως ίσοι και όμοιοι με την Ορθοδοξία και ο Βουδισμός, όπως προφανώς και άλλες θρησκείες, αποτελούν θρησκευτικά φαινόμενα, όπως η Ορθοδοξία».[28]
Επίλογος
Από όλα όσα παρά πάνω παραθέσαμε καταδείξαμε, (πιστεύουμε), επαρκώς, πρώτον μεν τη βαθιά επίδραση της παναιρέσεως του Οικουμενισμού στη Διατριβή του συγγραφέως και δεύτερον την παραπλανητική εικόνα των Διαλόγων, που δίδει στον αναγνώστη. Κατέστη επίσης σαφές, ότι οι Διάλογοι χρησιμοποιήθηκαν από τις σκοτεινές δυνάμεις της Νέας Εποχής ως εργαλείο για την προώθηση των στόχων της. Η επιστράτευση του αγίου Μαξίμου του ομολογητού, για να δοθεί προφανώς Ορθόδοξο χρώμα και άρωμα στη Διατριβή, υπήρξε ατυχής. Πιστεύουμε ότι αν ζούσε σήμερα ο άγιος Μάξιμος, καθόλου δεν θα συμφωνούσε με το περιεχόμενο των δύο κεφαλαίων που εξετάσαμε. Είναι λυπηρό το γεγονός ότι σήμερα κορυφαίοι εκκλησιαστικοί ηγέτες, σε διορθόδοξο μάλιστα επίπεδο, αποδεικνύονται από τα γραφόμενά τους διαβρωμένοι και βαθιά επηρεασμένοι από την παναιρέση του Οικουμενισμού. Και ακόμη πιο λυπηρό το γεγονός, ότι πεισματικά κλείνουν τα μάτια τους απέναντι στην φοβερή αυτή αίρεση, την οποία θεληματικά αγνοούν, σαν να μην υπάρχει. Κατ’ εξοχήν δε λυπηρό το γεγονός ότι αρνούνται να μαθητεύσουν, ή τουλάχιστον να λάβουν υπ’ όψη τους, όσα περί Οικουμενισμού είπαν και εδίδαξαν μεγάλοι και καταξιωμένοι άνδρες, εγνωσμένου θεολογικού κύρους και πνευματικότητος, τοποθετούντες τον εαυτό τους υπεράνω αυτών. Οι προφητείες μεγάλων οσιακών μορφών που μίλησαν για τα έσχατα και είπαν ότι στους εσχάτους χρόνους οι κληρικοί θα είναι χειρότεροι από τους λαϊκούς, φαίνεται ότι αρχίζουν να πραγματοποιούνται. Η μόνη ελπίδα μας προς το παρόν είναι ο πιστός λαός του Θεού, ο υπέρτατος φύλακας της πίστεως, ο οποίος δεν θα αποδεχθεί την προαποφασισμένη, ήδη από το 1965, «ένωση των εκκλησιών», με κάθε τίμημα.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών
[1]Θεοδώρου Ζήση πρωτ. καθ. Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, «Ουνία, η καταδίκη και η αθώωση», Εκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 157,160. [2] Γεωργ. Μεταλλίδη, Δρος Θεολογίας, Η επίσημη διορθόδοξη στάση έναντι του ΠΣΕ, Πρακτικά Διορθοδόξου Επιστημονικού Συνεδρίου, Οικουμενισμός, Γένεση, Προσδοκίες, Διαψεύσεις, Εκδ. «Θεοδρομία», Θεσσαλονίκη 2008, Τομ. Α΄, σελ. 221-222, 227. [3]Πρωτ. Γ. Μεταλληνού, Οικουμενικό Πατριαρχείο και Οικουμενισμός, Πρακτικά Διορθοδόξου Επιστημονικού Συνεδρίου: Οικουμενισμός, Γένεση, Προσδοκίες, Διαψεύσεις, Τομ. Α΄, Εκδ. Θεοδρομία, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 245-246 [4] Γεωρ. Μεταλληνού, Ομότιμου Καθ. Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Πρωτοπρ. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Πατερική μορφή του 20ου αιώνος, στο «Παρεμβάσεις Ιστορικές και Θεολογικές», Αθήνα 1998, σ. 136-141 [5] Παρά Γεωρ. Μεταλληνώ, Οικουμενικό Πατριαρχείο …ο.π. σελ. 247, υποσημείωση 65. [6] Παρά Ιω. Κορναράκη, Ο μύθος της Ορθοδόξου μαρτυρίας εις τους διαλόγους με αλλοδόξους, εφημ. «Ορθ. Τύπος» , φ. 1670, 22.12.2006. [7] Παν. Τρεμπέλα, Επί της Οικουμενικής κινήσεως και των θεολογικών διαλόγων ημιεπίσημα έγγραφα, εκδ. Αδελφότητος Θεολόγων «ο Σωτήρ», Αθήναι 1972, σελ. 46. [8] Πρωτ. Γεωρ. Μεταλληνού, Οικουμενικό Πατριαρχείο…ο.π. σελ. 248-249 [9] Πρωτ. Θεοδώρου Ζήση, Ομοτίμου Καθ. Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, Τα όρια της Εκκλησίας Οικουμενισμός και Παπισμός, Εκδ. «Τέρτιος», Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 74-75 [10] Βλ. Η επί των δογματικών Ιεροκοινοτική Επιτροπή, Υπόμνημα περί της συμμετοχής της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο Π.Σ.Ε, Άγιον Όρος , Φεβρουάριος 2007 , σελ. 23. [11] Κων. Μουρατίδου, Καθηγητού Θεολ. Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Οικουμενική Κίνησις, Ο σύγχρονος μέγας πειρασμός της Ορθοδοξίας, Εκδ. «Ορθοδόξου Τύπου», Αθήναι 1972, σελ. 18-19. [12] Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, καθ. Πανεπιστημίου Βελιγραδίου, Θεολογική γνωμοδότηση προς την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Σερβίας με τίτλο: Ορθοδοξία και Οικουμενισμός. Μια ορθόδοξος γνωμάτευσις και μαρτυρία. Η γνωμοδότηση έχει δημοσιευθεί με εισαγωγικό σημείωμα του τότε ιερομονάχου Ειρηναίου Μπούλοβιτς στο περιοδικό «Κοινωνία», 18, (1975), σ. 95- 101, σε μετάφραση από τα σερβικά της Μαρίνας Σκλήρη.